Τα του Καίσαρος τω Χριστώ και τα του Χριστού τω Καίσαρι [1].
Η παραφρασμένη αυτή ευαγγελική ρήση ίσως συνοψίζει με τον καλύτερο τρόπο τηνπραγματική καταγωγή και γέννηση της χριστιανικής θρησκείας. Τον δεύτερο αιώνα, η επίσημη και κρατική θρησκεία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, η λατρεία τουαποθεωμένου Καίσαρα, η λατρεία των εκθεωμένων αυτοκρατόρων, άρχισε να εξαφανίζεται από το προσκήνιο της ιστορίας. Αντίθετα, μία άλλη θρησκεία εμφανίστηκε, την ίδια ακριβώς περίοδο, στο προσκήνιο: εκείνη του χριστιανισμού. Και όπως, αιώνες αργότερα, οι ναοί της νέας θρησκείας θα οικοδομηθούν πάνω στα ερείπια εκείνων της παλιάς έτσι όταν θα επικρατήσει η νέα θρησκεία τα ίχνη της παλιάς θα σβηστούν από τις δέλτους της ιστορίας.
Του Χρήστου Μόρφου
Το παρόν άρθρο είναι προφανές ότι δεν απευθύνεται σε πιστούς – χριστιανούς ή άλλους–και σε καμία περίπτωση δεν έχει πρόθεση να προσβάλει τις πεποιθήσεις των μεν ή των δε. Αν για κάποιους η πίστις αποτελεί την παρηγορίαν, για κάποιους άλλους η έρευνα παίζει αυτό το ρόλο. Και τα όσα ακολουθούν αφορούν κυρίως τους δεύτερους.
Οκταβιανός–Αύγουστος (63 π.Χ–14 μ.Χ.)
Πρώτος αυτοκράτορας της Ρώμης (27 π.Χ. – 14 μ.Χ.), υπήρξε και ο πρώτος μιας μακράς σειράς θεοποιηθέντων αυτοκρατόρων. Σύμφωνα με τον Σουητώνιο, μετά τον θάνατό του “υπήρξε κάποιος που είχε διατελέσει πραίτορας και που ορκιζόταν ότι μετά την αποτέφρωσή του [του Αυγούστου] είδε την μορφή του να ανεβαίνει προς τους ουρανούς”. Η ανάληψη ολόκληρου του σώματος προφανώς αποτελεί μεταγενέστερο κατασκεύασμα…
Πάντως στην αγορά της Πριήνης, στην Μικρά Ασία, βρέθηκε πλάκα με το κείμενο: “Η ημέρα γέννησης του θεού [Αυγούστου] υπήρξε για τον κόσμο η αρχή του Ευαγγελίου”. Το κατά Μάρκον Ευαγγέλιο αρχίζει με την φράση: “Αρχή του ευαγγελίου Ιησού Χριστού, υιού του Θεού”.
