Μια κοινή αποδοχή που πολύ εύστοχα εξέφρασε πρώτος ο Γιώργος Σεφέρης, είναι πως στην τέχνη δεν υπάρχει παρθενογένεση. Και τι συμβαίνει με την περίπτωση των χριστιανικών ευαγγελίων; Τι γίνεται για παράδειγμα εάν κάποιος αντιμετωπίσει το ευαγγέλιο του Μάρκου, το πρώτο που γράφτηκε χρονικά, μόνο ως ένα λογοτεχνικό κείμενο, απενδεδυμένο των θρησκευτικών του μηνυμάτων; Και επιπρόσθετα, τι θα συμβεί εάν πραγματοποιήσει μια συγκριτική μελέτη με ένα παλαιότερο και πολύ πιο διάσημο έργο; Αναφερόμαστε στην Οδύσσεια του Ομήρου!
Της Θεανώς Καρούτα, δημοσιογράφου
Εάν το εισαγωγικό κείμενο του παρόντος άρθρου σας φάνηκε κάπως αλλόκοτο, σας πληροφορούμε πως στις μέρες μας, πλήθος μελετητών –ανάμεσα τους και ο καθηγητής στην Θεολογική σχολή Claremont στην Καλιφόρνια, Dennis MacDonald- έχουν υποστηρίξει πως το κατά Μάρκον ευαγγέλιο, που κατά την επικρατούσα θεωρία γράφτηκε πρώτο, δεν είναι παρά ένα λογοτεχνικό κείμενο, το περιεχόμενο του οποίου είναι κατά πολύ επηρεασμένο, έως και βασισμένο, στην ομηρική Οδύσσεια! Κι αυτό γιατί οι συγγραφείς του χρησιμοποίησαν την αρχαία τεχνική της μίμησης.
Η τεχνική της μιμήσεως
Η «μίμησις» ενός έργου θεωρούνταν στην αρχαία ελληνική φιλολογία ως μια από τις υπέρτατες τιμές για τον αρχικό δημιουργό. Δεν ενείχε τη σημασία της λογοκλοπής, της αντιγραφής ή της απομίμησης του αρχικού έργου, όπως την εννοούμε σήμερα, ενώ υποκινούνταν μόνο από την αναγνώριση της ανάγκης να μεταφερθεί το νέο έργο σε ένα διαφορετικό χωροχρονικό πλαίσιο, ενδεδυμένο των συνθηκών, των ρευμάτων και των συνηθειών της εποχής. Η «ανανεωτική μεταμόρφωση», όπως την αποκαλούν οι μελετητές, ενός διάσημου έργου, είχε ως στόχο την εξυπηρέτηση των σκοπών του συγγραφέα του δεύτερου έργου ή της ομάδας στην οποία αυτός ανήκε. Αυτό ακριβώς υποστηρίζουν αρκετοί μελετητές πως συνέβη και με την περίπτωση των χριστιανικών Ευαγγελίων.
Χάρη στην τεχνική της μιμήσεως, κατά τα ελληνορωμαϊκά χρόνια, κατάφεραν να ευδοκιμήσουν αλλά και να εξαπλωθούν νέα φιλοσοφικά ρεύματα, θρησκείες και κινήματα, καταστρέφοντας συχνά τα υπόβαθρα στα οποία είχαν στηριχθεί οι προκάτοχοί τους.
Κεντρικός ήρωας: Η αιχμή του δόρατος
Ο Dennis MacDonald παρουσιάζει στο βιβλίο του «Το κατά Μάρκον ευαγγέλιον και τα Ομηρικά έπη» όλους τους κοινούς τόπους που έχει εντοπίσει ανάμεσα στο πρώτο ευαγγέλιο του Μάρκου και το Ομηρικό έπος της Οδύσσειας. Με λίγα λόγια υποστηρίζει ότι ο Μάρκος (ή τέλος πάντων το πρόσωπο που βρίσκεται πίσω από τη συγγραφή του Κατά Μάρκον ευαγγελίου) προσπάθησε να κατασκευάσει ένα ιουδαϊκό Έπος, που είχε τη βάση του στην Οδύσσεια, παρουσιάζοντας όμως τους ήρωες της δικής του ιστορίας περισσότερο ισχυρούς από αυτούς του Ομηρου!
