Είναι πραγματικά εκπληκτικό, το πόσο σύνηθες είναι στην παγκόσμια ανθρώπινη ιστορία, να διεισδύουν διάφορα μυθεύματα, τα οποία προϊόντος του χρόνου και με αλάνθαστο καταλύτη την γκεμπελική μέθοδο της επιθετικής προπαγάνδας, καταλήγουν όχι μόνον να εμφανίζονται ως αληθοφανής εναλλακτική ιστορία, αλλά – όχι σπάνια – αντικαθιστούν την πραγματικότητα, αποκτούν κύρος ιστορικού γεγονότος, και η διάψευσή τους από τον επιστήμονα ιστορικό, προκαλεί σφοδρή αντίδραση, χλευασμό ακόμη και δυσμενέστερες γι’ αυτόν επιπτώσεις.
Του Άρη Σείριου (θεολόγου)
Την περίπτωση αυτή την έχουμε δει πολλάκις να επαναλαμβάνεται, όχι βέβαια ως φάρσα αλλά δυστυχώς συχνά ως τραγωδία. Αναλογιστείτε για παράδειγμα το μύθευμα της ύπαρξης του “κρυφού σχολειού”, που ξεκίνησε μόλις το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, εποχή της σμίλευσης της ελληνικής εθνικής ταυτότητας και της ψευδεπίγραφης διαχρονικότητας της ελληνικής φυλής δια μέσου του ελληνοποιημένου Βυζαντίου (sic), από μια ευφάνταστη όσο και ρομαντική ελαιογραφία του Γύζη, και κατέληξε να αποτελεί κυρίαρχο και…”αδιάψευστο” ιδεολόγημα, δηλαδή δόγμα, της επίσημης ελληνοχριστιανικής κρατικής μας παιδείας.
Κάτι ανάλογο συνέβη και με τη διαμόρφωση της μακεδονικής εθνικής συνείδησης των γειτόνων μας και σήμερα το ιδεολόγημα αυτό θεωρείται ως ιστορική αλήθεια όχι μόνον από ανιστόρητους ευρωπαίους και αμερικανούς πολίτες, αλλά – επικουρούμενο από τις πολιτικές σκοπιμότητες και τα εθνικά συμφέροντα κάποιων ισχυρών κρατών – έχει αρχίσει να παγιώνεται ως αληθοφανής εναλλακτική ιστορία και στους κύκλους ορισμένων επιστημόνων. Κι αν σήμερα είναι η σκοπιμότητα που επιβάλλει την αποδοχή μιας τέτοιας…ανιστόρητης ιστορίας, μην αμφιβάλλετε ότι σε 50 ή 100 χρόνια αυτή η ιστορική διαστρέβλωση θα θεωρείται ως γεγονός μη επιδεχόμενο αμφισβήτησης.
Αν λοιπόν, τέτοια – και πολλά παρόμοια – παραδείγματα, χρειάστηκαν μόνον 150 ή 100 χρόνια για να υπερφαλαγγίσουν την ιστορική αλήθεια, φανταστείτε τι ισχύει για μια προπαγάνδα που επαναλαμβάνεται και επιβάλλεται – πολλές φορές δια της φυσικής και ψυχολογικής βίας – εδώ και 2000 χρόνια.
Ο σοβαρός επιστήμων, θεολόγος, αρχαιολόγος ή ιστορικός, που θα τολμήσει να αμφισβητήσει την ιστορική ύπαρξη του Ιησού Χριστού, θα αντιμετωπιστεί τουλάχιστον με χλεύη και ειρωνεία, ενίοτε και με διοικητικές κυρώσεις από την προϊσταμένη του αρχή. Και πάλι καλά φυσικά, διότι πριν όχι πολλά-πολλά χρόνια θα κινδύνευε να καεί στην πυρά.
