Καθώς το Ρεύμα των Μυθικιστών έχει αρχίσει να προβάλλεται και να συζητιέται έντονα στην χώρα μας, κάθε παρακολούθηση και μελέτη της μυθολογίας – της μυθολογικής ιστορίας που προχωρά παράλληλα με τις θρησκευτικές πεποιθήσεις των λαών – είναι εύκολο πλέον να οδηγήσει σε ανάλογους συσχετισμούς και παράλληλες σκέψεις.
Του Δημήτρη Αργασταρά
Πριν από αρκετούς μήνες, καθώς διάβαζα έναν τόμο σχετικά με την ελληνική μυθολογία, συνάντησα δύο εικόνες – σε αυτές μόνο θα σταθώ τώρα, σε αυτό το άρθρο – που με προβλημάτισαν. Το θέμα τους είναι καθαρά παρμένο από την ελληνική μυθολογία, αλλά η ομοιότητα της δεύτερης με μια γνωστή θρησκευτική απεικόνιση ήταν πολύ χαρακτηριστική, ενώ μια προσεκτική ματιά και στην πρώτη μπορούσε να προκαλέσει μια ανάλογη αποκάλυψη. Άραγε, μπορούσε στ’ αλήθεια να υπάρχει κάποια σχέση ανάμεσα σε αυτές τις αναπαραστάσεις και στην καινούρια, αναδυόμενη εκείνη την εποχή, χριστιανική θρησκεία ; Και αν ναι, μέσα από ποιά δαιδαλώδη μονοπάτια μπορούμε να ανιχνεύσουμε αυτόν τον ‘‘συγκρητισμό’’ ;
Η πρώτη εικόνα χρονολογείται την εποχή του Βεσπασιανού (69-79 μ.α.χ.χ) και είναι μια τοιχογραφία από την Νεάπολη (προφανώς το ‘‘θέμα’’ της ανήκει σε μια γενικότερη διάδοση και οπτική και μπορούμε να την φανταστούμε πολλαπλασιασμένη σε πολλά αντίτυπα και παραλλαγές) :
Στην λεζάντα της εικόνας διαβάζουμε την φράση : «Ανάμεσα στο πλήθος των Ελλήνων ηρώων, ο Ηρακλής και ο Θησέας ήταν οι πιο ονομαστοί και κοσμαγάπητοι, αφού σε ολόκληρη την ζωή τους μοχθούσαν για το καλό των συνανθρώπων τους». Ο Ηρακλής είναι φυσικά ο ημίθεος, ο καρπός του Δία με μία θνητή, που ζει όμως ανάμεσα στους ανθρώπους, αναλαμβάνει αποστολές και τους βοηθά, ενώ το τέλος της επίγειας ζωής του δεν στερείται τραγικότητας. Ο Θησέας, από την άλλη, είναι το βασιλόπουλο, ο υιός του Βασιλιά, που αναλαμβάνει την αποστολή να σώσει τους νέους και τις νέες της Αθήνας από τον ζυγό της υποτέλειας και του θανάτου. Θα κατέλθει στον λαβύρινθο, θα κινήσει τον Μινώταυρο, και θα ανέλθει πάλι επάνω απελευθερωτής.
Η λεζάντα συνεχίζει ως εξής : «Στην εικόνα προβάλει με νεανική αλκή και στοχαστική περηφάνια για την νίκη του κατά του Μινώταυρου η ευγενική μορφή του Θησέα. Τα παιδιά της Αθήνας περιστοιχίζουν τον ήρωα για να του εκφράσουν ευλαβικά την ευγνωμοσύνη τους και να περιεργαστούν το αδηφάγο τέρας που ως εκείνη την στιγμή απειλούσε την ζωή τους».
Πράγματι, το βλέμμα του Θησέα στην εικόνα χαρακτηρίζεται από μια στοχαστική αγωνία – θα λέγαμε εμείς –, χαρακτηριστική μάλλον της συνειδητοποίησης του αγώνα που έχει δώσει και της έντασης που έχει περάσει, ενώ στις δύο πλευρές του – ένα παιδί έχει πέσει στα πόδια του (!) και ένα άλλο του κρατά με ευγνωμοσύνη το χέρι – έχουν προστρέξει οι αντιπρόσωποι του ανθρώπινου γένους που έχει σώσει με την πράξη του. Λίγο πιο πέρα, στέκονται και μερικοί άλλοι που κοιτούν με θαυμασμό και περιέργεια.
