Τις τελευταίες δεκαετίες έχει ανοίξει στο εξωτερικό μια τεράστια συζήτηση αναφορικά με την ομιχλώδη περίοδο μέσα στην οποία γεννήθηκε ο χριστιανισμός. Εχουν προταθεί δεκάδες θεωρίες και υποθέσεις από ακαδημαϊκούς και ειδικούς ερευνητές, που βάζουν στο μικροσκόπιο της ιστορικής έρευνας τα γεγονότα που περιγράφονται στην Καινή Διαθήκη. Μια από τις θεωρίες που έχουν κεντρίσει το ενδιαφέρον του κοινού αφορά και την Ρωμαϊκή καταγωγή του χριστιανισμού.
Του Γιώργου Αδαμόπουλου
Βρισκόμαστε στο σωτήριο έτος 66 μ.α.χ.χ (μετά την απαρχή της χριστιανικής χρονολόγησης) και η πανίσχυρη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία βρίσκεται σε αναβρασμό. Δύο μόλις χρόνια πριν η Ρώμη είχε καταστραφεί σχεδόν ολοκληρωτικά από μια πυρκαγιά, ενώ μερικές χιλάδες χιλιόμετρα στα Ανατολικά, στην επαρχία της Ιουδαίας, οι κάτοικοι εξεγείρονται ενάντια στο Ρωμαϊκό ζυγό, απαιτώντας την αυτονομία τους. Αν και δεν ήταν η πρώτη φορά που οι Ιουδαίοι εξεγείροντο κατά της Ρώμης (βλ. Επανάσταση Ιακώβου και Σίμωνα 46-48 μ.α.χ.χ), επρόκειτο για τη μεγαλύτερη ως τότε εξέγερση, με περισσότερους από 100.000 κατοίκους της Ιουδαίας να παίρνουν τα όπλα.
Πνίγοντας στο αίμα την επανάσταση
Την άνοιξη του 67 μ.α.χ.χ, ο Αυτοκράτορας Νέρων αποφασίζει να ασχοληθεί σοβαρά με το Ιουδαϊκό «πρόβλημα» και στέλνει στην επαρχία το στρατηγό Βεσπασιανό, προκειμένου να καταστείλει την επανάσταση. Ο Βεσπασιανός, με υπαρχηγό το γιο του Τίτο, αποβιβάζεται στη Δυτική Γαλιλαία τον Απρίλιο του 67, με μια δύναμη 60.000 ανδρών. Ο Ιουδαικός Βορράς περνιέται από φωτιά και σίδερο και μέχρι το Νοέμβριο του ίδιου χρόνου, ολόκληρη η Γαλιλαία ανακαταλαμβάνεται από τις Ρωμαϊκές λεγεώνες. Τίτος και Βεσπασιανός στρέφουν πλέον την προσοχή τους στην Ιερουσαλήμ, προπύργιο των επαναστατών και πρωτεύουσα της επαρχίας.
Ενώ όμως οι μάχες συνεχίζονται στην Ιουδαία, πίσω στη Ρώμη τα γεγονότα παίρνουν μια απροσδόκητη τροπή. Στα μέσα του 68 μ.α.χ.χ, η Σύγκλητος ανακηρύσσει τον αυτοκράτορα Νέρωνα «εχθρό της Ρώμης» και τον καταδικάζει σε θάνατο. Ακούγοντας την είδηση, ο Νέρωνας αυτοκτονεί και η Ρώμη εισέρχεται σε μια περίοδο πολιτικής αναταραχής και εμφυλίων συγκρούσεων. Οι εχθροπραξίες στην Ιουδαία σταματούν προσωρινά και ο Βεσπασιανός, που τύγχανε ευρείας αποδοχής τόσο στις λεγεώνες του όσο και στις Ανατολικές επαρχίες της Αυτοκρατορίας, αποφασίζει να διεκδικήσει το θρόνο και αποχωρεί από την Ιουδαία, αφήνοντας τον γιο του Τίτο να καταστείλει την επανάσταση. Τελικά, ο Βεσπασιανός κατατροπώνει τους αντιπάλους του και ανακηρύσσεται Αυτοκράτορας το Δεκέμβριο του 69 μ.α.χ.χ, ιδρύοντας παράλληλα τη δυναστεία των Φλάβιων.