Λεπτομέρεια: ο εκάστοτε θεοποιημένος αυτοκράτορας απεκαλείτο “Θεού Υιός” (Divi Filius). Μάλιστα από το 38 π.Χ. ο επίσημος τίτλος του Αυγούστου ήταν Imperator Caesar Divi Filius (Αυτοκράτωρ Καίσαρ Θεού Υιός), ενώ από το 27 π.Χ. ο επίσημος τίτλος του ήταν Αυτοκράτωρ Καίσαρ Θεού Υιός Αύγουστος… Σε μαρμάρινο βάθρο αγάλματος στην Πέργαμο βρέθηκε χαραγμένη η φράση “Αυτοκράτωρ Καίσαρ, θεού υιός, θεός Αύγουστος”…
Φυσικά, ο Αύγουστος, όπως και όλοι οι αυτοκράτορες μέχρι τον Γρατιανό, έφερε και τον τίτλο του Μέγα Αρχιερέα (Pontifex Maximus). Το γιατί ο πάπας της Ρώμης φέρει και τον τίτλο του Ποντίφηκα δεν χρειάζεται και ιδιαίτερη ανάλυση…
“Σωτήρ” ήταν επίσης ένας από τους τίτλους που έφεραν οι αυτοκράτορες. Στα εβραϊκά το “σωτήρ” είναι “Γιεχοσούα“, δηλαδή “Ιησούς“…
Φωτο: Άγαλμα του Οκταβιανού–Αυγούστου, απομίμηση του αγάλματος του Δία, που είχε φιλοτεχνήσει ο Φειδίας. [Μουσείο Ερμιτάζ, Αγία Πετρούπολη]
Το λίκνο του χριστιανισμού
Στον χώρο των βιβλικών μελετών κυριαρχούν σχεδόν αποκλειστικά οι θεολόγοι. Οι ειδικοί είναι είτε πιστοί χριστιανοί είτε πιστοί εβραίοι. Και όσο και αν πολλοί από αυτούς προσπαθούν σκληρά ώστε να είναι αντικειμενικοί, για τους περισσότερους αυτό είναι είτε ένα εξαιρετικά δύσκολο εγχείρημα, είτε αποδεικνύεται ότι είναι τόσο δογματικοί που δεν θέλουν να προσπαθήσουν. Στον χώρο της ιστορίας του χριστιανισμού οι ειδικοί είναι, στη συντριπτική πλειονότητά τους, προκατειλημμένοι. Θεωρίες που αντιβαίνουν προς ταθέσφατα, πολύ απλά αγνοούνται.
Όμως, η ιστορία του χριστιανισμού ίσως είναι τελικά πολύ πιο συναρπαστική από ό,τι διδάσκει η ίδια η Εκκλησία. Στο κάτω κάτω δεν ήταν καθόλου σπάνιο φαινόμενο στην αρχαιότητα η παρθενογέννηση του γιου ενός θεού. Ούτε ήταν σπάνιο φαινόμενο η επιτέλεση από αυτόν θαυμαστών πραγμάτων στη διάρκεια της ζωής του. Και οι περιπτώσεις εσταυρωμένων σωτήρων ξεπερνούν κατά πολύ τις δέκα. Για να μην μιλήσουμε για τις «καθόδους» και τις «ανόδους» προς και από τον Άδη ή τις «αναλήψεις» στους ουρανούς.
Η διαπίστωση ότι καμία θρησκεία δεν δημιουργήθηκε ποτέ από τα κάτω προς τα πάνω, ίσως ξενίσει μερικούς. Είναι όμως η πικρή αλήθεια. Οι θρησκείες αποτέλεσαν και αποτελούν πάντα προϊόντα κάποιων εξουσιαστικών δομών, και ουδέποτε χρησιμοποιήθηκαν για κάτι άλλο πέραν του ελέγχου των μαζών.
Η μεγαλειώδης γένεση του χριστιανισμού έγκειται στο γεγονός ότι οι δημιουργοί του κατόρθωσαν να αποκρύψουν την πραγματική του καταγωγή. Και κάτι ακόμα σημαντικότερο: κατόρθωσαν να εμφανίσουν μία θρησκεία γέννημα θρέμμα της Ρώμης, ως μία θρησκεία εισαχθείσα από την Ιουδαία. Και σχεδόν κατόρθωσαν να εξαφανίσουν όλα τα ίχνη.
