Σημείωση: Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί απόσπασμα της εργασίας του στρατιωτικού και ερευνητή Γιώργου Γκουσγκούνη,”Ο Μυθικισμός στους Νεοπλατωνικούς φιλοσόφους και τους Γνωστικούς της Ύστερης Αρχαιότητας: Οι περιπτώσεις του Πορφύριου και των Δοκητιστών”, μέρος της οποίας παρουσιάστηκε στο Πρώτο Πανελλαδικό Συνέδριο για τον Μυθικισμό, τον Μάιο του 2016 στην Αθήνα. Ολόκληρο το υλικό της εν λόγω εργασίας, όπως και όλων των υπολοίπων, έχετε τη δυνατότητα να αναγνώσετε στον τόμο των Πρακτικών, “Ιησούς και Μύθος“, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Δαιδάλεος.
Στην ερώτηση “σε ποια βάση αρνείσαι ότι ένα άτομο όπως ο Ιησούς Χριστός υπήρξε ως άνθρωπος;” η πλέον κατάλληλη απάντηση είναι, διότι η ύπαρξή του ως άνθρωπος, από την πρώτη κιόλας ημέρα, κατά την οποία κάποιος το ισχυρίστηκε, έχει σοβαρά και σθεναρά αμφισβητηθεί, και μάλιστα, όχι από τους εχθρούς στο όνομα του χριστιανισμού, ή τους άπιστους στη χριστιανική πίστη, αλλά από τους πιο έξυπνους, τους πιο μορφωμένους, τους πιο ειλικρινείς Χριστιανούς, οι οποίοι, άφησαν στον κόσμο αποδείξεις της νοημοσύνης τους, την εκμάθηση στα γραπτά τους, καθώς και την ειλικρίνειά τους στα βάσανά τους» (Reverend R. Taylor, 1834).
Κατ ‘αρχάς, πρέπει να καταλάβουμε ότι δεν πρόκειται για ένα καινούριο θέμα, μια νέα διαμάχη. Ο αιδεσιμώτατος Taylor επεσήμανε από το 1834 το γεγονός ότι ο Ιησούς Χριστός, ως μια ιστορική προσωπικότητα, έχει αμφισβητηθεί όχι μόνο από τους σύγχρονους κριτικούς, αλλά και από χριστιανικές κοινότητες (πλέον χαρακτηρισμένες ως αιρετικές), από τις πρώτες περιόδους του χριστιανικού κινήματος.
Η διαμάχη σχετικά με τον ιστορικό Ιησού μαίνεται εδώ και 2.000 χρόνια. Τους τελευταίους τρεις περίπου αιώνες, η κριτική της Βίβλου έχει αποκαλύψει ότι ο Ιησούς Χριστός είναι σχεδόν εξ ολοκλήρου βασισμένος στην προϋπάρχουσα μυθολογία. Από τότε, οι συντηρητικοί λόγιοι της Βίβλου έχουν ανακτήσει την αναγκαία πειθαρχία και προσπαθούν να μας πείσουν για το ότι – ανεξάρτητα από οτιδήποτε άλλο ήταν ο Ιησούς Χριστός- επρόκειτο αναμφίβολα για μία ιστορική προσωπικότητα.
Κατά τους πρώτους αιώνες του Χριστιανισμού, υπήρξαν δεκάδες θρησκευτικές σέκτες, καθεμία από τις οποίες πίστευε πολύ διαφορετικά πράγματα για τον Ιησού, ενώ αρκετές από αυτές θεωρούσαν ότι τα σημαντικότερα γεγονότα στη ζωή του συνέβησαν στον κόσμο των… συμβόλων.