Ο MacDonald επισημαίνει μια σειρά από ομοιότητες που παρουσιάζουν τα δύο έργα, όπως για παράδειγμα το ότι και οι δύο ήρωες (ο Ιησούς και ο Οδυσσέας) βασανίστηκαν: ο μεν Οδυσσέας από πλάσματα μυθικά όπως η Χάρυβδη, αλλά και η Καλυψώ και η Κίρκη, ο δε Ιησούς από δαίμονες, δαιμονισμένους αλλά και τους εξουσιαστές της εποχής του. Και οι δύο ταξίδευαν με συντρόφους ανίκανους να αντέξουν τα δεινά που περνούσαν, ενώ καταλήγουν να επιστρέφουν στο σπίτι τους για να το βρουν γεμάτο αντιπάλους έτοιμους να τους σκοτώσουν. Γίνονται και οι δύο υποκείμενα φροντίδας μυροφόρων γυναικών, ενώ αμφότεροι γεύονται το δείπνο μαζί με τους συντρόφους τους πριν την κάθοδο στον Αδη. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός πως σε ότι αφορά τον θάνατο του Ιησού, ο Μάρκος αφήνει την Οδύσσεια και βασίζεται στην Ιλιάδα και τον μαρτυρικό θάνατο του Εκτορα.
Μαθητές και σύντροφοι, βίοι παράλληλοι
Πιο αναλυτικά, η ομοιότητα που παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον είναι η υπεροχή των δύο κεντρικών προσώπων, Οδυσσέα και Ιησού, η οποία αναδεικνύεται χωρίς ιδιαίτερο κόπο, μέσα από τις ίδιες τις περιστάσεις που κάνουν τους συντρόφους και των δύο να φαίνονται κατώτεροι. Το ευαγγέλιο του Μάρκου, είναι αυτό που περισσότερο από τα άλλα παρουσιάζει τους 12 μαθητές ως κατ’ ουσίαν άπιστους –αφού όταν είδαν τον δάσκαλό τους να περπατάει πάνω στο νερό τον αμφισβήτησαν-, βαθειά φοβητσιάρηδες και δειλούς –όντας ψαράδες φοβούνταν τις τρικυμίες και δεν ήξεραν πώς να αντιδράσουν- αλλά και με περιορισμένη αντίληψη, αφού όταν, σύμφωνα με τον ευαγγελιστή, ο Ιησούς επιχείρησε να τους εξηγήσει το μυστήριο της βασιλείας του Θεού, χρειάστηκε να τους το επαναλάβει πολλές φορές. Αυτή η επιτηδευμένη ίσως ολιγωρία των μαθητών, φαίνεται επίσης από το γεγονός ότι συχνά διαπληκτίζονταν για το ποιος είναι ο καλύτερος και ο πιο αγαπητός του δασκάλου τους, αμελώντας την ουσία της πίστης τους. Οι σύντροφοι του Οδυσσέα από την άλλη πλευρά, είχαν περίπου τα ίδια χαρακτηριστικά. Αποδείχθηκαν ανόητοι, δειλοί, αγόμενοι από πάθη και αδυναμίες, στα οποία μόνο ο Οδυσσέας είχε το σθένος να αντισταθεί. Ο Ομηρος τους παρουσιάζει ως σκληροτράχηλους, αλλά και φυγόπονους, εξαιτίας των πολλών δεινών που είχαν περάσει στην εκστρατεία τους. Οι παράλληλες αυτές πορείες των μαθητών του Ιησού και των συντρόφων του Οδυσσέα γίνονται εμφανείς σε όλη την έκταση των κειμένων.
Μελετώντας προσεκτικά την εργασία του MacDonald, προκύπτουν ερωτηματικά τα οποία αναζητούν σαφείς απαντήσεις. Για παράδειγμα, πώς ένας απλοϊκός και αγράμματος ψαράς καταφέρνει να κατανοήσει την ομηρική γλώσσα, πετυχαίνοντας μάλιστα να εργαστεί πατώντας πάνω της; Η ερώτηση αυτή εγείρει νέες απορίες αναφορικά με τους πραγματικούς δημιουργούς των Ευαγγελίων και εν γένει των ιερών πρωτοχριστιανικών κειμένων. Ομως αυτό είναι ένα ζήτημα το οποίο αδυνατούμε να αναπτύξουμε εδώ λόγω του περιορισμένου χώρου.