Βεβαίως η σχετική αμφισβήτηση περί της υπάρξεως του Ιησού, ως ιστορικού προσώπου, δεν είναι μια καινούργια υπόθεση. Ξεκινάει από πολύ παλιά, από τα ρωμαϊκά ήδη χρόνια, με πρωτοστάτες εθνικούς φιλοσόφους και ιστορικούς, που είτε διαψεύδουν την ύπαρξή του είτε δηλώνουν παντελή άγνοια για οποιαδήποτε πηγή που να σχετίζεται με αυτόν τον περίεργο ραββί που προβλήθηκε ως ο υπεύθυνος για τη δημιουργία μιας νέας παγκόσμιας θρησκείας. Αλλά φυσικά αυτοί ήσαν εθνικοί, ειδωλολάτρες και οι μαρτυρίες τους είναι αναξιόπιστες για την εκκλησιαστική ιστορία που όπως όλοι γνωρίζουν εφαρμόζει…αυστηρές επιστημονικές μεθόδους.
Απέναντι σε αυτούς τους αναξιόπιστους, η εκκλησία τι έχει να αντιπαρατάξει; Μα τα…θεόπνευστα ευαγγέλια ασφαλώς. Η ιστορική ύπαρξη του Ιησού, που μαζί με την υποτιθέμενη θεότητά του αποτελεί τους θεμέλιους λίθους της δισχιλιετούς χριστιανικής δογματικής, στηρίζεται μόνον στα αμφισβητούμενα, πολλάκις – επιστημονικώς αποδεδειγμένα – νοθευμένα και κραυγαλέα αντιφατικά μεταξύ τους χριστιανικά ευαγγέλια και τα πρωτοχριστιανικά κείμενα (Πράξεις και Επιστολές), ακόμη κι αν πολλά από αυτά αποδίδονται σε συγγραφείς που ουδέποτε γνώρισαν προσωπικά τον Ιησού!
Ας αφήσουμε όμως τα προφανώς αναξιόπιστα πρωτοχριστιανικά κείμενα, την αναξιοπιστία των οποίων θα έχουμε άλλωστε την ευκαιρία να σχολιάσουμε μελλοντικά, κι ας έρθουμε σε αυτά που οι χριστιανοί απολογητές – αρχαίοι και νέοι – αποκαλούν ως “λαλίστατες εξωχριστιανικές” πηγές.
Ως πρώτη χρονικά και σπουδαιότερη αξιολογικά, θα προσέθετα και μοναδική ση μασιολογικά, εξωχριστιανική πηγή, οι χριστιανοί επικαλούνται την περίφημη και πολυσυζητημένη παράγραφο στο έργο του εξελληνισμένου Ιουδαίου ιστορικού του α΄ αιώνα Φλάβιου Ιώσηπου “Ιουδαϊκή Αρχαιολ ογία”, το οποίο συνέγραψε το 94 μ.Χ.. Η παράγραφος κατά λέξη έχει ως εξής:
“Γίγνεται δέ κατά τοῦτον τόν χρόνον Ἰησοῦς, σοφός ἀνήρ [εἰ γέ ἄνδρα αὐτόν λέγειν χρή. ἤν γάρ παραδόξων ἔργων ποιητής, διδάσκαλος ἀνθρώπων τῶν ἡδονή ταληθῆ δεχομένων]. κ αί πολλούς μέν Ἰουδαίους, πολλούς δέ καί ἀπό τοῦ Ἑλληνικοῦ ἐπήγαγετο. [Ὁ Χριστός οὗτος ἤν.] Καί αὐτόν, ἐνδείξει τῶν πρώτων ἀνδρῶν παρ’ ἠμίν σταυρῶ ἐπιτετμηκότος Πιλάτου, οὐκ ἐπαύσατο οἱ τό πρῶτον αὐτόν ἀγαπήσαντες. [ἐφάνη γάρ αὐτοῖς τρίτην ἔχων ἡμέραν πάλιν ζῶν, τῶν θείων προφητῶν ταυτά τέ καί ἄλλα μύρια θαυμάσια περί αὐτοῦ εἰρηκότων.] εἰσέτι τέ νῦν τῶν Χριστιανῶν ἀπό τοῦδε ὠνομασμένων οὐκ ἐπέλιπε τό φύλον”
Εντός αγκυλών παρατίθενται οι φράσεις που οι προοδευτικοί χριστιανοί θεολόγοι δέχονται ως μεταγενέστερες παρεμβολές – κυρίως μοναχών – με σκοπό να στηρίξουν την έντονα κατά τον 4ο αιώνα αμφισβητούμενη από χριστιανικές αιρέσεις θεότητα του Ιησού την οποίαν εφηύρε και επέβαλε ως δόγμα η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος (325 μ.Χ.). Έστω λοιπόν, κι αν αφαιρέσουμε τις παρεμβληθείσες αυτές φράσεις, το εναπομένον κείμενο δύναται, όπως ισχυρίζονται, να στηρίξει θαυμάσια την ιστορική ύπαρξη του Ιησού, αφού μιλά για τη δράση του και για το μαρτύριο του επί Πιλάτου.