Μετά την επικράτηση του Βεσπασιανού, οι εχθροπραξίες ξεκινούν και πάλι στην Ιουδαία. Το Μάρτιο του 70 μ.α.χ.χ, ο Τίτος περικυκλώνει την Ιερουσαλήμ και ξεκινά την πολιορκία της πόλης, την οποία υπερασπίζονται περισσότεροι από 20.000 άντρες. Μέχρι το τέλος του χρόνου η πόλη πέφτει στα χέρια των Ρωμαίων και πυρπολείται. Δεκάδες χιλιάδες Ιουδαίοι σκοτώνονται κατά τη διάρκεια της πολιορκίας ή πωλούνται ως σκλάβοι, ενώ ο περίφημος Δεύτερος Ναός του Σολομώντα, που μετρούσε ήδη μισή χιλιετία ζωής, καταστρέφεται ολοσχερώς. Η επανάσταση των Ιουδαίων είχε πνιγεί στο αίμα.
Το πρόβλημα παραμένει
Τον Ιούνιο του 71 μ.α.χ.χ, Τίτος και Βεσπασιανός διοργάνωσαν θρίαμβο στη Ρώμη, με αφορμή τη νίκη τους επί των Ιουδαίων. Επρόκειτο για μια σπουδαία νίκη, καθώς από το ξεκίνημα της Pax Romana στη Μεσόγειο, κανείς άλλος λαός δεν είχε αγωνιστεί με τόσο σθένος κατά της Ρωμαϊκής κατοχής. Καθοριστικό ρόλο στη συνεχόμενη ανυπακοή των Ιουδαίων προς τους Ρωμαίους έπαιξαν οι Ζηλωτές και οι υποστηρικτές τους, που πρέσβευαν ότι μονάχα ο Θεός μπορεί να κυβερνά τους Ισραηλίτες, αλλά και η μεσσιανική πεποίθηση των Ιουδαίων ότι ένας Μεσσίας-στρατηλάτης απεσταλμένος του Θεού θα στελνόταν για να σώσει τον περιούσιο λαό του από τους κατακτητές Ρωμαίους.
Οταν λοιπόν ο Τίτος και ο Βεσπασιανός κατέπνιγαν την επανάσταση και εξουδετέρωναν τις τελευταίες εστίες αντίστασης στην Ιουδαία, γνώριζαν πολύ καλά πως η νίκη τους ήταν προσωρινή και πως μια νέα εξέγερση ήταν απλώς θέμα χρόνου. Ποιά ήταν η λύση που έδωσαν στο πρόβλημα;
Η εφεύρεση μιας θρησκείας;
Σύμφωνα με τον Joseph Atwill και το βιβλίο του «Caesar’s Messiah – The Roman Conspiracy to Invent Jesus», το σχέδιο των Φλαβίων για τον τερματισμό των Ιουδαϊκών εξεγέρσεων ήταν να «δώσουν» στους Ιουδαίους αυτό ακριβώς που περίμεναν: έναν Μεσσία, απεσταλμένο του ίδιου του Θεού, που δε θα στρεφόταν ενάντια στη Ρωμαϊκή εξουσία, αλλά θα προωθούσε το «Απόδοτε τα του Καίσαρος τω Καίσαρι» και «όταν σε χτυπούν γύρισε και το άλλο μάγουλό σου»: τον Ιησού Χριστό!
Με άλλα λόγια, ο Atwill υποστηρίζει πως ο Ιησούς δεν υπήρξε ως ιστορικό πρόσωπο, αλλά ήταν απλώς μια επινόηση της δυναστείας των Φλάβιων αυτοκρατόρων της Ρώμης, προκειμένου να χειραγωγηθεί ο λαός των Ιουδαίων και να σταματήσει να εξεγείρεται κατά της Ρώμαϊκής κυριαρχίας. Ετσι, σύμφωνα πάντα με τον Atwill, οι Φλάβιοι κατάφεραν κάτι μοναδικό: δημιούργησαν ένα Θεό και κατ’ επέκταση μια ολόκληρη θρησκεία και εκμεταλλευόμενοι την ήδη προϋπάρχουσα «λατρεία του αυτοκράτορα», συνέγραψαν και διέδωσαν τα Ευαγγέλια, έτσι ώστε να μπορέσουν να ελέγξουν πλήρως τους «ανυπότακτους» Ιουδαίους.