Αργότερα, από τα χρόνια του Διαφωτισμού και εξής, επιστήμονες με κλασική παιδεία, εξοικειωμένοι με την αρχαία φιλοσοφία, την ποίηση ή τη θρησκεία, εξεπλάγησαν από τις ομοιότητες μεταξύ του Ιησού και άλλων μυθολογικών μορφών. Ο Ιησούς ανέστησε τους νεκρούς και θεράπευσε τους αρρώστους, αλλά το ίδιο έκανε και ο Ασκληπιός. Ο Ιησούς παρείχε κρασί σε ένα γλέντι γάμου, και υπέφερε έτσι ώστε να σώσει την ανθρωπότητα, όπως έκανε και ο Διόνυσος. Ο Ιησούς κατέβηκε στην Κόλαση και είχε την εξουσία να κάνει το λιοντάρι και το αρνί να κάθονται μαζί, όπως ακριβώς και ο Ορφέας. Αυτοί οι παραλληλισμοί ήταν πολύ πιο εμφανείς στους πρώτες αιώνες του χριστιανικού κινήματος, όταν οι λεγόμενοι “Ανταγωνιστές του Ιησού”, διαδραμάτιζαν πολύ πιο ενεργό ρόλο στη θρησκεία, τις πνευματικές πρακτικές, τη λογοτεχνία και τον πολιτισμό, από ό, τι σήμερα.
Ο σκοπός αυτής της εργασίας είναι να δείξει ότι ο ισχυρισμός πώς ο Ιησούς Χριστός είναι, είτε εν μέρει είτε στο σύνολό του, συγκρίσιμος με μυθολογικά πρόσωπα άλλων πολιτισμών, δεν αποτελεί μια σύγχρονη εφεύρεση, αλλά, αντιθέτως, πρόκειται για μία επιχειρηματολογία με βαθιές ρίζες στο παρελθόν.
Επίσης, ορισμένοι “αιρετικοί” ισχυρισμοί που αφορούν την ιστορικότητα του Ιησού, δεν είναι μοντέρνες αυταπάτες «περιθωριακών» μελετητών. Ο λόγος για τον οποίο αρκετοί συγγραφείς και μελετητές εξακολουθούν να επαναθέτουν τα επιχειρήματα αυτά, είναι επειδή οι περισσότεροι άνθρωποι τα αγνοούν παντελώς. Αποδεικνύοντας, λοιπόν, πως η υπόθεση να είναι ο Ιησούς Χριστός ιστορικός ιδρυτής του Χριστιανισμού παρουσιάζει αδυναμίες και ότι τα στοιχεία που χρησιμοποιούνται για να υποστηρίξουμε την άποψη αυτή έχουν ιστορική βάση, μπορούμε να προχωρήσουμε περαιτέρω τη σκέψη μας.
Όταν κάποια στιγμή ο Ιησούς βρισκόταν στην περιοχή της Καισάρειας του τετράρχη Φίλιππου, ρώτησε τους μαθητές του: «Τίνα με λέγουσιν οι άνθρωποι είναι;» (Μρ8,27). Τον διάλογο μετά την ερώτηση, διασώζουν και άλλοι δύο συνοπτικοί Ευαγγελιστές (Μτ16,13 Λκ 9,18). Οι απαντήσεις των μαθητών ήταν πολλές και συνοψίζουν την εντύπωση που είχαν για τον Ιησού, σύμφωνα με τα Ευαγγέλια. Αμέσως μετά, ο Ιησούς έθεσε και δεύτερο ερώτημα: «υμείς δε τίνα με λέγεται είναι;» (Μρ 8,29), το οποίο και απάντησε ο Πέτρος με περισσή βεβαιότητα και χωρίς χρονοτριβή: «Συ ει ο Χριστός».
Το παραπάνω ερώτημα, δηλαδή, ποιος είναι ο Χριστός, θα πάρει κατά τους επόμενους αιώνες έναν χαρακτήρα πολεμικής μεταξύ διαφόρων στρατοπέδων. Οι Γνωστικοί χριστιανοί θα αντιπαρατεθούν με τους λεγόμενους Σχολαστικούς χριστιανούς (ιδρυτές της επίσημης Εκκλησίας), ενώ αργότερα οι Φιλόσοφοι από την πλευρά των Εθνικών και οι Απολογητές από την πλευρά των Χριστιανών, θα συνεχίσουν την αντιπαράθεση με την ίδια ένταση.