Δυστυχώς όμως για τους επίμονους θεολόγους του χριστιανισμού, η ιστορικοφιλολογική μέθοδος απέδειξε ότι όλη η παράγραφος αποτελεί μεταγενέστερη παρεμβολή στο έργο του Ιώσηπου. Η παράγραφος αυτή παρατίθεται για πρώτη φορά (!) από χριστιανό συγγραφέα, μόλις το 324 στο έργο του Ευσέβιου, επισκόπου Καισαρείας της Παλαιστίνης. Τι σύμπτωση! Μόλις ένα χρόνο πριν την θεοποίηση του Ιησού, παρουσιάζεται ένα βολικό απόσπασμα από τον επίσημο ιστοριογράφο του Μ. Κωνσταντίνου, του εμπνευστή δηλαδή και αυτουργού (δια της αυτοκρατορικής πειθούς) αυτής της θεοποίησης. Κι όμως πολύ-πολύ νωρίτερα περί το 240 μ.Χ. ο Ωριγένης, ο οποίος γνωρίζει πολύ καλά το έργο του Ιώσηπου δεν κάνει καμιά αναφορά σε αυτό το ντοκουμέντο που θα ήταν ικανό να τινάξει στον αέρα τον ρωμαϊκό αντιχριστιανισμό. Ομοίως κανείς μα κανείς άλλος χριστιανός συγγραφέας πριν τον Ευσέβιο, δεν αναφέρει το χωρίο-βόμβα του Ιουδαίου ιστορικού.
Ακόμη ο Ωριγένης αναφέρει ότι ο Ιώσηπος δεν αναγνώριζε τον Ιησού ως Μεσσία, κάτι που έρχεται σε προφανή αντίθεση με τη φράση “Ὁ Χριστός οὗτος ἤν”.
Επιπλέον ο Ιώσηπος ήταν περιγραφικότατος σχετικά με πολλά άλλα πρόσωπα της εποχής εκείνης, ιδιαίτερα για τους κατά συρροή εμφανιζόμενους τότε “Μεσσίες” και όμως για τον Ιησού περιορίζεται μόνον σ’ αυτά τα ολίγα. (Υπάρχει και μια δεύτερη έμμεση αναφορά στο έργο του Ιώσηπου, όπου ομιλεί για τον Ιάκωβο, αδελφό του Ιησού, η οποία επίσης θεωρείται μεταγενέστερη προσθήκη.)
Πέρα από αυτά η επιστημονική εξέταση έχει αποδείξει ότι το γλωσσικό ύφος της συγκεκριμένης παραγράφου ουδεμία σχέση έχει με αυτό του υπόλοιπου έργου, ότι το νόημα της παραγράφου που προηγείται του επίμαχου χωρίου, συνεχίζει φυσικά και αβίαστα στην αμέσως επόμενη από την παρεμβολή παράγραφο, και αμέτρητες άλλες αποδείξεις της πλαστότητας της παραγράφου και της νόθευσης του αρχικού κειμένου.