Ακούγοντας την και μόνο, η θεωρία του Atwill μοιάζει εξωφρενική και, παραφράζοντας τον Καρλ Σαγκάν, για να γίνει αποδεκτή απαιτεί αδιάσειστες αποδείξεις. Προσφέρει κάτι τέτοιο ο Atwill στο «Caesar’s Messiah» του; Υπάρχει τελικά κάποια βάση στην εν λόγω θεωρία;
Ιώσηπος και Ευαγγέλια στο μικροσκόπιο
Σχεδόν ολόκληρη η θεωρία του Atwill βασίζεται στην παραδοχή ότι τα Ευαγγέλια δεν αποτυπώνουν μια σειρά ιστορικών γεγονότων που έλαβαν χώρα κατά τον πρώτο μεταχριστιανικό αιώνα, αλλά αποτελούν μια μυθιστορηματική διήγηση που βασίζεται στην ίδια τη ζωή του Τίτου και συγκεκριμένα στην εκστρατεία του κατά των Ιουδαίων. Μέσα σε δεκάδες σελίδες, ο Atwill συγκρίνει τα όσα περιγράφουν τα Ευαγγέλια με τα όσα κατέγραψε ο Ιουδαίος –και προστατευόμενος των Φλαβίων- ιστορικός Ιώσηπος στο έργο του «Ιουδαϊκός Πόλεμος», που εξιστορεί την εκστρατεία του Τίτου στην Ιουδαία, βρίσκοντας δεκάδες παρόμοια και παρεμφερή γεγονότα.
Για παράδειγμα, ο Ιησούς ξεκινά το έργο του από τη Γαλιλαία, ενώ ο Τίτος ξεκινά από εκεί την εκστρατεία του. Στα Γάδαρα ο Ιησούς εκδιώχνει μια Λεγεώνα δαιμόνων από ένα δαιμονισμένο και τους οδηγεί σε μια αγέλη χοίρων, η οποία τελικά πνίγεται στη λίμνη, ενώ στον ίδιο τόπο ο Τίτος συντρίβει μια ομάδα επαναστατών που αναγκάζεται να πέσει στη λίμνη για να σωθεί. Χαρακτηριστικός είναι επίσης και η απόπειρα παραλληλισμού της Σταύρωσης: ο Ιησούς σταυρώνεται με άλλους δύο στο λόφο του Γολγοθά και ο Ιωσήφ της Αριμαθαίας κατεβάζει το σώμα του από το σταυρό, ενώ ο Τίτος σταυρώνει τρεις Ιουδαίους και μετά από παράκληση του Ιώσηπου, που δεν άντεχε να τους βλέπει στο σταυρό, ο Τίτος διατάζει τους στρατιώτες του να αφήσουν τον έναν να ζήσει, κατεβάζοντας τον. Ποιο ήταν το όνομα του Ιώσηπου στα Εβραικά; Joseph bar Matthias, ένα όνομα που ο Atwill συνδέει ευθέως με τον Ιωσήφ της Αριμαθαίας.
Το πρόβλημα με όλους αυτούς τους παραλληλισμούς, είναι ότι ο Atwill δείχνει να επιλέγει μόνο τα γεγονότα που ομοιάζουν μεταξύ τους, αγνοώντας την ίδια στιγμή γεγονότα από το βίο των δύο ανδρών που δεν εμφανίζουν κοινά σημεία. Αλλωστε οι πηγές που χρησιμοποιεί, δηλαδή τα Ευαγγέλια και τα συγγράματα του Ιώσηπου, είναι ογκωδέστατα κείμενα και θα μπορούσε εύκολα κανείς να βρει τέτοιους παραλληλισμούς, ειδικά όταν τα γεγονότα που περιγράφονται συμβαίνουν στους ίδιους τόπους και μάλιστα με διαφορά μερικών δεκάδων ετών.
Ενα σύγχρονο παράδειγμα που αποδεικνύει πόσο εύκολα βρίσκει κανείς παραλληλισμούς που όμως δεν έχουν κανένα νόημα όταν έχει στη διάθεση του μια πληθώρα πληροφοριών είναι το γνωστό «μυστήριο» των παράλληλων βίων Lincoln και Kennedy, που έχει παρουσιαστεί ενδελεχώς στη βιβλιογραφία.
