Paper Νορβηγού Δρ. Φιλοσοφίας: Γιατί ο Ιησούς πιθανότατα δεν υπήρξε; Τα δύο μέτρα και δύο σταθμά του Ehrman

jesus

 

Έχουμε τονίσει πολλές φορές τα έξι χρόνια λειτουργίας του mythikismos.gr πώς οι μυθικιστικές θέσεις για την ιστορικότητα του Ιησού κερδίζουν ολοένα και περισσότερο έδαφος εντός της ακαδημαϊκής κοινότητας. Η πορεία που ακολουθεί τα τελευταία χρόνια το συγκεκριμένο ρεύμα, ομοιάζει με την αντίστοιχη εξέλιξη που είχε τις δεκαετίες του ’70 και του ’80 η θεωρία του Βιβλικού Μινιμαλισμού (που θεωρεί την ιστορικότητα των γεγονότων και των προσώπων της Π. Διαθήκης εξαιρετικά αναξιόπιστη), η οποία σήμερα αποτελεί μία mainstream θέση στο ακαδημαϊκό γίγνεσθαι.

Στα καθ’ ημάς τώρα, είναι γεγονός ότι την τρέχουσα δεκαετία οι Μυθικιστικές θέσεις κερδίζουν ολοένα και μεγαλύτερη αναγνωρισημότητα στο ελληνικό διαδίκτυο (βλ. και ένα σχετικό άρθρο εδώ) προκαλώντας τόσο το ενδιαφέρον, όσο και τον σκεπτικισμό. Και στεκόμενοι στο δεύτερο, ο σκεπτικισμός αυτός δεν προέρχεται μόνον από ανθρώπους που θα μπορούσε κανείς να χαρακτηρίσει πιστούς. Η εξέλιξη αυτή είναι φυσικά απόλυτα φυσιολογική (από τη στιγμή που γίνεται καλοπροαίρετα και δίχως περίεργες ή αφανείς σκοπιμότητες) όσο και χρήσιμη, από τη στιγμή που μέσα από την ανταλλαγή επιχειρημάτων, στοιχείων και δεδομένων, προάγεται ο διάλογος και βγαίνουν περισσότερο χρήσιμα συμπεράσματα.

Ένας από τους ακαδημαϊκούς που υπερπροβάλλει η αντιμυθικιστική (ας την χαρακτηρίσουμε έτσι) πλευρά, είναι οι αντιμυθικιστικές θέσεις του άθεου και πολυγραφότατου καθηγητή της Καινής Διαθήκης, Bart Ehrman, o οποίος παρά τα κείμενά του ενάντια στην αξιοπιστία των ευαγγελίων, τη νοθεία που υπέστησαν μέσα στο χρόνο και τη σκοτεινή ιστορία της πρωτοχριστιανικής περιόδου, αποτελεί ένθερμο υποστηρικτή του ιστορικού Ιησού, κάνοντας μάλιστα συχνά επιθέσεις στις μυθικιστικές θέσεις. Αντίστοιχα το Μυθικιστικό block έχει αρκετές φορές αντιταχθεί στις αιτιάσεις του Ehrman (βλ. ενδεικτικά το συλλογικό έργο Bart Ehrman and the quest of the historical Jesus of Nazareth ή τα σχετικά αφιερώματα του Vridar), τονίζοντας τις φαινομενικά αναίτια εμμονές του για το συγκεκριμένο ζήτημα, μέσω των οποίων χαμηλώνει ο πήχης της ακαδημαϊκής του αξιοπιστίας (σε αυτό το σημείο ο αναγνώστης καλείται να παρακολουθήσει κάποια στιγμή και αυτό το βίντεο).

Στην προσπάθειά μας να προσφέρουμε όσο τον δυνατόν καλύτερη ενημέρωση και πληροφορίες στους αναγνώστες μας, εντοπίσαμε και μεταφράσαμε (μέσω του μέλους μας Τάσου Καρανίκα) ένα αξιοπρόσεκτο 14σέλιδο paper του Νορβηγού Δρ. Φιλοσοφίας, Narve Strand, με τίτλο ” Γιατί ο Ιησούς πιθανότατα δεν υπήρξε; Τα δύο μέτρα και δύο σταθμά του Ehrman“. Διαβάζοντάς το ο αναγνώστης μπορεί να αντιληφθεί για ποιον λόγο το debate για την ιστορικότητα του Ιησού παραμένει ανοικτό, ποιος είναι ο λόγος που η με πάση θυσία εμμονή σε έναν ιστορικό Ιησού είναι ξεκάθαρα αντιεπιστημονική, καθώς επίσης και να εντοπίσει τα “κενά” της άποψης του Ehrman για το θέμα που εξετάζουμε.

Έλληνες Μυθικιστές, 8/5/2019

——————————————————————————————————————-

Γιατί ο Ιησούς πιθανότατα δεν υπήρξε; Τα δύο μέτρα και δύο σταθμά του Ehrman

 

Του Narve Strand, Δρ. Φιλοσοφίας, λέκτορα στο πανεπιστήμιο Επιστημών και Τεχνολογίας της Νορβηγίας

Μετάφραση στην ελληνική γλώσσα: Τάσος Καρανίκας

 

Πολλοί άνθρωποι πιστεύουν πως είναι τρελό να αμφισβητηθεί η ιστορικότητα του Ιησού, αλλά παράλογη είναι μάλλον η πίστη ότι αυτός υπήρξε. Ο ισχυρισμός του Bart Erhman στο βιβλίο του “Did Jesus exist?”, ότι επρόκειτο για ένα “καθαρά ανθρώπινο ον” που πέθανε γύρω στα 30 μΚΕ (σελ. 37,46 (epub)) δεν εξάγεται από κάποια ανοιχτόμυαλη αξιολόγηση των αποδείξεων.