Στα έργα των Emil Schürer, C. Guignebert, Alice Whealey, J.D. Crossan, Robert Eisler, και πλήθους άλλων ιστορικών και συγγραφέων, μπορείτε να ανατρέξετε για τις ιστορικοφιλολογικές λεπτομέρειες που αναιρούν το “προφανές” του χριστιανικού απολογητισμού. [Επίσης γι’ αντίθετες απόψεις μπορείτε να δείτε έργα των A. Harnack, W. Emery Barnes, ο F. C. Burkitt κ.α.]Η δεύτερη “ισχυρή” κατά τους χριστιανούς απολογητές αναφορά στο πρόσωπο του Ιησού προέρχεται από το έργο του Τάκιτου “Χρονικά” (116 μ.Χ.), ο οποίος αναφερόμενος στην μεγάλη φωτιά που κατέστρεψε επί Νέρωνος την Ρώμη, αναφέρεται στη γνωστή – και όχι ανυπόστατη – κατηγορία ότι η πυρκαγιά πιθανόν ήταν ένα σχέδιο της ιουδαϊκής αίρεσης των Χριστιανών.
Το χωρίο σε νεοελληνική μετάφραση έχει ως εξής:”…το όνομά τους (των χριστιανών) προέκυψε από τον Χριστό, ο οποίος επί βασιλείας Τιβέριου, θανατώθηκε με καταδικαστική απόφαση του Έπαρχου Πόντιου Πιλάτου.”
Είναι ένα πολύ αδύναμο επιχείρημα από τους χριστιανούς θεολόγους η επίκληση αυτής της πηγής καθώς είναι προφανές ότι ο Τάκιτος δεν έχει καμιά προσωπική γνώση περί της υπάρξεως του Ιησού.
Για τη συγγραφή του έργου του βασίστηκε στα ρωμαϊκά αρχεία. Θα ήταν όμως ανήκουστο στα αρχεία αυτά να γινόταν αναφορά στον Ιησού όχι με το όνομα του, αλλά με τον τίτλο “Χριστός”, τίτλο που του προσέδωσαν οι οπαδοί του, τους οποίους η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία θεωρούσε ως συνωμότες εναντίον του Κράτους.
Επιπλέον, το μόνο που αναφέρεται στο χωρίο είναι τα περί της κατηγορίας εναντίον των χριστιανών, οι οποίοι πήραν το όνομά τους από κάποιον Χριστό, ο οποίος μαρτύρησε επί Ποντίου Πιλάτου. Ο δε Πόντιος Πιλάτος αναφέρεται στο κείμενο εσφαλμένα ως “Procurator” (“Έπαρχος”) και όχι “Perfectus” (“Νομάρχης”), αστοχία απαράδεκτη για τον Τάκιτο ο οποίος είναι πολύ ακριβής στις εκφράσεις του, ιδίως στους διοικητικούς τίτλους.
Μάλιστα το συγκεκριμένο απόσπασμα σε καμιά πρωτοχριστιανική απολογία δεν αξιοποιείται. Το να μη γνώριζε τουλάχιστον ο Τερτυλλιανός το συγκεκριμένο απόσπασμα ώστε να το χρησιμοποιήσει στην απολογητική του θεολογία είναι απίθανο. Συνεπώς πρόκειται μάλλον για μεταγενέστερη προσθήκη στο αρχικό κείμενο.
Όπως και να έχει όμως, είναι προφανές ότι καμιά αποδεικτική πληροφορία δεν παρέχεται στο συγκεκριμένο απόσπασμα.Πέραν αυτών των δυο “πηγών” υπάρχουν και κάποιες άλλες ασθενέστερες αναφορές των χριστιανών στον Σουετώνιο και τον Πλίνιο τον Νεώτερο.
Το απόσπασμα του Σουετώνιου προέρχεται από το έργο του “Βίοι των 12 Καισάρων” (120 μ.Χ.), στο βιβλίο “Κλαύδιος” (XXV, 4):”από τη στιγμή που οι Ιουδαίοι, σε σταθερή βάση, δημιουργούσαν ταραχές προκαλούμενες από τον Χρήστο (ο Κλαύδιος) τους έδιωξε από την Ρώμη.”