[…]
Η περίπτωση των Δοκήτων Γνωστικών (Δοκητιστές)
Οι Γνωστικοί προϋπήρξαν του χριστιανισμού, τουλάχιστον με τη μορφή που τον γνωρίζουμε σήμερα και αποτέλεσαν ένα συγκρητιστικό κίνημα με πολλά ιουδαϊκά και ελληνιστικά στοιχεία. Τα κύρια χαρακτηριστικά του Γνωστικισμού είναι η δυαρχία και η γνώση της συμπαντικής νομοτέλειας ως αναγκαίας λυτρωτικής κίνησης για τον άνθρωπο. Στο μεσοδιάστημα της δυαρχίας του θείου και της ύλης, αναπτύσσεται ιεραρχικά ένα πλήρωμα θεοτήτων που ονομάζονται Αιώνες. Οι ψυχές είναι σπινθήρες του θείου που έχουν παγιδευτεί στην ύλη (σώμα). Για τους Γνωστικούς, ο Χριστός ήταν ένας αιώνας, μια από τις θεότητες που βρίσκονται μεταξύ του θείου και της ύλης.
Οι Δοκήτες Γνωστικοί πίστευαν ότι ο Λόγος ενανθρωπίστηκε κατά δόκηση, δηλαδή φαινομενικά. Έτσι, γι’ αυτούς, ο Χριστός ήταν μόνο φαινομενικά θεάνθρωπος, επειδή ουσιαστικά ήταν μόνο θεός. Οι Δοκήτες δεν μπορούσαν να δεχθούν ότι είναι δυνατόν ο θεός να πλησιάσει και να ενωθεί με την ύλη (με λίγα λόγια να ενσαρκωθεί σε άνθρωπο). Ο Δοκητισμός, με πολύ απλά λόγια, δεν ήταν τίποτα άλλο παρά μία πρώιμη, αρχαία χριστιανική θεολογική πεποίθηση, η οποία αρνούνταν ουσιαστικά το γεγονός των παθών και του θανάτου του Ιησού Χριστού. Γι’ αυτό το λόγο περιθωριοποιήθηκε πολύ σύντομα από τους πρώιμους ορθόδοξους Χριστιανούς, ως αιρετική.
Η πεποίθηση αυτή, εμφανίζεται ήδη κατά τον 1ου αι., ως πρόταση διδασκαλίας και ως αίρεση. Καταπολεμήθηκε άμεσα από την πρώτη χριστιανική κοινότητα, ενώ από κάποιους θεωρείται πως το Ευαγγέλιο του Ιωάννη και οι επιστολές του (Β΄ Ιω. 7) περιέχουν σαφείς αντιδοκητικές αιχμές, καθώς με τη θεωρία αυτή αμφισβητείτο η ενσάρκωση του Ιησού (χαρακτηριστικό είναι το εδάφιο που αναφέρει «πολλοί πλάνοι εισήλθον εις τον κόσμον οι μη ομολογούντες Ιησούν Χριστόν ερχόμενο εν σαρκί»). Στην προσπάθειά της να αντιπαρατεθεί με τις θέσεις των Γνωστικών, η επίσημη χριστιανική εκκλησία έριξε το βάρος της επιχειρηματολογίας της στον τονισμό της ενσάρκωσης του προαιώνιου λόγου του Θεού, με προφανή στόχο την καταπολέμηση της διδασκαλίας των Δοκητών. Για την εκκλησία, οι Δοκήτες και οι Γνωστικοί είναι «ψευδόχριστοι και ψευδαπόστολοι» που φιλοσοφούν. Με τον ίδιο τρόπο παρατηρούμε πως αντιμετωπίζονται και από τον Ιγνάτιο, ο οποίος τους χαρακτηρίζει ως βλάσφημους, άθεους και άπιστους, αναφέροντας επιπρόσθετα πως αληθώς ηγέρθη εκ νεκρών ο Κύριος και πως ήταν τέλειος άνθρωπος.