Σκεφτείτε πως κάποιος ισχυρίζεται πως “o Π υπήρξε σαν ανθρώπινο ον πριν χιλιάδες χρόνια.” Υποθέστε πως δεν ξέρετε για ποιο πρόσωπο μιλάμε: Πώς θα φτάνατε σε ένα ασφαλές συμπέρασμα αν ο ισχυρισμός ήταν πιθανότατα πραγματικός; Πρώτα απ’όλα θα θέλατε να μάθετε για το τι είδος ανθρώπου μιλάμε. Aς πούμε πως μιλάμε για έναν σοφό ή έναν βασιλιά. Αυτοί είναι τίτλοι που αποδόθηκαν σε ανθρώπινα όντα και έχουμε πάρα πολλές καλές και αξιόπιστες αποδείξεις ότι κάποιοι απ’αυτούς υπήρξαν. Εδώ όμως δεν είναι παράλογο να υποθέσουμε πως το Π πρόσωπο δεν υπήρξε καθόλου.

 

Αλλά τώρα, υποθέστε πως μας λέγεται πως το Π πρόσωπο “είχε μια υπερφυσική γέννηση, έκανε θαύματα, πέθανε, έγινε θεϊκό και μετά εμφανίστηκε με οράματα σε ανθρώπους“. Τα καθαρά ανθρώπινα όντα είναι εξ’ ορισμού μη υπερφυσικά ή θεϊκά. Eίναι εγγενώς απίθανο να υπήρξε κάποιος που δεν παρουσιάστηκε ποτέ ως καθαρά ανθρώπινο ον σε όλες τις διαθέσιμες πηγές που έχουμε γι’αυτόν. Ναι, αυτό δεν συνεπάγεται λογικά πως δεν υπήρξε, αλλά δεν είναι και λογικό να υποθέσουμε πως όντως υπήρξε. Δεν αρκεί να ισχυριστείς πώς τα θεϊκά όντα υπήρξαν ή πως υπήρχε ένας “ιστορικός πυρήνας” πίσω απ’όλες μυθικές ή φανταστικές ιστορίες. Η εγγενής απιθανότητα της ύπαρξης ενός τέτοιου προσώπου μπορεί να ηττηθεί μονάχα από δυνατές εξωτερικές αποδείξεις.

Οι βασικοί κανόνες της Απόδειξης

Αυτό μας οδηγεί στο ερώτημα του τι κάνει μια απόδειξη αξιόπιστη. Δεδομένου ότι το Π πρόσωπο δεν παρουσιάζεται με έναν ρεαλιστικό τρόπο ως καθαρά ανθρώπινο ον σε όλες τις διαθέσιμες πηγές, δεν γίνεται να τις αθροίσουμε και να βγάλουμε ένα αριθμητικό συμπέρασμα. Ο Erhman είναι εντυπωσιασμένος από τον αριθμό των αποδείξεων για τον Ιησού (σελ. 66,73). Ο αριθμός των πηγών όμως σ’αυτή την περίπτωση δεν έχει τόση σημασία, όσο η ποιότητα. Σκεφτείτε μια δίκη σε μια αίθουσα δικαστηρίου ή μια εμπειρική έρευνα. Ποιο είδος αποδείξεων θα αποδεχόμασταν;

(E1)Απ’ευθείας εμπειρικές αποδείξεις ότι κάτι συνέβη

(E2) Αξιόπιστες καταθέσεις απ’το πρόσωπο Π με δικά του λόγια

(E3) Αξιόπιστες καταθέσεις αυτοπτών μαρτύρων

(E4) Μαρτυρίες από ειδικούς που βασίζονται στα Ε1-3

————————————————————–

(E5) Έμμεσες αποδείξεις

H καλύτερη απόδειξη είναι προφανώς το να δεις το πρόσωπο Π με τα δικά σου μάτια ή να έχεις φυσικές αποδείξεις της ύπαρξής του.  Εκτός από αυτό, μια αξιόπιστη κατάθεση θα ήταν από τα ίδια τα  λόγια αυτού του προσώπου. Αν ούτε αυτή δεν είναι διαθέσιμη, τότε θα αναζητήσουμε αξιόπιστες καταθέσεις από αυτόπτες μάρτυρες. Κάθε ισχυρισμός από ειδικό αυτόπη μάρτυρα προϋποθέτει πρόσβαση στις τρεις πρώτες κατηγορίες αποδείξεων. Μόνο τα κριτήρια Ε1-4 έχουν αξία σε ένα δικαστήριο ή σε μία εμπειρική έρευνα. Δεν μπορούμε να εξάγουμε ασφαλή συμπεράσματα για αμφισβητήσιμες περιπτώσεις βασιζόμενοι μόνο σε έμμεσες αποδείξεις.