Σχεδόν όλα…
Η άποψη ότι η Ρώμη υπήρξε το λίκνο του χριστιανισμού δεν είναι και τόσο νέα. Ο πρώτος που διατύπωσε την άποψη ότι η αναζήτηση του χριστιανικού λίκνου στον χώρο της Παλαιστίνης ήταν σκέτη ματαιοπονία ήταν ο Μπρούνο Μπάουερ το 1877 με το βιβλίο τουChristus und die Caesaren. Der Hervorgang des Christentums aus dem romischen Griechentum (Ο Χριστός και οι Καίσαρες. Η Καταγωγή του Χριστιανισμού από τον Ρωμαϊκό Ελληνισμό). Ο Μπρούνο Μπάουερ αρνήθηκε φυσικά την ιστορικότητα του Ιησού. Θεώρησε ως «πατέρα» του χριστιανισμού τον Φίλωνα τον Αλεξανδρέα και ως «θείο» του τον στωικό φιλόσοφο Σενέκα, δάσκαλο και «υπουργό» του Νέρωνα[2]. Το έργο του Μπάουερ, όπως ήταν αναμενόμενο, αγνοήθηκε, επηρεάζοντας μόνον κάποιους εκπροσώπους της Ολλανδικής Ριζοσπαστικής Σχολής. Ο μόνος που αφιέρωσε ένα ολόκληρο κεφάλαιο του βιβλίου του στον Μπάουερ ήταν ο Άλμπερτ Σβάιτσερ, που προσέγγισε το έργο του Μπάουερ με τη μεγαλύτερη δυνατή νηφαλιότητα[3]. [Ο Σβάιτσερ εξαιτίας των αντιδράσεων που προκάλεσε το βιβλίο του αναγκάστηκε να «αυτοεξοριστεί» στην Αφρική και να εργαστεί εκεί ως γιατρός-ιεραπόστολος, κερδίζοντας και το βραβείο Νόμπελ Ειρήνης το 1952.]
Μπρούνο Μπάουερ (1809–1882)
Γερμανός θεολόγος και ιστορικός, έχασε την έδρα του στο πανεπιστήμιο το 1842 επειδή αμφισβητούσε την ιστορικότητα του Ιησού. Έκτοτε έζησε “εν κατατρεγμώ και πενία”. Επηρέασε τους πάντες στο χριστολογικό ζήτημα και αγνοήθηκε σχεδόν από όλους
Ο Μπρούνο Μπάουερ, ως «δεξιός» χεγκελιανός, αγνοήθηκε και από τη «μαρξιστική αριστερά». Αργότερα ήρθαν οι εποχές που οι σοσιαλδημοκράτες αναζητούσαν «ψηφαλάκια» και από τη μεσαία τάξη, οπότε κατέβασαν τον Ιησού από το θεϊκό του βάθρο και τον ανέβασαν σε εκείνο του κοινωνικού επαναστάτη. Οι εποχές που ο «πολύς»Βλαδίμηρος Ίλιτς Λένιν χαρακτήριζε «αντιδραστικό» κάθε «αστό θεολόγο» που διακήρυσσε ότι ο Ιησούς ήταν μυθολογικό πρόσωπο. Ενώ ο Ιησούς, ως ιστορικό πρόσωπο και επαναστάτης, εξυπηρετούσε καλύτερα τους σκοπούς της «προλεταριακής επανάστασης»[4]…
Η Σχολή του Μπάουερ, αν μπορούμε να μιλήσουμε για Σχολή, υπέπεσε σε ένα σημαντικό μεθοδολογικό σφάλμα. Όταν αναφερθήκαμε στη μεγαλειώδη γένεση του χριστιανισμού, τονίσαμε ότι οι ιδρυτές του κατάφεραν να παρουσιάσουν τη νέα θρησκεία ως δημιούργημα του ιουδαϊσμού. Θα πρέπει να τονίσουμε, επίσης, ότι κατάφεραν να θολώσουν τα νερά και όσον αφορά τις χρονολογίες. Επίσημα, ο Ιησούς έζησε το πρώτο ήμισυ του πρώτου αιώνα. Η χριστιανική φιλολογία αναπτύχθηκε το δεύτερο ήμισυ του πρώτου αιώνα. Πάμπολλοι ερευνητές ισχυρίζονται ότι δεν υπάρχει το παραμικρό ίχνος χριστιανικής φιλολογίας τον πρώτο αιώνα και ότι αυτή δημιουργήθηκε προς το μέσον του δεύτερου αιώνα. Οι μελετητές, στρέφοντας το ενδιαφέρον τους στο δεύτερο αιώνα, «ατύχησαν ελαφρώς» για δεύτερη φορά. Κατάφεραν να εντοπίσουν όλα τα ρεύματα –λογοτεχνικά, φιλοσοφικά, θρησκευτικά…– που επηρέασαν τη νέα θρησκεία. Τι διέλαθεν της προσοχής τους; Ο βασικός –ιστορικός– πυρήνας του χριστιανισμού, η «πρώτη πρώτη ιστορία» πάνω στην οποία θεμελιώθηκε αυτός, και πάνω στην οποία προστέθηκαν όλα τα μεταγενέστερα υλικά. Όπως στη φύση δεν υπάρχουν παρθενογεννήσεις έτσι και στην ιστορία δεν υπάρχουν παρθενογενέσεις.