Οι πηγές του Μάρκου και η ηγεμονία του Ομήρου
Ο MacDonald (αλλά και οι σύμφωνοι με αυτόν θρησκειολόγοι και ιστορικοί) έχοντας σχολαστικά προβεί σε συγκριτική μελέτη του κατά Μάρκον ευαγγελίου με πλήθος έργων από την ελληνική και λατινική γραμματεία των πρώτων μ.α.χ.χ αιώνων, καταλήγει σε ορισμένες ιδιαίτερα διαφωτιστικές παρατηρήσεις, σύμφωνα με τις οποίες ο Μάρκος έχει κάνει μια καταφανή προσπάθεια να διαμορφώσει το ιστορικό πρόσωπο του Ιησού, μέσα από μια σειρά χαρακτηριστικών αλλά και βιωμάτων, που κατάφεραν να τοποθετήσουν τον ομηρικό Οδυσσέα στο πάνθεον των σπουδαίων ανδρών της ιστορίας. Η οπτική που εισάγει ο MacDonald δεν σταματά στο πρώτο συνοπτικό ευαγγέλιο, καθώς όπως ο ίδιος επισημαίνει, οι αρχικές του παρατηρήσεις περί μιμήσεως βασίστηκαν στις πράξεις των Αποστόλων, κάθε μια από τις οποίες αντιστοιχούσε σε κάποια σκηνή από την ελληνική μυθολογία!
Σε ότι αφορά τον Μάρκο, η έρευνα του καθηγητή τον οδήγησε στο συμπέρασμα πως ο ευαγγελιστής βασίστηκε όχι μόνο σε ένα, αλλά σε περισσότερα φιλολογικά είδη και πάνω σε μια μεγάλη ποικιλία κειμένων, όπως ιουδαϊκά μαρτυρολόγια, κείμενα του Πλάτωνα, Ελληνες τραγωδούς, μυθιστορηματικά κείμενα των πρώτων αιώνων αλλά και βιογραφίες. Τείνει δε, να καταλήξει στο ότι ο Μάρκος ξεκίνησε την εργασία του με σκοπό να συγγράψει την βιογραφία του Ιησού, ιδέα όμως την οποία εγκατέλειψε γρήγορα, όταν αντιλήφθηκε την αναξιοπιστία και την ολιγωρία των πηγών που είχε στην διάθεση του.
Ο λόγος που προχώρησε σε αυτή την «ανανεωτική μεταμόρφωση» ήταν σαφώς η αδιαμφισβήτητη κυριαρχία του Ομήρου στην αρχαία παιδεία. Οι νέοι μάθαιναν αλφάβητο μέσα από τα έπη του μεγάλου ραψωδού και μόνο όταν αποκτούσαν καλή γνώση των δύο επών τους επιτρεπόταν να προχωρήσουν σε άλλα βιβλία. Οπως χαρακτηριστικά έχει γράψει ο Πλάτωνας, που δεν ήταν και ιδιαίτερα φιλικά προσκείμενος προς τον Ομηρο «…ήταν ο ποιητής που μόρφωσε την Ελλάδα», ενώ δεν θα ήταν υπερβολικό να πούμε πως τα έπη αντιμετωπίζονταν στον αρχαίο κόσμο ως η θρησκευτική, πολιτιστική και ιστορική εγκυκλοπαίδεια της εποχής.
Και άλλες ομηρικές μιμήσεις
Ο Μάρκος, άλλωστε, δεν ήταν ο μόνος που αποφάσισε να μιμηθεί με το έργο του τον Ομηρο. Οπως έχει γράψει ο συγγραφέας και μουσικός Αριστείδης ο Κοϊντιλιανός «…μεγαλύτερος στόχος του δημιουργού είναι η μίμηση καθώς εξίσου σημαντικό με το να έχει κανείς την πρωτότυπη έμπνευση είναι να αναπαράγει οτιδήποτε έχει εφαρμοστεί με επιτυχία στο παρελθόν». Στην λογική αυτή λοιπόν, τα έπη ακολούθησαν έργα όπως τα «Αργοναυτικά» του Απολλώνιου του Ρόδιου, η «Αινειάδα» του Βιργίλιου, τα «Διονυσιακά» του Νόννου του Πανοπολίτη, αλλά και μερικά ιουδαϊκά ποιήματα όπως το «Περί Ιουδαίων» του Θεόδοτου. Σε γενικές γραμμές πάντως, η Οδύσσεια κρατάει τα σκήπτρα, ως το πιο δημοφιλές έργο του αρχαίου κόσμου, αφού δημιουργήθηκαν με βάση αυτήν, λογοτεχνικά μορφώματα διαφορετικού είδους (από ποίημα σε πεζό), ύφους (από σοβαρό σε σατιρικό ή αστείο) αλλά και χωροχρονικών συνθηκών. Τέλος έγινε σημείο αναφοράς και μέσο εξύμνησης και εγκαθίδρυσης αξιών, κάτι που διατήρησαν τα εμπνευσμένα από αυτήν έργα, καθώς κατάφερναν να καθιερώνουν αξίες με την ίδια επιτυχία που το έκανε και το πρωτότυπο έργο, ακόμα και αν εκ πρώτης όψεως δεν εμφάνιζαν έναν «ομηρικό» χαρακτήρα.