(NE1) Φήμες

(NE2) Αναξιόπιστοι μάρτυρες ( ασαφείς, μπερδεμένοι, ξεκάθαρα προκατειλημμένοι)

(NE3) Yποθετικές, ανύπαρκτες πηγές

είναι οι μοναδικές αξιόπιστες πηγές στην δική μας περίπτωση. Αλλά αυτό είναι όλο: ο Ιησούς είναι μια αμφισβητήσιμη περίπτωση και δεν έχουμε αξιόπιστες αποδείξεις γι’αυτόν(cf. E1-4).  Έχουμε μόνο το αναξιόπιστο είδος (NE1-3). Γι’αυτό είναι απίθανο πως υπήρξε, είτε σαν θεϊκό είτε σαν καθαρά ανθρώπινο ον.

Ιστορία vs φαντασίας

Ας δούμε τώρα γιατί ισχύουν τα παραπάνω. Είναι ευρέως γνωστό ότι:

  • Δεν υπάρχει καμία απευθείας εμπειρική απόδειξη ότι ο Ιησούς υπήρξε.(cf. E1)
  • Δεν έχουμε κατάθεση που να προέρχεται από δικά του λόγια.(cf. E2)
  • Δεν υπάρχουν αξιόπιστοι αυτόπτες μάρτυρες που να επιβεβαιώνουν την ύπαρξή του.(cf. E3)
  • Κανένας συγγραφέας εντός ή εκτός της Καινής Διαθήκης δεν ισχυρίζεται με έναν ξεκάθαρο και αδιαμφισβήτητο τρόπο ότι διαθέτει τέτοιες αποδείξεις. Αυτός είναι ο λόγος που ούτε εδώ δεν μπορούν να ληφθούν ως αξιόπιστες μαρτυρίες ειδικών(cf. E4).

O ίδιος ο Ehrman το ομολογεί (Βλ ως άνω κεφ . 2). Ωστόσο επιμένει πώς η Καινή Διαθήκη θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως ιστορικό βιβλίο και όλες οι εξωβιβλικές αναφορές ως μαρτυρίες (βλ. κεφ. 3-4). Θεωρεί ακόμα και τις υποθετικές πηγές ως ανεξάρτητες επιβεβαιώσεις (σελ. 66).  Δεν γράφεται έτσι η ιστορία.

Το ξέρουμε για πάνω από 2400 χρόνια:

  • Υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ αυτοψίας και φήμης (cf. E1/NE1)
  • Μεταξύ αξιόπιστων και αναξιόπιστων πληροφοριών γενικότερα (E1-4)
  • Η επιβεβαίωση από αξιόπιστες πηγές είναι το κλειδί, ιδίως σε αμφισβητήσιμες περιπτώσεις (cf. E3)
  • Πρέπει πάντα να πατάμε σε ένα ρεαλιστικό, ανθρώπινο επίπεδο (cf. E4), και
  • Να αξιολογούμε με κριτικό πνεύμα τις πηγές μας (cf. E4/NE1-2)

Ένας μεγάλος αρχαίος Ιστορικός όπως ο Ηρόδοτος υποστήριζε συχνά: “Αυτές είναι οι πηγές μου. Λένε αυτό. Δεν είμαι σίγουρος, κρίνετε μόνοι σας”! (π.χ. Ιστορίες 1.1-5, 20, 24, 49,

51, 57, 60, 123, 140, 160, 183, 193, 214; 2.2-3, 5, 16, 20-4, 29, 33, 45, 65, 99, 120,

123, 142-3, 145-7, 156, 167; 7.139; cf. Dover 1988; Evans 1978; Lateiner 1986;

1989).

Συγκρίνετε τα παραπάνω με τους συγγραφείς της Καινής Διαθήκης:

  • Θεωρούν τον εαυτό τους ως την απόλυτη αυθεντία
  • Αφηγούνται την ιστορία σαν παντογνώστες
  • Δεν αναφέρουν ονομαστικά τις πηγές τους! (π.χ Λουκάς 1:1-4)

Τα προηγούμενα και το γεγονός ότι δεν κινούνται στο ανθρώπινο επίπεδο, εμπεριέχουν αντιφάσεις, ξεδιπλώνουν λογοτεχνικές τεχνικές όπως η κυκλική σύνθεση (ring composition) στην αφήγηση, κατασκευάζουν ολόκληρες σκηνές με αλλόκοτες λεπτομέρειες και διασκευάζουν ιστορίες απ’την Παλαιά Διαθήκη κλπ,  κλείνει την υπόθεση: Το ευαγγελικό κείμενο δεν έχει καμία ένδειξη αξιόπιστου ιστορικού εγγράφου— ακόμα και σύμφωνα με τα πρότυπα της εποχής (βλ. MacDonald 2003; 2006; 2014; cf. Carrier 2012 (chs. 4, 10) και Martin 1991 (ch.2). Το να αντιμετωπίζουμε την Καινή Διαθήκη ως αξιόπιστη ιστορική πηγή, όπως κάνει ο Ehrman, μας καθιστά ένοχους για θεμελιώδες σφάλμα.