Επρόκειτο για ένα «σφάλμα» –απόδειξη του μεγαλείου των Ιδρυτών Πατέρων– σχεδόν δύο αιώνων. Ο πυρήνας της ιστορίας δεν βρισκόταν στο δεύτερο μ.Χ. αιώνα αλλά στον πρώτο προχριστιανικό.
Φραντσέσκο Καρόττα: «Ήταν Ιησούς ο Καίσαρ;» Ή ο Ιησούς ήταν Καίσαρ; «Δυο χιλιάδες χρόνια λατρείας ενός αντιγράφου». Ο Καρόττα ισχυρίζεται ότι η λατρεία του Καίσαρα, του θεού Ιουλίου (Divus Iulius) μετεξελίχθηκε στο χριστιανισμό, στις αποικίες των λεγεωνάριων που ο ίδιος είχε ιδρύσει σε όλη την Ανατολή. Οι λεγεωνάριοι αποκομμένοι από το κέντρο –Ρώμη– και επηρεαζόμενοι βαθμιαία από τις γλώσσες και τις λατρείας της περιοχής όπου ζούσαν τελικά διαμόρφωσαν την πρώτη μορφή του χριστιανισμού. Τα λατρευτικά βιβλία του θεού Καίσαρα και οι τελετουργίες με τις οποίες ετιμάτο ο Divus Iulius μεταμορφώθηκαν στα αντίστοιχα χριστιανικά.
Παρότι διάφοροι ερευνητές είχαν εντοπίσει κάποια «περίεργα» στοιχεία στον πρώτο προχριστιανικό αιώνα, μόλις την τελευταία δεκαετία κατάφεραν δύο μελετητές, εργαζόμενοι ανεξάρτητα ο ένας από τον άλλο, να εντοπίσουν την «πρώτη πρώτη ιστορία» πάνω στην οποία οικοδομήθηκε ο χριστιανισμός. Πρόκειται για τον Γερμανό, ιταλικής καταγωγής, Φραντσέσκο Καρόττα[5] και τον Αυστραλό Γκάρυ Κώρτνεϋ[6]. Βασική τους θέση η εξής: ο μυθολογικός χαρακτήρας του Ιησού οικοδομήθηκε πάνω στον ιστορικό χαρακτήρα του Ιουλίου Καίσαρα! Αν και υπάρχουν κάποιες διαφωνίες μεταξύ τους όσον αφορά τα συμπεράσματα στα οποία καταλήγουν –διαφωνώ και με τους δύο, αλλά δεν είναι του παρόντος– η θέση τους μπορεί να συνοψιστεί στα εξής: το πρόσωπο του Ιησού δεν είναι παρά ο αποθεωμένος Ιούλιος Καίσαρ, ο Divus Iulius, ο Θεός Ιούλιος, που ήταν ο πρώτος των Ρωμαίων ηγεμόνων που θεοποιήθηκε. Ο Καίσαρ και ο Ιησούς δεν αποτελούν παρά τις δύο όψεις του ιδίου νομίσματος: από τη μια πλευρά έχουμε την ιστορική μορφή του Καίσαρα, και από την άλλη τη μορφή του Καίσαρα που λατρεύτηκε ως θεός, δηλαδή τη μορφή του «Ιησού». Ο χριστιανισμός δεν αποτελεί παρά τη μετάλλαξη της λατρείας του Καίσαρα, της λατρείας των αυτοκρατόρων, ως επίσημης-κρατικής θρησκείας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Το Τιβέρειον της Περγάμου. Ο ναός όπου λατρευόταν ο “θεού υιός” αυτοκράτορας Τιβέριος
Αυτή η μετάλλαξη, η ιστορία από το θάνατο του Καίσαρα ως την ανακήρυξη του χριστιανισμού ως επίσημης θρησκείας της Αυτοκρατορίας από τον «Μεγάλο» Κωνσταντίνο, η –αυτοκρατορική-θρησκευτική– ιστορία τεσσάρων αιώνων ελάχιστα θα μας απασχολήσει στο παρόν άρθρο.