Το απόσπασμα αυτό όμως δεν επιβεβαιώνει την ύπαρξη του Ιησού, αφού ο Σουετώνιος απλά καταγράφει μια φήμη για την οποία δεν έχει καμιά προσωπική γνώση. Αυτό φαίνεται και από το όνομα “Χρήστος” που χρησιμοποιεί, αλλά και από το ότι χαρακτηρίζει τους ταραχοποιούς ως Ιουδαίους και όχι ως χριστιανούς.Η αναφορά του Πλίνιου του νεώτερου (112 μ.Χ.) είναι ακόμη λιγότερο αποδεικτική αφού εκεί λέγεται απλώς ότι οι χριστιανοί τραγουδούσαν “έναν ύμνο στο Χριστό σαν σε θεό”. Μαρτυρία που δεν αναφέρεται στην ύπαρξη του Ιησού αλλά στις δοξασίες των οπαδών του.Σε γενικές γραμμές πέραν από τη νοθευμένη παράγραφο στο έργο του Ιώσηπου καμιά άλλη σύγχρονη και αξιόπιστη μαρτυρία δεν υπάρχει υπέρ της ιστορικής ύπαρξης του Ιησού πέραν εκείνων των Ευαγγελίων (αν και γι αυτά τα ίδια τα ευαγγέλια δεν έχει αποσαφηνιστεί ακόμη μετά βεβαιότητας ο χρόνος συγγραφής τους, αφού κάποιοι ερευνητές ομιλούν για τη συνεχή αναδιαμόρφωση τους ακόμη και μέχρι τον 4ο αιώνα!).Αν λοιπόν ο Ιησούς δεν υπήρξε ποτέ, ως ιστορικό πρόσωπο, στο όνομα ποιου γράφτηκαν τα ευαγγέλια; Στο όνομα ποιου χύθηκε στην ιστορία τόσο αίμα. Στο όνομα ποιου διεπράχθησαν οι φοβερότερες δολοφονίες, εθνοκαθάρσεις, γενοκτονίες;Στην αναζήτηση της αλήθειας του προσώπου του Ιησού ασχολήθηκαν ανά τους αιώνες πολλά δυνατά
πνεύματα της παγκόσμιας επιστήμης. Την σπουδαιότερη επιστημονική κίνηση μέχρι και τα μέσα του 20ου αιώνα, απετέλεσαν οι θεολόγοι της Σχολής της Τυβίγγης. Τον δρόμο βέβαια είχε ανοίξει έναν και πλέον αιώνες νωρίτερα ο εκ των σπουδαιότερων θεολόγων Hermann Samuel Reimarus. (1694-1768). Ο Reimarus στα γραπτά του, που ασφαλώς δημοσιεύτηκαν μετά τον θάνατό του, κατηγορεί τους συγγραφείς των ευαγγελίων για συνειδητή απάτη και αναρίθμητες αντιφάσεις (οι εντυπωσιακές αντιφάσεις των ευαγγελίων θα αποτελέσουν το θέμα μελλοντικού άρθρου μας). Την βασική μέθοδο του Reimarus χρησιμοποίησαν οι θεολόγοι της Σχολής της Τυβίγγης οι οποίοι προχώρησαν στην αποδόμηση του μύθου του Χριστού. Ο Bruno Bauer στο έργο του “Criticism of the Gospel History of the Synoptics” (1841) απορρίπτει ουσιαστικά την ιστορικότητα του Ιησού γράφοντας: “όλα όσα είναι γνωστά για τον Ιησού ανήκουν στον κόσμο της φαντασίας”. Φυσικά ο Bauer αντιμετώπισε την μήνιν του θεοκρατικού κατεστημένου. Χλευάστηκε και απομακρύνθηκε από τη θέση του καθηγητή της Σχολής. Ο Rudolph Bultmann είναι ο εισηγητής των περίφημων όρων “Κριτικισμός” και “Απομύθευση” στην ερμηνεία των ευαγγελίων. Ο Bultmann πρότεινε την αφαίρεση από τα ευαγγέλια όλων των μυθευμάτων όπως τα θαύματα του Ιησού, τα υπεράνθρωπα πάθη του και κυρίως την υπερφυσική ανάσταση, υποβιβάζοντας ουσιαστικά για πρώτη φορά μετά το 325 μ.Χ. τον Ιησού από Θεό σε άνθρωπο. Βεβαίως στο έργο του δεν διακρίνεται ξεκάθαρα η άποψη περί παντελούς ανυπαρξίας του Ιησού, αλλά το πρόσωπό του, όπως περιγράφεται στα ευαγγέλια γίνεται τόσο σχετικό, τόσο θολό που τελικά δεν έχει καμιά σημασία αν υπήρχε ένας ή πολλοί με το όνομα Ιησούς ή πιθανόν ένας ή περισσότεροι με άλλο όνομα ή με την αποδιδόμενη σ’ αυτούς ιδιότητα Χριστός ή Χριστοί. Πάντως σίγουρα το πρόσωπο που περιγράφουν οι ευαγγελιστές δεν είναι παρά μια μυθοποιημένη εκδοχή του ιουδαϊκού μεσσιανισμού έτσι όπως τη συνέλαβε ένας (;) ραδιούργος νους, που θέλησε να επιβάλλει δια της πίσω πόρτας την ιουδαϊκή θεοκρατία στον ανεξίθρησκο εθνικό κόσμο.