 

H επίκληση του Ehrman στα κριτήρια αυθεντίας

Ο Erhman, φυσικά, τονίζει πως δεν θεωρεί την Καινή Διαθήκη καλή και ιστορικά αξιόπιστο τεκμήριο ιστορικότητας του Ιησού.  Σίγουρα όχι ευθέως. Η δική του οπτική είναι κάπως εξεζητημένη: Το “κόλπο” είναι να δει κανείς την ατζέντα του συγγραφέα και να ανασύρει όλα τα ψήγματα ιστορικής πληροφορίας, ακολουθώντας μια σειρά από κριτήρια αυθεντικότητας. Αλλά αν το ίδιο το κείμενο παραβιάζει όλους τους βασικούς κανόνες της απόδειξης (cf. E1-4), τότε πώς η θεμελίωση νέων κανόνων μπορεί να βοηθήσει; Δεν γίνεται να εξάγεις αξιόπιστα ιστορικά συμπεράσματα από κακές, αναξιόπιστες αποδείξεις.(NE1-3) . Αυτό που κάνει ο Erhman είναι καθαρή αλχημεία (π.χ. κεφ. 8).

Πάρτε την επίκλησή του στο κριτήριο των πολλαπλών καταθέσεων. Σίγουρα, αν μία ή πολλές πηγές παρέχουν καλές και αξιόπιστες αποδείξεις, τότε μία αναφορά στο πρόσωπο Π αποτελεί απόδειξη της ύπαρξής του. Ακόμα κι αν η ύπαρξή του είναι αμφισβητήσιμη. Αυτή είναι η περίπτωση αρκετών σοφών και βασιλιάδων της αρχαιότητας που μυθοποιήθηκαν ή που ο βίος τους συνδέθηκε με φανταστικά στοιχεία. Αναφέρομαι στους Αλέξανδρο, Σωκράτη, Αύγουστο ή τον Δαρείο. Εδώ έχουμε ανεξάρτητους και σχεδόν σύγχρονους μάρτυρες, γραπτά ιστορικών, κοσμικά αρχεία, και ακόμα και φυσικές αποδείξεις σε επιγραφές, νομίσματα κλπ. Εδώ ισχύει ο κανόνας των πολλαπλών καταθέσεων. Αλλά τι γίνεται στην περίπτωση του Ιησού; Μια κακή απόδειξη συν μια κακή απόδειξη, ισούται με κακή απόδειξη. Οι πολλαπλές καταθέσεις φημών είναι πάντα φήμες. Εδώ ο κανόνας είναι απλά άχρηστος.

Οι κανόνες αυθεντικότητας του Ehrman δεν είναι επαρκείς ούτε από μόνοι τους. ‘Η μπορούν να θεωρηθούν επαρκείς και να εφαρμοστούν μηχανιστικά (σαν αλγόριθμος ή συνταγή για κέικ), και πάλι, όμως, δεν θα μπορούσαν να εξάγουν αξιόπιστες ιστορικές πληροφορίες. Είχε ο Ιησούς μια υπερφυσική γέννηση; Έκανε ένα σωρό θαύματα; Επέστρεψε απ’τους νεκρούς; ‘Ήταν ή απλά έγινε θεϊκός; Ασφαλώς και έχουμε πολλαπλές καταθέσεις, άρα αυτός ο υπεράνθρωπος, μυθικός Ιησούς ήταν επίσης πραγματικός! Ο κανόνας δεν ισχύει, γιατί δεν μπορεί να διαχωρίσει το ιστορικό και κοσμικό κομμάτι απ’το φανταστικό.

O Ehrman σίγουρα θα μας συμβούλευε να αξιολογούμε την πηγή πριν εφαρμόσουμε τον κανόνα. Αλλά από τη στιγμή που ο Ιησούς δεν παρουσιάζεται ποτέ σαν καθαρά ανθρώπινο ον σε όλες τις πηγές, απαιτείται η δημιουργία νέων κανόνων. Όμως επειδή ούτε οι άλλοι κανόνες είναι επαρκείς, καταλήγουμε σε μια αδιάκοπη παλινδρόμηση ή ακόμα χειρότερα, στην αυθαίρετη επιλογή του Χ κανόνα αντί  του Ψ. Η ανεπάρκεια και η αναξιοπιστία των κριτηρίων αυθεντικότητας είναι ευρέως γνωστή στις Βιβλικές Μελέτες (βλ. π.χ. Allison 1998; 2008; 2009; Avalos 2007; Bird 2006; Le Donne 2002; Porter 2000; 2006; 2009). Με το να μην αναφέρει αυτό το απλό γεγονός στο κοινό του, ο Εhrman φτιάχνει μια ψευδή εντύπωση σχετικά με την κατάσταση στον ερευνητικό του τομέα.

Πάρτε οποιοδήποτε άλλο στοιχείο απ’τα άλλα κριτήρια αυθεντικότητας, όπως το κριτήριο του αραμαϊκού περιεχομένου (κεφ.3).