Η εικόνα αυτή θα μπορούσε να θεωρηθεί μια ιδιαίτερη απεικόνιση της συγκεκριμένης στιγμής της μυθικής ιστορίας, αλλά θα μπορούσε να θεωρηθεί ακόμη πιο ιδιαίτερη και χαρακτηριστική αν την αντιπαραβάλλουμε με αντίστοιχες χριστιανικές. Όπως οι παρακάτω :
Στις παραπάνω εικόνες, ο Ιησούς εξέρχεται από τον Κάτω Κόσμο, ο οποίος παρουσιάζεται σκοτεινός και σπηλαιώδης, στις δύο πλευρές κρατά τους εκπροσώπους του ανθρώπινου γένους που σώζει, συνήθως το βλέμμα του κοιτά στοχαστικά μακριά, ενώ χαρακτηριστικά στην τρίτη εικόνα παρουσιάζεται ο Άδης, τον οποίο ο Ιησούς κατανίκησε, πεσμένος και αλυσοδεμένος. Μπορούμε άραγε να διακρίνουμε κάποια συγγένεια ανάμεσα στις δύο αναπαραστάσεις ; Και αν ναι, τί σημαίνει αυτό ;
Η δεύτερη εικόνα που είδα σε εκείνο το βιβλίο – όπως έγραψα και παραπάνω – είναι εκείνη που μου έκανε πρώτη ‘‘κλικ’’, καθώς η ομοιότητα της με εκείνη στην οποία με παρέπεμπε είναι νομίζω μεγαλύτερη. Χρονολογείται στον τρίτο μεταχριστιανικό αιώνα – η εποχή των αναπαραστάσεων δεν αναφέρεται τυχαία – και έχει βρεθεί στην Πάφο.
Η λεζάντα γράφει : «Οι αρχαίοι ελληνικοί μύθοι, παρά τις αντιδράσεις ήδη από την αρχαιότητα των ηθικολόγων και των ορθολογιστών, παρά την πολεμική των πρώτων χριστιανών, ρίζωσαν βαθιά στην σκέψη των ελλήνων…» Και όλου του τότε ελληνιστικού κόσμου, θα προσθέταμε εμείς. «Ηλέκτρισαν επί αιώνες και δεν έπαψαν να συγκινούν ακόμα και όταν ο χριστιανισμός πήρε την θέση της ειδωλολατρικής θρησκείας. Στην ψηφιδωτή αυτή αναπαράσταση, εικονίζεται ο φόνος του Μινώταυρου από τον Θησέα. Ο Λαβύρινθος, η Αριάδνη που παρακολουθεί από ψηλά, ο Μινώταυρος και η Κρήτη, το νησί του, εικονίζονται προσωποποιημένοι».
Ας προσέξουμε την φράση «δεν έπαψαν να συγκινούν ακόμα και όταν ο χριστιανισμός πήρε την θέση της ειδωλολατρικής θρησκείας». Τί μπορεί να μας θυμίζει όμως η παραπάνω εικόνα ; Όσο κι αν φαίνεται παράξενο, αυτό που μου έκανε το ‘‘κλικ’’ είναι η λεπτομέρεια της κυματίζουσας μπέρτας του Θησέα.
Η εικόνα του Θησέα που σκοτώνει τον Μινώταυρο, από τον τρίτο μεταχριστιανικό αιώνα, θυμίζει πολύ τις αντίστοιχες αναπαραστάσεις του Μίθρα καθώς σφάζει τον ταύρο !
Παραπάνω βλέπουμε την ίδια κίνηση, την ίδια κυματίζουσα μπέρτα, περιτριγυρισμένη από προσωποποιημένες μορφές.
Ο Μιθραϊσμός ήταν μια ταχύτατα μεταδιδόμενη θρησκεία εντός της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, ενώ «οι ειδικοί υποστηρίζουν ότι ο Μίθρας ήταν ο κυριότερος ‘‘ανταγωνιστής’’ του Ιησού στην αυτοκρατορία, παρουσιάζοντας μάλιστα πάμπολλες ομοιότητες με τον πρωταγωνιστή της νέας θρησκείας, έως την στιγμή που ο Κωνσταντίνος αποφάσισε να ανακηρύξει τον χριστιανισμό ως επίσημη θρησκεία της επικράτειάς του»*.