Και άραγε ποιο ήταν το πρότυπο που ώθησε τους χριστιανούς συγγραφείς να συγγράψουν όλα αυτά τα μυθεύματα περί του Υιού του Θεού;
Εδώ οι απόψεις των ερευνητών ποικίλλουν. Οι περισσότεροι συμφωνούν περί μιας παγανιστικής προέλευσης του Ιησού (βλ. Alexander Hislop “The Two Babylons” , Herbert Curtner “Jesus, Man or Myth?”, Edwart Carpenter κ.ά.), αν και προτείνουν διάφορες εκδοχές.
Κάποιοι μιλούν για μια αρχαία Εφραιμιτική θεότητα (J. Robertson), κάποιοι άλλοι για σαφή προέλευση του προτύπου από την αιγυπτιακή θεολογία (Tom Harpur). Πολλοί εντοπίζουν την ελληνιστική επιρροή, η οποία είτε άμεσα είτε μέσω της επηρεασμένης από την ελληνική φιλοσοφία Εσσαϊκής κοινότητας διοχέτευσε τα μυθολογικά στοιχεία ελληνικών θεοτήτων όπως του Διονύσου και του Απόλλωνος στο φανταστικό πρόσωπο ενός Ιουδαίου φιλοσόφου-προφήτη (Μ. Καλόπουλος, A. Ellegard, E. Johnson).
Άλλοι επισημαίνουν το προγενέστερο στην εβραϊκή θεολογία πρότυπο του Μεσσία, Αρχιερέα-Βασιλέα (βλ. Μελχισεδέκ), ένα μυθικό χαρακτήρα που προέρχεται από τη γραμματεία της Ιουδαϊκής Σοφίας (A. Drews) ή από τον παλαιότερο εβραϊκό ή τον νεώτερο χριστιανικό γνωστικισμό (G. Bolland, R. Price), ενώ ο Gary Courtney παρατηρεί ότι τα πάθη είναι ουσιαστικά η μοίρα του Καίσαρα σε ιουδαϊκή παραλλαγή που συνδυάζεται με τη λατρεία του θανόντος και αναστηθέντος Άττι (βλ. σχετικά και τον μύθο του Διονύσου). Με τον τελευταίο συντάσσεται και ο F. Carrota που υποστηρίζει ότι ο Καίσαρας είναι ο Ιησούς!
Νομίζω πιο κοντά στην αλήθεια είναι η D. Murdock που προσδιορίζει τον Ιησού ως μια σύνθετη θεότητα που χρησιμοποιήθηκε έντεχνα για την ενοποίηση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Το ποιος είναι ο δημιουργός νους για όλη αυτή την ιστορία είναι κάτι που μας έχει απασχολήσει και στο παρελθόν και θα το εξετάσουμε στην πορεία αυτών των άρθρων. Αρκεί να αναφέρω εδώ την σύγχρονη άποψη του Γερμανού καθηγητή Gers Lüdemann που στηριζόμενος σε πολλές παλιότερες έρευνες καταξιωμένων θεολόγων και ιστορικών κατέληξε στο ότι ο Παύλος, και όχι ο Ιησούς, ίδρυσε τον χριστιανισμό, άποψη την οποία φυσικά πολύ νωρίτερα και εξόχως αναλυτικά παρουσίασε και η σπουδαία μας συγγραφέας Λιλή Ζωγράφου στο μνημειώδες έργο της “Αντι-γνώση”.