Γιατί ακριβώς οι αραμαϊκές λέξεις που βρίσκονται στην ΚΔ – ή το γεγονός πως  οι ελληνικές λέξεις βγάζουν περισσότερο νόημα όταν μεταφραστούν πίσω στα αραμαϊκά- κάνουν την ιστορική ύπαρξη του Ιησού πιο πιθανή; Αυτό είναι εσφαλμένο. Είναι δηλαδή απίθανο να φτιάξει κάποιος μύθους στα αραμαϊκά ή να μιλάει αραμαϊκά εκτός Ιουδαίας, μετά την υποτιθέμενη ζωή του Ιησού; Δεν ήταν οι συγγραφείς της ΚΔ αραμόφωνοι (δίγλωσσοι); Άρα ποιος μπορεί να υποστηρίξει πώς αυτοί δεν εκθέτουν απλά τις δικές τους σκέψεις ή ότι δεν βασίζουν τα λόγια τους σε ασαφείς αραμαϊκές μεταφράσεις (targum) της Παλαιάς Διαθήκης (βλ. πχ Aus 1992, 12 & Chilton 2006, 238-55);  Πάλι, η επίκληση στα κριτήρια αυθεντικότητας είναι άχρηστη, πόσο μάλλον όταν εφαρμόζονται σε εγγενώς αναξιόπιστα κείμενα.  Και τι έχουμε να πούμε για την χρήση απ’τον Ehrman του κριτηρίου της αξιοπιστίας των σχετικών συμφραζομένων ενάντια στο κριτήριο της ανομοιότητας; Στην πρώτη περίπτωση κάνει επίκληση σ΄αυτό που ταιριάζει σε ό,τι γνωρίζουμε και στην άλλη σ’αυτό που δεν ταιριάζει.  Αυτή δεν είναι απλά μια αυθαίρετη χρήση των κριτηρίων, αλλά και εντελώς αντιφατική.  Ο Erhman λατρεύει να πετάει στο κεφάλι του αναγνωστικού κοινού του την φράση “ακαδημαϊκό consensus” , αλλά ποτέ δεν είναι πρόθυμος να το επικαλεστεί  όταν είναι στραμμένο εναντίον του.  Αυτή η επιλεκτικότητα υποβιβάζει την επιστημονική εγκυρότητα του βιβλίου του.

 

“Τα δύο βασικά στοιχεία της ιστορικότητας του Ιησού”

Ο Ehrman πιστεύει πως υπάρχουν δύο συντριπτικά επιχειρήματα ενάντια σ’αυτούς που δεν πιστεύουν πως ο Ιησούς ήταν έναν καθαρά ανθρώπινο ον που πέθανε γύρω στο 30μΚΕ:

(1) Το γεγονός πως οι πρωιμότερες πηγές μιλάνε γι’ αυτόν ως εσταυρωμένο, και

(2) Η αναφορά του Παύλου στον Ιάκωβο ως “αδερφό του Κυρίου”. (ch. 5).

Αυτό πράγματι θα αποτελούσε καλή και αξιόπιστη απόδειξη, αν μία ή πολλές πηγές μιλούσαν για τον Ιησού ως ένα “καθαρά ανθρώπινο ον”. Μόνο που δεν υπάρχουν. Καμία απ’αυτές τις πρώιμες πηγές δεν μιλάει γι΄αυτόν ως ένα πρόσωπο που είχε μια ανθρώπινη γέννηση ή σταδιοδρομία, ώστε να έχει νόημα ένας τέτοιος ισχυρισμός. Η επίκληση στα κριτήρια της αυθεντικότητας δεν βοηθάει εδώ, γιατί ούτε οι κανόνες, ούτε οι πηγές είναι αξιόπιστοι οδηγοί στην ιστορικότητα. Εδώ προσθέστε και το γεγονός ότι οι πρωιμότερες πηγές (Παύλος) δεν λένε τίποτα για έναν Ιησού που ήταν προφήτης-δάσκαλος, και όλη η υπόθεση του Εhrman για τον ιστορικό Ιησού καταρρέει σαν πύργος από τραπουλόχαρτα.

Επιχειρήμα (1):  Όπως είπα, από τη στιγμή που η ύπαρξη του Ιησού αμφισβητείται και δεν έχουμε πραγματικές αποδείξεις(E1-4), δεν γίνεται να εφαρμόσουμε το κριτήριο των πολλαπλών καταθέσεων και σε αυτή την περίπτωση. Επουδενί δεν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε υποθετικές πηγές (όπως η Q) για να παραμερίσουμε τις αρχικές πηγές (Παύλος) ή να χρησιμοποιήσουμε μεταγενέστερες πηγές (τα ευαγγέλια) για να τεκμηριώσουμε τις πρωιμότερες (Παύλος ξανά).  Ειδικά αν υπάρχει γνήσια ακαδημαϊκή αμφισβήτηση αυτών των πηγών (βλ. Μark Goodacre 2002 on “Q”) και οι μεταγενέστερες πηγές δεν μπορούν θεωρηθούν ανεξάρτητες. Ο Ehrman δεν φαίνεται να ενδιαφέρεται για όλα αυτά. Και όχι, δεν παρουσιάζει ούτε τον αντίλογο σε όλες αυτές τις υποθετικές και δήθεν ανεξάρτητες πηγές.  Για την ακρίβεια, ο Παύλος πουθενά δεν μιλάει για έναν “προφήτη” ή “δάσκαλο” που είχε “μαθητές”, που οδηγήθηκε ενώπιον του Σανχεντρίν”, που “δικάστηκε απ’τον Πιλάτο και μετά σταυρώθηκε απ’τους Ρωμαίους”. Για την ακρίβεια δεν υπάρχει τίποτα που να προτείνει πώς ο Ιησούς ήταν ένα “καθαρά ανθρώπινο ον”, που υπήρξε και πέθανε γύρω στο 30 μΚΕ. Τίποτα στις πολύ πρώιμες πηγές δεν προτείνει κάτι τέτοιο (βλ. Martin 1991 (ch.2).  Αυτή η επίμονα αρνητική τάση στις πρωιμότερες πηγές θα έπρεπε τουλάχιστον να είχε προβληματίσει τον Εhrman. Δεν το αναφέρει καν. Αντιθέτως χρησιμοποιεί τα ευαγγέλια για να “γεμίσει τα κενά” στον Παύλο, κάνοντάς τον να πει πράγματα που ποτέ δεν είπε. Eίναι η υπόθεση του Ehrman τόσο αδύναμη, που χρειάζεται να μαγειρέψει τις αποδείξεις κατ’ αυτόν τον τρόπο;