Λοιπόν, μπορεί η ομοιότητα ανάμεσα στις παραπάνω εικόνες να είναι τυχαία ; Τί σχέση μπορεί να έχει ο μύθος του Θησέα με τον Μιθραϊσμό και την χριστιανική θρησκεία, τουλάχιστον στο κομμάτι της εικονοποιίας τους και της μυθικής τους πρόσληψης ; Μπορούμε να θεωρήσουμε ότι υπάρχουν εδώ κάποιες ξεκάθαρες εξαρτήσεις, μυθικές συγγένειες και συγκοινωνούντα ‘‘δοχεία’’ μέσα από τα οποία το θρησκευτικό συναίσθημα των ανθρώπων προσπαθεί να εκφραστεί και να αποτυπωθεί ;
Παραπάνω αναφέρθηκε και ο χρονικός προσδιορισμός αυτών των απεικονίσεων επειδή πιστεύω πως παίζει κάποιο ρόλο στον τρόπο της αποτύπωσης των εικόνων. Οι αρχαίοι ελληνικοί μύθοι και οι ‘‘εικόνες’’ τους παρουσιάζουν μια διαχρονική αντοχή, αλλά κάθε εποχή τους προσέδωσε το δικό της χαρακτηριστικό χρώμα. Ο μύθος του Θησέα έχει την καταγωγή του στην προ-κλασσική και στην κλασσική αρχαιότητα και αναφέρεται προφανώς στα κατορθώματα ενός νεαρού ήρωα – από τους τόσους που περιλαμβάνει η ελληνική μυθολογία και ιστορία – που αντιμετωπίζει ένα τρομερό τέρας και σώζει – λυτρώνει – τους ανθρώπους που απειλούνταν από αυτό. Ο ίδιος ο μύθος πιθανότατα ‘‘κάλυπτε’’ συγχρόνως και μια ιστορία πολιτικής υποτέλειας της Αθήνας προς την Μινωική Κρήτη (όπως και ο μύθος της αρπαγής της Ελένης και του Τρωικού πολέμου αντιστοιχεί πιθανότατα σε μια ανάλογη εκστρατεία με οικονομικά κίνητρα).
Όμως, οι μύθοι έχουν βαθιές απηχήσεις μέσα στις ψυχές των ανθρώπων και παρουσιάζουν ισχυρές αντοχές μέσα στον χρόνο, ακόμη κι αν μεταλλάσσονται σε κάποιο βαθμό ανάλογα με τις ανάγκες της κάθε εποχής. Επίσης, υπάρχουν εποχές που φέρουν το δικό τους Πνεύμα – κάποια στιγμή, στα χρόνια του Μεσαίωνα, αναπτύχθηκε ο ιπποτισμός και το ρομαντικό κίνημα (η τέχνη των προ-ραφαηλιτών), στην Αναγέννηση είχαμε την εκ νέου ανακάλυψη της κλασικής αρχαιότητας και τα κινήματα του ‘‘ανθρωπισμού’’ και του ‘‘ορθού λόγου’’.
Μια τέτοια μεγάλη συνειδησιακή αλλαγή έλαβε χώρα και κατά τους πρώτους μετα-χριστιανικούς αιώνες, όπου στην ανατολική μεσόγειο έχουμε έναν αναβρασμό συγκρητισμού ανάμεσα στις φιλοσοφίες και τις θρησκευτικές πεποιθήσεις – είναι η εποχή της ‘‘παγκοσμιοποίησης’’ μέσα στην μεγάλη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, η εποχή των περιφερόμενων μάγων και προφητών, με τις περί αυτών φημολογίες να δημιουργούν και την ‘‘εικόνα’’ του ελληνιστικού αντίστοιχου του Ιησού, του Απολλώνιου του Τυανέα. Και οι δύο παραπάνω απεικονίσεις του μύθου του Θησέα χρονολογούνται ακριβώς εκείνη την εποχή και είναι νομίζω χαρακτηριστικός ως προς αυτό ο τρόπος με τον οποίο τις αποτυπώνουν οι δημιουργοί τους…
Τί συνέβη στην ανθρωπότητα εκείνα τα πρώτα μετα-χριστιανικά χρόνια ; Ποιό ήταν εκείνο το ‘‘Πνεύμα του Χρόνου’’ που πέρασε πάνω από τον τότε πολιτισμένο κόσμο και ‘‘ανακάτεψε’’ πεποιθήσεις και δοξασίες αιώνων συσκευάζοντάς τες τελικά μέσα στο ‘‘δοχείο’’ του νέου χριστιανικού μύθου ;
Σε κάθε περίπτωση, η ανακάλυψη των παραπάνω δύο απεικονίσεων και η αποκάλυψη του συσχετισμού τους με τις αντίστοιχες Μιθραϊκές και Χριστιανικές απεικονίσεις έριξε στις έρευνές μου γύρω από όλα αυτά ένα νέο φως και οδήγησε τους προβληματισμούς μου σε νέες κατευθύνσεις. Και μάλλον με έφεραν πιο κοντά στα κεντρικά ερωτήματα που θέτει ο Μυθικισμός σχετικά με «τις ομοιότητες που παρουσιάζουν οι ιστορίες για τον ιδρυτή του χριστιανισμού με άλλες προχριστιανικές θεότητες της Μεσογείου, τα παγανιστικά στοιχεία του χριστιανισμού ή τον τρόπο με τον οποίο εξαπλώθηκε η νέα θρησκεία κατά τους μεταχριστιανικούς αιώνες…»*
*Αποσπάσματα από το βιβλίο του Μ. Παπαγεωργίου ‘‘Το πρόβλημα της ιστορικότητας του Ιησού – Το Ρεύμα των Μυθικιστών’’ (εκδ. Δαιδάλεος).