Σύμφωνα με τον MacDonald, οι εμφανείς όσο και συγκαλυμμένες μιμήσεις του Μάρκου είναι αποκαλυπτικές της ανωτερότητας του Ομήρου. Για τον Αμερικανό καθηγητή, ο πρώτος ευαγγελιστής, μετέτρεψε το έπος σε πεζό λόγο, επικαιροποίησε το ομηρικό λεξιλόγιο και επανατοποθέτησε τα επεισόδια στον τόπο και τον χρόνο, σε μια όχι άκοπη διαδικασία, αφού δεν αρκέστηκε στο να ντύσει τον δικό του ήρωα με τα χαρακτηριστικά των επιφανών ανδρών του Ομήρου, αλλά έκανε μια προσπάθεια –και σε κάποιο βαθμό πέτυχε- να παρουσιάσει τον Ιησού ως πιο σπλαχνικό, πιο ευγενή και πιο σκληραγωγημένο από τον Οδυσσέα, καταναλώνοντας παράλληλα πολύ ενέργεια ώστε να συγκαλύψει το λογοτεχνικό του «δάνειο».
Υπάρχει κάποια βάση άραγε σε όλα αυτά; Η έρευνα στα ερευνητικά πεδία της αρχαίας λογοτεχνίας, της συγκριτικής μυθολογίας, αλλά και του Μυθικισμού, συνεχίζεται με αμείωτη ένταση, ρίχνοντας περισσότερο φως στο ομιχλώδες αίνιγμα της γέννησης της νέας θρησκείας 2.000 περίπου χρόνια πριν από σήμερα.
Ο «αιρετικός» καθηγητής
Ο Dennis Ronald MacDonald είναι καθηγητής της Καινής Διαθήκης στη Θεολογική Σχολή Claremont στην Καλιφόρνια και έχει γίνει γνωστός για τις ανατρεπτικές του θεωρίες. Εκτός από την ένταξη και χρήση του ρητορικού εργαλείου του ρομαντισμού –την μίμηση- στο σύμφωνα με την επικρατούσα θεωρία πρώτο ευαγγέλιο, αυτό του Μάρκου, αλλά και τις πράξεις των Αποστόλων, και τον εντοπισμό των κοινών τόπων τους με τα Ομηρικά έπη, ο MacDonald ασχολείται και με άλλα ζητήματα που άπτονται της ουσίας και της βάσης του χριστιανισμού
Ενα ακόμα εξαιρετικό πόνημά του, είναι η μελέτη των Συνοπτικών ευαγγελίων, αναδεικνύοντας το πρόβλημα που υπήρχε με τα κοινά τους σημεία αλλά και τις πηγές τους. Σύμφωνα τόσο με τον MacDonald, αλλά και άλλους μελετητές, το ευαγγέλιο του Μάρκου παρουσιάζει αρκετές ομοιότητες με τα επόμενα δύο συνοπτικά, του Ματθαίου και του Λουκά, παρ’ όλα αυτά στα τελευταία εντοπίζονται σημαντικά πρωτότυπα χωρία τόσο σε σχέση με το ευαγγέλιο του Μάρκου, όσο και μεταξύ τους. Πρόκειται για ένα 25% της ύλης τους που παρουσιάζει σημαντικές διαφορές στην πλοκή, γεγονός που ενισχύει την πεποίθηση για την ύπαρξη μιας πρωταρχικής, άγνωστης σήμερα πηγής (οι ειδικοί την ονομάζουν Q), από την οποία εμπνεύστηκαν την ιστορία τους οι συγγραφείς των Ευαγγελίων. Ο MacDonald έχει μεταξύ αυτών γράψει πολλά ακόμα βιβλία, άρθρα και συγκριτικές λογοτεχνικές εργασίες, ενώ είναι και συνδιευθυντής στο Ινστιτούτο «Antiquity and Christianity» του Claremont.
Σημείωση: Κεντρική πηγή για τη συγγραφή του δημοσιογραφικού αυτού άρθρου στα “Φαινόμενα” του Ελ. Τύπου, αποτέλεσε το βιβλίο του καθηγητή Dennis MacDonald, “Τα Ομηρικά Έπη και το κατά Μάρκον ευαγγέλιο” (εκδ. Κάκτος).