 

Επιχείρημα (2):  Άρα τι βρίσκουμε όταν πηγαίνουμε στην πιο πρώιμη πηγή (Παύλος) και κάνουμε μια κυριολεκτική ανάγνωση (Προς Φιλιππ. 2:6-11);

Ότι ο Ιησούς

  • Ήταν θεϊκό ον (εν μορφή θεού)(2:6)
  • Που “εκκένωσε” τον εαυτό του (2:7),
  • Ήταν “γενόμενος” ομοιάζοντας με άνθρωπο (2:7)
  • Και μ’αυτή την εμφάνιση πέθανε στον σταυρό (2:8) και
  • Έγινε Κύριος των πάντων (2:9-11) και
  • Ο υιοθετημένος γιος του Θεού (Ρωμ. 1:16) λόγω αυτού του γεγονότος

Αυτό δεν ακούγεται ως ένα “καθαρά ανθρώπινο ον” που είχε μια φυσική γέννα και ανθρώπινη σταδιοδρομία. Για την ακρίβεια ο Παύλος λέει πως δεν ήταν ένα ανθρώπινο ον.

Τώρα ξαφνικά ο Ehrman  είναι πολύ πρόθυμος να επικαλεστεί την ακαδημαϊκή διαφωνία ξανά: Η διαφωνία είναι τόσο μεγάλη που δεν μπορεί να μας πει με τι σχετίζεται (σελ. 174)! Οι Βιβλικές Μελέτες δεν είναι πυρηνική φυσική. Κάθε λογικός άνθρωπος μπορεί να δει πως το μοναδικό πράγμα για το οποίο δεν μιλάει ο Παύλος είναι για ένα “καθαρά ανθρώπινο ον”.  Χρησιμοποιεί ακόμα και τη φράση “γενόμενος” αντί για την συνηθισμένη “γεννήθηκε” (βλ. και Γαλ. 4:4; Ρωμ. 1:3)  για να επισημάνει τον ερχομό του Ιησού στον κόσμο. Η λέξη προτείνει πώς ο Ιησούς κατασκευάστηκε απ΄τον θεό χωρίς φυσική γέννα, κάτι που φαίνεται και απ’το γεγονός ότι χρησιμοποιεί την ίδια λέξη για την Δημιουργία του Αδάμ και την ανάσταση του σώματος ( Α Κορ. 15:4,37). Όχι μόνο δεν υπάρχει ξεκάθαρη αναφορά στον προφήτη-δάσκαλο του Erhman, αλλά ο Ιησούς του Παύλου έρχεται σε αντίθεση με οποιονδήποτε ανθρώπινο Ιησού.

——”Αλλά δεν μας εξήγησες  γιατί ο Παύλος αποκαλεί τον Ιάκωβο “Αδερφό του Κυρίου“ (cf. Γαλ.1:18-19)”. Θυμάστε πως ο Παύλος είπε πως ο Ιησούς έγινε Υιός θεού και Κύριος μετά τον θάνατό του; Ένας άνδρας Χριστιανός γίνεται επίσης υιός του θεού (Γαλ. 4:6). Τι τον κάνει αυτό;  Ακριβώς: Αδερφό του Κυρίου.  “Αδερφοί” και “αδερφές” είναι οι όροι με τους οποίους ο Παύλος αποκαλεί τους ομόπιστούς του (Γαλ 6:18; cf. Ρωμ. 15:30; Α Κορ. 1:10; 15:58; 16:15).