Επιπλέον, μια πιο προσεκτική ματιά στη θεωρία του Atwill, οδηγεί σε ορισμένα κρίσιμα ερωτήματα που οφείλει να απαντήσει ο αμερικανός ερευνητής: Για ποιό λόγο η δυναστεία των Φλάβιων να επιχειρήσει να τιθασεύσει με αυτό τον τρόπο τους Ιουδαίους, όταν γνωρίζει ότι η στρατιωτική της δύναμη είναι ασύγκριτα ισχυρότερη από εκείνη των επαναστατών και μάλιστα τους έχει ήδη κατατροπώσει αρκετές φορές στο παρελθόν; Εδώ ο Atwill χρησιμοποιεί το επιχείρημα των μεσσιανικών δοξασιών που αναφέραμε παραπάνω, γεγονός που θα καθιστούσε τις Ιουδαϊκές εξεγέρσεις ένα συνεχές πρόβλημα. Επίσης, αν υποθέσουμε ότι η δυναστεία των Φλάβιων όντως «δημιούργησε» το Χριστιανισμό για να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα της, πώς εξηγείται το γεγονός ότι ο γιος του Βεσπασιανού και αδερφός του Τίτου, Δομιτιανός, κυνήγησε αργότερα τους Χριστιανούς; Και εδώ ο συγγραφέας του Caesar’s Messiah απαντά ότι αφ’ ενός η σφοδρότητα των διωγμών των χριστιανών έχει υπερτονιστεί από τους μετέπειτα «νικητές» που έγραψαν την ιστορία και αφ’ ετέρου πως όσοι έγιναν αφορούσαν τους ζηλωτές πρωτοχριστιανούς που επηρεάζονταν ακόμα από τα εσχατολογικά ιουδαϊκά κείμενα για τον στρατηλάτη και επαναστάτη μεσσία.
Ενα αναπάντητο ερώτημα
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως το ζήτημα της ιστορικότητας του Ιησού, αποτελεί ένα από τα πλέον φλέγοντα ζητήματα της εποχής μας, που απασχολεί πάμπολλους ερευνητές, αρχαιολόγους, θεολόγους και ακαδημαϊκούς (πάντα σε ότι αφορά το εξωτερικό). Άλλωστε, μια τεκμηριωμένη και χωρίς αμφιβολίες απάντηση στο ερώτημα «υπήρξε πραγματικά ο Ιησούς Χριστός;», είτε θετική είτε αρνητική, θα άλλαζε για πάντα τον κόσμο στον οποίο ζούμε. Φυσικά, η οριστική απάντηση στο εν λόγω ερώτημα δεν μπορεί να έρθει από τον Atwill και ο καθένας από εμάς απλώς θα συνεχίσει να πιστεύει αυτό που θέλει ή αυτό που τον βολεύει. Η θρησκεία άλλωστε ήταν ανέκαθεν θέμα πίστης. Παρ’ όλα αυτά μελετώντας κανείς το βιβλίο του και τα επιχειρήματα που παραθέτει, σίγουρα μπορεί να οδηγηθεί σε ορισμένα άκρως ενδιαφέροντα μονοπάτια σκέψης.
Στο μεταξύ, είτε πιστεύουμε είτε όχι, καλό θα ήταν να κλείσουμε τα αυτιά μας στις Κασσάνδρες της τηλεόρασης, που μεταφέρουν μόνο δυστυχία και δυσοίωνα μαντάτα, και να ρίξουμε μια ματιά στο ημερολόγιο, που σε λίγο θα δείχνει Χριστούγεννα και να σκεφτούμε πως μπορούμε να δώσουμε χαρά σε δικούς μας ανθρώπους με μια επίσκεψη ή ένα συμβολικό δώρο, ή ακόμα και σε έναν άγνωστο, απλώς και μόνο γιατί εμείς μπορούμε να του προσφέρουμε κάτι που έχει ανάγκη.
Είτε λοιπόν ο Atwill έχει δίκιο, είτε όχι, τα Χριστούγεννα είναι εδώ, σε πείσμα των καιρών, της οικονομικής κρίσης και του τέλους του κόσμου που δεν ήρθε ποτέ. Ευκαιρία λοιπόν να γιορτάσουμε για ακόμα μια χρόνια όχι τη γιορτή καθεαυτή (που άλλωστε έχει καταντήσει ένα αμφιλεγόμενο καπιταλιστικό πανηγυράκι του υπερκαταναλωτισμού), αλλά τη δική μας αναγέννηση, που θα επέλθει μόνο μέσα από τη προσφορά στο δοκιμαζόμενο συνάνθρωπο και σε όσους μας έχουν ανάγκη…
Σημείωση: Ο Joseph Atwill αποτελεί έναν από τους συνεντευξιαζόμενους στο νέο βιβλίο του δημοσιογράφου Μηνά Παπαγεωργίου, “Το πρόβλημα της ιστορικότητας του Ιησού: Το ρεύμα των Μυθικιστών” (εκδ. Δαιδάλεος). Εκεί μπορείτε να αναγνώσετε μια πολυσέλιδη συνέντευξή του στην οποία αναπτύσσει τη θεωρία του.