Κλείνοντας θα θέλαμε να παρατηρήσουμε ότι σε παλαιότερες δημοσιεύσεις μας σε forums και blogs σχετικά με την έλλειψη αποδεικτικών στοιχείων περί της υπάρξεως του Ιησού, αντιμετωπίσαμε όχι μόνον οξείες επιθέσεις, αλλά ακόμη και ύβρεις αντί επιστημονικών στοιχείων περί του ατόπου των θέσεων που παρουσιάσαμε. Αυτό μας ώθησε ατυχώς σε κάποιον υπερτονισμό των στοιχείων εκείνων που ενισχύουν την υπόθεση περί μη ιστορικής υπάρξεως του Ιησού. Δόθηκε έτσι εσφαλμένα η εντύπωση ότι αποδεχόμαστε ανεπιφύλακτα και άνευ δεύτερης σκέψεως την άποψη αυτή, κάτι που προφανώς δεν ισχύει. Κλίνουμε, προς το παρόν, υπέρ αυτής της εκδοχής, ομολογούμε όμως ότι όπως δεν υπάρχουν ικανά στοιχεία να στηρίξουν μετά βεβαιότητος την ύπαρξη του ιστορικού προσώπου του Ιησού (πέραν από χολιγουντιανές γελοιότητες, τις οποίες πρώτοι απ’ όλους καταγγέλουν οι σοβαροί χριστιανοί θεολόγοι), ομοίως δεν υπάρχουν ικανά αποδεικτικά στοιχεία και περί του αντιθέτου. Η αλήθεια, όπως συμβαίνει πολύ συχνά, χάνεται στην αχλύ του μύθου, και ίσως απέχουμε πολύ από το να καταλήξουμε σε κάποια βεβαιότητα.Άλλωστε, όπως φαίνεται και από όλη την χριστιανική απολογητική γραμματεία, το ζήτημα δεν απασχόλησε πολύ σοβαρά (παρά πολύ αργότερα) τους θεολόγους του ιουδαιοχριστιανισμού. Περισσότερο και εντονότερα επικεντρώθηκαν στην απόδειξη της επίπλαστης και δοτής θεότητας του Ιησού, παρά στην απόδειξη της ίδιας της ύπαρξής του.
Και ο λόγος είναι προφανής. Ο χριστιανισμός δεν χρειάζεται απλώς έναν υπαρκτό Ιησού, αλλά έναν θεό Χριστό. Όπως ομολογεί ο Παύλος “εἰ Χριστός οὐκ ἐγήγερται, µἀταία ἡ πίστις, κενόν δέ καί τό κήρυγµα ἠµῶν”. Προείχε λοιπόν η βεβαίωση της θείας του φύσης, και η επιβολή της, που προϋπέθετε την αναγκαία και ικανή συνθήκη κάθε σοβαρής μυθοπλασίας. Της διαδικασίας δηλαδή της λήθης της δημιουργίας του μύθου.Σ’ αυτή τη μυθοπλασία θα επικεντρωθούμε, κατά συνέπεια κι εμείς, στην πορεία της αρθρογραφίας μας, πάντοτε με διάθεση φιλελεύθερη και αδογμάτιστη, με σαφή στόχο όχι την γελοιοποίηση ή απαξίωση των χριστιανών πιστών, αλλά την εύρεση της ιστορικής αλήθειας, και τη συγγραφή μιας αναθεωρημένης, επιτέλους αληθινής Εκκλησιαστικής Ιστορίας. Σ’ αυτήν την προσπάθεια το παρόν άρθρο αποτελεί – τρόπον τινά – την εισαγωγή.
– Adam, Karl: Jesus Christus, Augsburg: Haas, 1933
– Adam, Karl. The Son of God (English ed.). London: Sheed and Ward (1934).
– Bauer, Bruno: Kritik der evangelischen Geschichte der Synoptiker, 2 vol. (Leipzig, 1841).