Θα επικεντρώσουμε την προσοχή μας στους «παράλληλους βίους» του Καίσαρα και του Ιησού. Κάποιους από αυτούς τους παραλληλισμούς θα τους αναφέρουμε περιληπτικά. Κάποιους άλλους θα τους αναλύσουμε εκτενώς. Κάποιοι άλλοι θα παραμείνουν στο σκοτάδι. Το «ταξίδι» συνεχίζεται…
Νόμισμα που κόπηκε επί Αυγούστου προς τιμήν του DIVUS IULIUS (θεού Ιουλίου). Στην ίδια πλευρά του νομίσματος απεικονίζεται και ο κομήτης που εμφανίστηκε μετά το θάνατο του Καίσαρα. Και όχι πριν από τη γέννησή του…
Καίσαρ και Ιησούς: Βίοι Παράλληλοι
Τόσο ο Ιούλιος Καίσαρ όσο και ο Ιησούς Χριστός ξεκίνησαν τη σταδιοδρομία τους σε περιοχές που βρίσκονταν βορειότερα εκείνων στις οποίες θα επιτελούσαν τα σημαντικότερα έργα τους: ο Καίσαρ στη Γαλατία, ο Ιησούς στη Γαλιλαία.
Αμφότεροι διασχίζουν έναν ποταμό-ορόσημο για τη μετέπειτα πορεία τους: ο Καίσαρ τον Ρουβίκωνα και ο Ιησούς τον Ιορδάνη.
Ο Καίσαρ λίγο πριν διαβεί τον Ρουβίκωνα θα πει την ιστορική φράση «iacta alea esto»: «Ερρίφθη ο κύβος», το ζάρι (λατ. alea)[7]. Ο Ιησούς «περιπατών παρά την θάλασσαν της Γαλιλαίας» θα συναντήσει «βάλλοντας αμφίβληστρον εν τη θαλάσση» [ρίχνοντας δίχτυα] τους αλιείς Σίμωνα και Ανδρέα, που θα γίνουν οι πρώτοι μαθητές του[8].
Στη συνέχεια, ο Καίσαρ και ο Ιησούς θα εισέλθουν σε δύο πόλεις: ο μεν πρώτος στοΚορφίνιο ο δε δεύτερος στην Καπερναούμ [Capharnaum ή Kefar Nahum]. Ο Λεύκιος Δομίτιος, ωστόσο, οπαδός του Πομπήιου, έχει «καταλάβει» το Κορφίνιο, και ο Καίσαρ αναγκάζεται να στρατοπεδεύσει κοντά προχωρώντας στην «πολιορκία» της πόλης[9]. Ο Λ. Δομίτιος τελικά παραδόθηκε και αφέθηκε ελεύθερος. Στην Καπερναούμ ο Ιησούς συνάντησε έναν άνθρωπο «κατεχόμενο» από ακάθαρτο πνεύμα. Οι λέξεις «καταλαμβάνω», «πολιορκώ» και «κατέχομαι» έχουν την ίδια ρίζα στα λατινικά:obsessus. Οι λέξεις χρησιμοποιούνται παράλληλα στους βίους των δύο ανδρών: όταν στον ένα χρησιμοποιείται η λέξη «πολιορκία» ή «κατάληψη» στον άλλο χρησιμοποιείται η λέξη «κατεχόμενος»: από κάποιον δαίμονα.