Ο δοκητισμός είναι εμφανές πως δεν αποτέλεσε απλώς αυτόνομη και ιδιαίτερη αίρεση, αλλά επέζησε μέσω διαφόρων μορφών και συστημάτων. Έτσι πρέπει να επισημανθεί πως με τον όρο δοκητισμό, εννοούμε μία ευρύτερη διδασκαλία, η οποία αρνείται την ουσιαστική ενανθρώπηση του Χριστού. Ουσιαστικά πρόκειται για γνώρισμα όλων των γνωστικών ομάδων, που εν πολλοίς απέρριπταν την πραγματικότητα της σαρκώσεως του Λόγου και το πάθος του. Κατά τους επόμενους δύο αιώνες, ο δοκητισμός θα λάβει μεγαλύτερη έκταση, προσαρμοζόμενος στη θεολογία διαφόρων γνωστικών κινημάτων. Η κυριότερη μορφή που λαμβάνει είναι η διδασκαλία που αναφέρει πως ο αιών Χριστός, κατήλθε στον υιό της Μαρίας και του Ιωσήφ για να γίνει άνθρωπος φαινομενικώς. Λίγο μάλιστα προ του θανάτου, αποχωρίστηκε τον άνθρωπο Ιησού. Κατά μία άλλη εκδοχή, το σώμα του Ιησού ήταν ουράνιο, αρνούμενοι έτσι πως είχε υλικό σώμα.Παρόλα αυτά η πολύμορφη πολεμική απέναντι στους δοκήτες και τους Γνωστικούς έχει αποτελέσματα, έτσι οι τελευταίοι παύουν να αποτελούν σημαντικό πρόβλημα για την εκκλησία από τον 3ο αιώνα.
Βέβαια, δεν είναι τυχαίο ότι ακόμα και σήμερα, οι… ξεχασμένοι Δοκητιστές δέχονται επιθετική κριτική από τους ταγούς της Εκκλησίας. «Ο δοκητισμός, η φοβερότερη αίρεση όλων των αιώνων, δέχθηκε κατά φαντασίαν νάρκωση του Θεού Λόγου (δοκείν-φαίνεσθαι). Φαινομενική, δηλαδή, παρουσία του Θεού στην ενδοκοσμική πραγματικότητα. Για ποιο λόγο θα μπορούσε να ερωτήσει κανείς. Οι Δοκήται ή Δοκηταί κάθε εποχής δεν μπορούν να ανεχθούν, στα όρια της λογικής τους, τη σάρκωση και τη γέννηση του Θεού ως ανθρώπου.», γράφει ο Γεώργιος Μεταλληνός, το 1998 σε μια παρέμβασή του.
Ο δοκητισμός στη βάση του, έχει μια καθαρή ελληνική αντίληψη των πραγμάτων για την ασυμβατότητα νοητού και αισθητού κόσμου. Με λίγα λόγια οι δοκητές δεν μπορούν να αποδεχτούν την πραγματική σχέση υλικού και νοητού, καθώς το πρώτο λαμβάνει τη θέση του κακού στοιχείου. Έτσι αποφαίνονται πως μία τέτοια μίξη είναι αδύνατη, επομένως θεωρούν άμεσα τη βιβλική Χριστολογία και θεολογία ως εσφαλμένη. Στον αντίποδα, υποστηρίζουν ότι λόγω αυτής της μεγάλης απόστασης, υπάρχουν ενδιάμεσα όντα, ανώτερα από τον άνθρωπο και κατώτερα από τον Θεό.
Ο Γνωστικισμός προσπάθησε, μέσω των απόκρυφων ευαγγελίων, να προσφέρει μια αντιμαρτυρία για το Χριστό, προβάλλοντας μια θεολογική διδασκαλία διαφορετική από αυτή της πρώτης εκκλησίας. Αν και δεν εκφράσθηκε μόνο από μία, αλλά από πολλές τάσεις, που η καθεμία διαμόρφωνε και διαφορετική διδασκαλία, εντούτοις γύρω από το πρόσωπο του Χριστού επικρατούσε η κοινή θέση ότι δεν είναι θεάνθρωπος. Έτσι βλέπουμε τον Βασιλείδη να διαφοροποιεί τον σταυρωμένο Χριστό από τον Ιησού που στάλθηκε από τον πατέρα του, τον Καρποκράτη να δέχεται τον Ιησού ως απλό άνθρωπο, το Μαρκίωνα να πρεσβεύει ότι ο Χριστός δεν είναι ο Μεσσίας που προφητεύθηκε στην Παλαιά Διαθήκη και δεν γεννήθηκε από την Παρθένο Μαρία και τον Απελλή να πιστεύει ότι το σώμα του Χριστού είναι δανεισμένο από τέσσερα στοιχεία των άστρων. Για τους Γνωστικούς, ο Χριστός παρέμεινε μια θεότητα, ένας από τους Αιώνες, χάνοντας με τον τρόπο αυτό τη θεανθρώπινη διάστασή του.