Σίγουρα δεν είναι παράλογο ο Ιάκωβος να ήταν σαρκικός αδερφός του Ιησού, αλλά θα πρέπει να παραδεχτούμε πως πρόκειται  σίγουρα για ένα διφορούμενο σημείο.  Ο Παύλος , όπως είδαμε, είναι προσεκτικός με τις λέξεις που χρησιμοποιεί, άρα γιατί δεν προσδιορίζει τον “Αδερφό” με το “σύμφωνα με την σάρκα” ή “του Ιησού” εδώ πέρα; Η παράξενη φράση πριν (έτερον των αποστόλων) χωρίς το προσδιοριστικό “ουδείς”, κάνει το χωρίο ιδιαίτερα διφορούμενο.  Απ’τα συμφραζόμενα μπορεί να σημαίνει “δεν είδα κανέναν απόστολο εκτός απ’τον Ιάκωβο, τον αδερφό του Κυρίου”(που σημαίνει ότι ο Ιάκωβος ήταν ταυτόχρονα αδερφός του Ιησού και απόστολος) και  “δεν είδα άλλον απόστολο, μόνο τον Ιάκωβο τον αδερφό του Κυρίου” (που σημαίνει πως ο Ιάκωβος δεν ήταν καν απόστολος, αλλά ένας απλός χριστιανός). Το γεγονός ότι αργότερα αναφέρεται στον Ιάκωβο και του δίνει το επίθετο “στύλος”, απλά επαυξάνει την αμφισημία (δηλώνει ο “αδερφός” βιολογική σχέση με τον Ιάκωβο ή ο τελευταίος ήταν απλά ένας χριστιανός; Ήταν βιολογικός αδερφός, ένας απόστολος και στύλος; Μιλάμε για το ίδιο πρόσωπο;)  Απλά δεν υπάρχει καμία σαφής αναφορά σε βιολογικά αδέρφια στον Παύλο. Για την ακρίβεια, η απουσία προσδιοριστικών φράσεων και το γεγονός ότι τέτοια σχέση είναι εκτός του βεληνεκούς της μεταφυσικής θεολογίας του Παύλου, καθιστά την ερμηνεία του Erhman ως την λιγότερο πιθανή.

 

Και τώρα;

Προσέξτε πως

  • βασίστηκα στις κύριες αποδείξεις
  • Κράτησα την αρχική διατύπωση των διαθέσιμων πηγών
  • Διατήρησα την Εβραϊκή και Χριστιανική παράδοση
  • Την Mainstream ακαδημαϊκή μελέτη σε όλα τα σχετικά πεδία

Δεν υπέθεσα “αμφιλεγόμενες θεωρίες” ούτε ενεπλάκην με “βολικές θεωρίες”. Ο Ehrman κατηγορεί τους αντιπάλους του για υποθέσεις εκτός των πηγών και για scholarship of convenience (e.g. 91, 115-6, 188), όταν ο ίδιος πράττει ακριβώς το ίδιο. Για να είμαι ειλικρινής, πιστεύω πως η Μυθικιστική θέση για τον Ιησού ως θνήσκοντα και ανασταινόμενο θεό

  • Που δολοφονήθηκε από δαίμονες στο εξώτερο διάστημα
  • Που βασίστηκε σε ελληνορωμαϊκά μοντέλα (Η δυιστική μεταφυσική του Πλάτωνα, η Αριστοτελική διάκριση μεταξύ του υποσελήνιου και υπερσελήνιου κόσμου κλπ) είναι εξίσου πιθανή. Επίσης βασίζεται σε μεταγενέστερες πηγές και σίγουρα υποθετικές αναγνώσεις (βλ. την χρήση της Ανάληψης του Ησαΐα στον Carrier 2014).                                                                                                                                                                                Πρόκειται για μια υπόθεση που βασίζεται σε εμπεριστατωμένες αποδείξεις.

Άρα που μας οδηγεί αυτό;

Λοιπόν, αν στραφούμε πάλι στις πρώιμες πηγές βλέπουμε πως ο Παύλος δεν φαίνεται να πιστεύει πως ο Ιησούς είχε παρουσία επί της Γης. Δεν λέει τίποτα που να μας οδηγεί σε μια άλλη υπόθεση (ότι π.χ. πέθανε στο εξώτερο διάστημα). Αλλά  όπως είπα, δεν φαίνεται να πιστεύει πως έζησε στο πρόσφατο παρελθόν. Πως γίνεται αυτό; Ο Παύλος ήταν αυτό που σήμερα θα αποκαλούσαμε schizotypal προσωπικότητα: ο Ιησούς αποκαλύφθηκε πρώτα σε αυτόν ( Γαλ. 16), εννοώντας πως είχε παραισθήσεις πως συνομιλούσε μαζί του ή είχε συνομιλίες με το πνεύμα-Ιησούς πριν μιλήσει στους άλλους (Γαλ. 1:17-9). Ο Ιησούς του Παύλου φαίνεται να εμφανίστηκε σ΄αυτόν, σε άλλους χριστιανούς —και ναι, και στον Ιάκωβο επίσης! —με αυτόν τον τρόπο (Α Κορ.15:3-8).  Αυτές οι παραισθήσεις οδήγησαν τον Παύλο και τους άλλους σε ένα κυνήγι κρυμμένων στοιχείων στις εβραϊκές γραφές (π.χ. Α Κορ. 2:7; 15:3-8;cf. Δευτερονόμιο 21:22-3; Δανιήλ; Ψαλμούς 22-4; Ησαϊα, κλπ.). Εκεί βρήκαν κάποιους ασαφείς και ασυνάρτητους λόγους για έναν βασανισμένο υπηρέτη που θα σήκωνε τις αμαρτίες της ανθρωπότητας , ο οποίος μαρτύρησε και τελικά δικαιώθηκε απ΄τον θεό. Επίσης κρεμάστηκε επί ξύλου σαν μέρος της τιμωρίας των εγκληματιών (Γαλ. 3:13  όπου ο Παύλος αναφέρεται ρητά σ’αυτήν την ιδέα και στο Δευτερονόμιο 21:22-3  ως αγιογραφική απόδειξη για την ιδέα της σταύρωσης (βλ. επίσης Martin 1991, ch.2).  Αυτό εξηγεί και το γιατί ο Παύλος δεν είναι ποτέ συγκεκριμένος για τη γήινη δράση του Ιησού. Γι’αυτόν, το μοναδικό που είχε σημασία ήταν η σταύρωση (Α Κορ.2:2). Ο Ιησούς του Παύλου είναι αναμφίβολα σύνθετος: Εν μέρει προϊόν παραισθήσεων, εν μέρει λογοτεχνική κατασκευή απ’τις  εβραϊκές Γραφές. Κανένας καθαρά προφήτης-δάσκαλος ή παγανιστικός θνήσκων και ανασταινόμενος θεός που σκοτώθηκε από δαίμονες στο διάστημα δεν χρειάζεται εδώ. Ο Παύλος λέει πως η μοναδική πηγή γι’αυτόν τον Ιησού είναι τα οράματα και οι Γραφές. (Ρωμ. 1:2; Α Κορ. 15:3-9;  Γαλ. 1:15-9).