– Bultmann, Rudolph: Die Geschichte der synoptischen Tradition (3d ed., 1958), English trans, John Marsh, History of the Synoptic Tradition (Oxford: Basil Blackwell, rev. ed., 1963).
– Carpenter, Edward: Pagan and Christian Creeds. Their origin and meaning, Harcourt, Brace and Company; New York, 1920
– Courtney Gary: Et Tu, Judas? Then Fall Jesus!, iUniverse, 2004
– Doherty, Earl: The Jesus Puzzle. Did Christianity Begin with a Mythical Christ? : Challenging the Existence of an Historical Jesus, Canadian Humanist Publications, 1999
– Drews, Arthur & Burns, C. Deslisle: The Christ Myth (Westminster College-Oxford Classics in the Study of Religion), 1998
– Durant, Will: Caesar and Christ, Simon & Schuster, 1944
– Ευσέβιος Καισαρείας, Εκκλησιαστική Ιστορία Ι, ΒΕΠΕΣ τόμος 28
– France, R.T. (2001). The Evidence for Jesus. Hodder & Stoughton.
– Hislop, Alexander: The Two Babylons or The Papal Worship Proved to be the Worship of Nimrod and His Wife, 1853 (Kessinger Publishing, 1998)
– Johnson, Edwin: Antiqua Matter. A study of Christian Origins, London: Trübner & Co., Ludgate Hill 1887
– Ιώσηπος, Ιουδαϊκή Αρχαιολογία, Κάκτος, 1997
– Καλόπουλος, Μιχάλης: Βιβλική Θρησκεία. Το Μεγάλο Ψέμα, Καλόπουλος, 1990
– Leidner, Harold (2000). The Fabrication of the Christ Myth.
– Lüdermann, Gerd: The Great Deception: And What Jesus Really Said and Did, Prometheus Books, 1998
– Murphy, Catherine M. PhD: The Historical Jesus for Dummies, Wiley Publishing 2007
– Price, Robert M.: Deconstructing Jesus. Amherst, N.Y.: Prometheus Books, 2000
– Price, Robert M.: The Incredible Shrinking Son of Man: How Reliable is the Gospel Tradition?. Amherst, N.Y.: Prometheus Books 2003
– Robertson, John: Christianity and Mythology, 1910 (Kessinger Publishing 2004)
– Robertson, John: Pagan Christs. Studies in Comparative Hierology, 1911 (Kessinger Publishing 2003)
– Tacitus: The Annals of Ancient Rome. Translated by Michael Grant and first published in this form in 1956. The Folio Society, 2006.
– Wells, George A.: The Historical Evidence for Jesus. Prometheus Books, 1988
– Wells, George A.: The Jesus Myth, Open Court Publishing Co, 1998
– Wells, George A.: Can We Trust the New Testament?: Thoughts on the Reliability of Early Christian Testimony, Open Court, 2004
November 10, 2013
“Σ’ αυτή τη μυθοπλασία θα επικεντρωθούμε, κατά συνέπεια κι εμείς, στην πορεία της αρθρογραφίας μας, πάντοτε με διάθεση φιλελεύθερη και αδογμάτιστη, με σαφή στόχο όχι την γελοιοποίηση ή απαξίωση των χριστιανών πιστών, αλλά την εύρεση της ιστορικής αλήθειας, και τη συγγραφή μιας αναθεωρημένης, επιτέλους αληθινής Εκκλησιαστικής Ιστορίας.”
Τιτάνια προσπάθεια έχετε αναλάβει, ωστόσο οι στόχοι και τα κίνητρά σας φαίνονται δυνατά. Εύχομαι να τα καταφέρετε. Αλλά να ξέρετε ότι όπως το παραπάνω άρθρο σας αποτελεί μια εισαγωγή το ίδιο πιστεύω θα αποτελέσει το σύνολο της δουλειάς σας.
Ο περισσότερος κόσμος αδυνατεί να αντιληφθεί την αλήθεια. Αυτό θα είναι κάτι που μάλλον θα το καταφέρουν τα παιδιά μας ή τα παιδιά των παιδιών μας…
Συνεχίστε!