Κατά τον 5ο αι. θα εμφανιστεί ο Μονοφυσιτισμός, που δεν είναι τίποτα άλλο παρά μία ανανεωμένη μορφή του Δοκητισμού. Σύμφωνα με το μονοφυσιτισμό, η ανθρώπινη φύση του Ιησού Χριστού απορροφήθηκε από τη θεική, με αποτέλεσμα να μην πάθει τίποτα το ανθρώπινο σώμα του Χριστού, καθώς πλέον είχε εξαφανιστεί από την ένωσή του με το θείο. Η συσχέτιση αυτή γίνεται από τον Ευστάθιο Αντιοχείας, ενώ και ο Θεοδώρητος Κύρου θεωρεί πως οι μονοφυσίτες ανανεώνουν και αναπαράγουν το περιεχόμενο του δοκητισμού. Οι θεολόγοι ισχυρίζονται, πως εκτός των μεγάλων αιρέσεων, βρίσκουμε δοκητικές ιδέες και στο σύστημα του Ωριγένη και του Κλήμεντα Αλεξανδρείας, αν και με βάση το συνολικό τους έργο, οι τελευταίοι δε μπορούν να καταταχθούν στους δοκητές.
Ακόμα και το Κοράνι, το ιερό Βιβλίο του Ισλάμ, που, ως γνωστόν, θεωρεί τον Ιησού μεγάλο προφήτη του αληθινού Θεού (αλλά όχι Υιό του Θεού, μόνο κοινό άνθρωπο), είναι επηρεασμένο από το δοκητισμό, αφού διακηρύσσει ότι ο Ιησούς δε σταυρώθηκε, αλλά «φάνηκε να σταυρώνεται» (σούρα [= κεφάλαιο] 4, 157-158), ενώ ο Θεός τον έκρυψε και τον πήρε στον ουρανό. Βέβαια, πιο ορθά, το κοράνι εκφράζει την άποψη ότι ο Ιησούς δε μπορεί να σταυρώθηκε, γιατί ο εκλεκτός του Θεού δεν είναι δυνατόν να εγκαταλειφθεί από τον Θεό στα χέρια των εχθρών του και να υποβληθεί σε βασανιστικό θάνατο. Φαίνεται όμως ξεκάθαρα η επιρροή του δοκητισμού, που έλεγε ότι ο Χριστός φάνηκε να σταυρώνεται και να ανασταίνεται («κατά δόκησιν» = φαινομενικά), ενώ στην πραγματικότητα έμεινε πάντα άφθορος και άτρωτος.
Κρίνοντας το δοκητισμό ιστορικά, σε όλες τις εποχές, αυτό που μπορεί να γίνει αντιληπτό είναι πως αποτελεί μία λογική προσπάθεια εξηγήσεως του, κατά τους χριστιανούς, σχεδίου της θείας οικονομίας, γεννώντας τελικά, πληθώρα χριστολογικών αιρέσεων, μέσω πλατωνικών, νεοπλατωνικών και συγκριτιστικών τάσεων. Το ουσιαστικό, δηλαδή, πρόβλημα των δοκητών, ήταν το κατά πόσο πράγματι μπορεί αληθώς να λάβει σάρκα ο Θεός και κατά πόσο μπορεί να υπάρξει πραγματική ένωση, τόσο θεϊκής και ανθρώπινης φύσεως, όσο πνευματικής και υλικής, δίχως συνέπειες για τη δεύτερη.
[…]