Δεν χρειάζεται να διατηρήσουμε αυτή την άποψη απλά για να καταδείξουμε ότι ο Παύλος πίστευε σε αυτή την μορφή και πώς (α) τίποτα από τα προηγούμενα δεν συνεπάγεται την ιστορική ύπαρξη του Ιησού ή (β) πως η ύπαρξή του είναι εντελώς απίθανη. Η συνεπής ιστορική στάση εδώ είναι όπως ο αθεϊσμός: Οπως και με τους θεϊστές, το μοναδικό που χρειάζεται να τονίσουμε εδώ είναι πως ο ιστορικιστής δεν έχει πραγματικές αποδειξεις για το αν ένας ανθρώπινος Ιησούς όντως υπήρξε.

 

Βλ. επίσης για ενδεικτική βιβλιογραφία:

Allison, D. 1998, «Jesus of Nazareth: Millenarian Prophet» (Fortress Press)

—— 2008, «The Historians’ Jesus and the Church,» in Gaventa & Hays

—— 2009, «The Historical Christ and Theological Jesus» (William B. Eerdmans)

Aus, R. 1992, «Barabbas and Esther and Other Studies in the Judaic Illumination of

Earliest Christianity» (University of South Florida)

Avalos, H., 2007, «The End of Biblical Studies» (Prometheus Books)

Bird, M. 2006, «The Criterion of Greek Language and Context: A Response to

Stanley E. Porter,» Journal for the Study of the Historical Jesus 4(1): 55-67

Carrier, R. 2012, «Proving History» (Prometheus Books)

—— 2014, «On the Historicity of Jesus» (Sheffield Phoenix Press Ltd)

Chilton, B. 2006, «Targum, Jesus and the Gospels,» in Levine, Allison et al.

Dover, K. J. 1989, «The Greeks and Their Legacy» (Blackwell)

Ehrman, B. 2013, «Did Jesus Exist? The Historical Argument for Jesus of Nazareth»

(HarperCollins)

Evans, J. A. S. 1978, «Father of History or Father of Lies? The Reputation of

Herodotus,» The Classical Journal 64:1: 11-7

Fischer, D. H. 1970, «Historians Fallacies: Toward a Logic of Historical Thought»

(Harper & Row)

Gaventa, B. R. & Hays, R. B. (eds.) 2008, «Seeking the Identity of Jesus: A

Pilgrimage» (William B. Eerdsmans)

Gjertsen, D. 1989, «Science and Philosophy: Past and Present» (Penguin)

Goodacre, M. 2002, «The Case Against Q: Studies in Markan Priority and the

Synoptic Problem» (Trinity Press International)

Lataster, R. 2016, «Bart Ehrman and the Elusive Historical Jesus,»

Literature and Aesthetics 26: 181-92

Lateiner, D. 1986, «The Empirical Element in the Methods of Early Greek Medical

Writers and Herodotus: A Shared Epistemological Response,»

Antichthon 20:1-20

—— 1989, «The Historical Method of Herodotus» (University of Toronto Press)

Le Donne, K. & A. 2002, «Jesus, Criteria, and the Demise of Authenticity»

(T & T Clark)

Levine, A.-L., Allison, D. C. et al. 2006, «The Historical Jesus in Context»

(Princeton University Press)

MacDonald, D., 2003, «Does The New Testament Imitate Homer? Four Cases from

the Acts of the Apostles»

—— 2006, «Imitations of Greek Epic in the Gospels,» in Levine, Allison et al.

—— 2014, «The Gospels and Homer: Imitations of Greek Epic in Mark and

Luke-Acts» (Rowman & Littlefield)

Martin, M. 1991, «The Case Against Christianity» (Temple University Press)

Schweitzer, A. 2005, «The Quest of the Historical Jesus» (Dover Publications)

Wells, G. A., 1986, «Did Jesus Exist?,» rev. ed. (Prometheus Books)

—— 1988, «The Historical Evidence for Jesus» (Prometheus Books)

Zindler, F. R. & Price, R. M. (eds.) 2013, «Bart Ehrman and the Historical Quest of

the Historical Jesus of Nazareth; An Evaluation of Ehrman’s Did Jesus Exist»

(American Atheist Press)

Share This Post On

Submit a Comment

Your email address will not be published. Required fields are marked *

eleven − 10 =