Όπως αναφέρει και ο Φραντσέσκο Καρόττα, «οι θαυμαστές νίκες του Καίσαρα μετατράπηκαν σε νικηφόρα θαύματα του Ιησού. Έτσι, οι συγκρούσεις του Καίσαρα με τις οικογένειες των Καικιλίων, των Κλαυδίων και των Μετέλλων μεταλλάχθηκαν στις θεραπείες των τυφλών (λατ. caecilius=τυφλός), των χωλών (λατ. claudius=χωλός) και των κυλλών (κουλών, το λατ. mutilus=κουλός, αντί του metellus].
Κατά του Καίσαρα συνωμοτούν η Σύγκλητος και η ανώτατη αριστοκρατία της Ρώμης, ενώ οι πληβείοι διάκεινται ευνοϊκά απέναντί του. Την υποστήριξη του λαού έχει και ο Ιησούς, ενώ εναντίον του συνωμοτούν οι αρχιερείς, οι γραμματείς και οι πρεσβύτεροι. Ο Καίσαρ περιφρονούσε βαθύτατα τη Σύγκλητο[10], όσο ίσως περιφρονούσε και ο Ιησούς τους Γραμματείς και τους Φαρισαίους.
Ο Καίσαρ θα πεθάνει στις Ειδούς του Μαρτίου, δηλαδή την 15η του μηνός. Ο Ιησούς στις 15 του Νισάν (Μάρτιος-Απρίλιος).
Λίγο πριν από το θάνατο του Ιησού έπεσε για τρεις «ώρες» σκοτάδι «εφ’ όλην την γην»[11]. Ενώ τη χρονιά που δολοφονήθηκε ο Καίσαρ ο κύκλος του ήλιου «ήταν θαμπός, χωρίς λάμψη, και η θερμότητά του κατέβαινε αδύνατη και λεπτή»[12].
Μετά το θάνατο του Ιησού, «το καταπέτασμα του ναού εσχίσθη εις δύο από άνωθεν έως κάτω», «η γη εσείσθη και αι πέτραι εσχίσθησαν»[13]. Μετά το θάνατο του Καίσαρα εμφανίστηκε ένας μέγας και λαμπρός κομήτης («μέγας κομήτης διαπρεπής») για επτά νύχτες και μετά χάθηκε[14]. Ο κομήτης εμφανίστηκε κατά τη διάρκεια γιορτής που διοργάνωσε ο Αύγουστος-Οκταβιανός για την αποθέωση του Καίσαρα. Ο κομήτης «έλαμπε στο στερέωμα για επτά ημέρες συνέχεια, και ο κόσμος πίστεψε ότι ήταν η ψυχή του Καίσαρα που είχε γίνει δεκτός στους ουρανούς. Αυτό εξηγεί γιατί στην κορυφή του αγάλματός του προστέθηκε ένα αστέρι»[15]. [Ο Σουητώνιος αναφέρει επίσης ότι και ο Αύγουστος ανελήφθη στους ουρανούς[16].]Ο κομήτης αποτυπώθηκε σε νομίσματα μετά το θάνατο του Καίσαρα. Όσο όμως αυτός βρισκόταν εν ζωή είχαν κοπεί νομίσματα με το άστρο, πράγμα που ίσως αποτελεί ένα επιπλέον τεκμήριο των θείων τιμών με τις οποίες είχε περιβληθεί η μορφή του[17].
Αλλά και ο Ιησούς ανελήφθη στους ουρανούς λίγο καιρό μετά την ανάστασή του. Ενώ πάντα απεικονίζεται με ένα φωτοστέφανο πάνω από το κεφάλι του…
Επιγραφή με το κείμενο της επιστολής που έστειλαν οι Γυθεάτες στον Αυτοκράτορα Τιβέριο και στην οποία ανέφεραν όσα έκαναν για να τιμήσουν τον ίδιο και την οικογένειά του. Η επιγραφή βρέθηκε στο Γύθειο, στις αρχές του 20ου αιώνα.
Στην επιγραφή διαβάζουμε μεταξύ άλλων τις φράσεις: «θεού Σεβαστού [σ.σ. Αυγούστου] Καίσαρος του πατρός, επί δεν την εκ δεξιών δευτέραν Ιουλίας της Σεβαστής [σ.σ. Αυγούστας]» και «θυμιατήριον επικείσθω και επιθυέτωσαν πριν εισιέναι τα ακροάματα υπέρ της των ηγεμόνων σωτηρίας»… «Θεού Καίσαρος θεού υιού Σεβαστού Σωτήρος Ελευθερίου… και πατρός της πατρίδος»… «Όταν δεν επί το Καισάρηον [σ.σ. τον ναό όπου λατρεύονταν οι Καίσαρες] η πομπή παραγένηται, θυέτωσαν οι έφοροι ταύρον υπέρ της των ηγεμόνων και θεών σωτηρίας και αϊδίου [σ.σ. αιώνιας] της ηγεμονίας αυτών διαμονής…».
Και η επιγραφή με το κείμενο της απαντητικής επιστολής που έστειλε ο Αυτοκράτωρ Τιβέριος προς τους Γυθεάτες. Διαβάζουμε μεταξύ άλλων: «Τιβέριος Καίσαρ, θεού Σεβαστού [σ.σ. Αυγούστου] υιός, Σεβαστός, αρχιερεύς»… «τα νομοθετηθέντα υφ’ υμών εις ευσέβειαν μεν του εμού πατρός, τιμήν δε την ημετέραν.»… «… των του εμού πατρός εις άπαντα τον κόσμον ευεργεσιών τας θεοίς πρεπούσας τιμάς, αυτός δε αρκούμαι ταις μετριωτέραις τε και ανθρωπείοις…»
Κεφαλές επί πίνακι
Ο Καίσαρ διαβαίνει τον Ρουβίκωνα για να αντιμετωπίσει τον πρώην σύμμαχο και νυν εχθρό του, τον Πομπήιο, ο οποίος κατά κάποιο τρόπο υπήρξε ο «πολιτικός νονός» του. Ο Ιησούς στον Ιορδάνη συναντά τον Ιωάννη τον Πρόδρομο, που τον βαπτίζει στα νερά του ποταμού. Αργότερα, εμφανίζεται μία αντιπαλότητα μεταξύ των δύο ανδρών, καθώς ο Ιωάννης αμφιβάλλει για το κατά πόσον ο Ιησούς ήταν ο ερχόμενος ή αν θα έπρεπε να προσδοκούν κάποιον άλλο[18]. Χωρίς να μας απασχολήσει περαιτέρω η αντιπαλότητα Ιησού-Ιωάννη, να θυμίσουμε απλά ότι ο Ιωάννης συνελήφθη και φυλακίστηκε από τον Ηρώδη και, τελικά κατόπιν της απαίτησης της Ηρωδιάδος, αποκεφαλίστηκε, και η κεφαλή του προσφέρθηκε «επί πίνακι» στο κοράσιον.
Στο Κατά Ματθαίον και στο Κατά Μάρκον διαβάζουμε ότι ο Ιωάννης δεν συνελήφθη αλλά «παραδόθηκε»[19], ό,τι και αν σημαίνει αυτό.
Ένα άλλο πρόσωπο, που παρεδόθη-συνελήφθη, αποκεφαλίστηκε και η κεφαλή του μεταφέρθηκε «επί πίνακι» στον ηγεμόνα, είναι ο Πομπήιος. Μετά την ήττα του από τον Καίσαρα στα Φάρσαλα, ο Πομπήιος κατέφυγε στην Αίγυπτο. Εκεί, ο νεαρός βασιλιάς Πτολεμαίος –αδελφός της «Μεγάλης» Κλεοπάτρας– εισακούοντας τις εισηγήσεις των συμβούλων του διέταξε την εκτέλεση του Πομπήιου. Ο Πομπήιος, παρότι υποψιάστηκε την τύχη που τον περίμενε, βγήκε στη στεριά, όπου και δολοφονήθηκε.
Οι Αιγύπτιοι στρατιώτες έκοψαν το κεφάλι του Πομπήιου και το πήγαν στο βασιλιά τους για να του αποδείξουν ότι η διαταγή του είχε εκτελεστεί.
Βασιλείς επί πώλων καθήμενοι
Όταν ο Καίσαρ, εισερχόμενος στη Ρώμη (ROMA), και ο Ιησούς, εισερχόμενος στα Ιεροσόλυμα (HieROsolyMA), επευφημούνται από το «πλήθος» ως μέλλοντες βασιλείς…
Τη χρονιά της δολοφονίας του, 44 π.Χ., ο Καίσαρ σχεδίαζε να εκστρατεύσει κατά των Πάρθων. Έτσι, εκείνη τη χρονιά αποφάσισε να γίνουν νωρίτερα, στις 29 Ιανουαρίου, οι Λατινικές Εορτές (Feriae Latinae), που συνήθως γίνονταν στο Αλβανόν όρος τον Απρίλιο ή τον Ιούνιο. Η Σύγκλητος, μεταξύ των άλλων προνομίων που είχε παραχωρήσει στον Καίσαρα, του είχε δώσει το δικαίωμα να κυκλοφορεί έφιππος ακόμα και μέσα στην ίδια τη Ρώμη. Και επιπλέον, θα μπορούσε μετά τις Λατινικές Εορτές να επιστρέφει ιππεύοντας στην πόλη[20]. Στις 19 Ιανουαρίου του 44 π.Χ., λοιπόν, ο Καίσαρ επιστρέφοντας έφιππος στη Ρώμη μετά τη γιορτή, «ανάμεσα σε ένα πλήθος που τον συνόδευε με υπέρμετρες και πρωτόγνωρες επευφημίες, κάποιος από όλους τοποθέτησε στο άγαλμά του ένα δάφνινο στέφανο στολισμένο με λευκή ταινία» («εἰκόνα δ’ αὐτου̂ τις τω̂ν ὑπερεθιζόντων τὸ λογοποίημα τη̂ς βασιλείας ἐστεφάνωσε δάφναις, ἀναπεπλεγμένης ταινίας λευκη̂ς»[21]).
Το πρόβλημα ήταν ότι η λευκή ταινία ήταν, για τους Ρωμαίους, έμβλημα βασιλικό. Οι δήμαρχοι της πόλης, Επίδιος Μαρούλλος και Καισήτιος Φλάβος, έδωσαν εντολή να αφαιρεθεί η ταινία από το στεφάνι και να φυλακιστεί εκείνος που το είχε κάνει. Ο Καίσαρ, όπως αναφέρει ο Σουητώνιος, δυσανασχέτησε, «είτε επειδή ο υπαινιγμός για τη βασιλική εξουσία δεν είχε τύχει και τόσο ευνοϊκής υποδοχής είτε επειδή, όπως εκείνος υποστήριζε, του είχαν στερήσει την ευκαιρία να αποποιηθεί ο ίδιος αυτό το αξίωμα», επιτίμησε δριμύτατα τους δημάρχους και τους απομάκρυνε από την εξουσία[22].
Το ίδιο επεισόδιο περιγράφεται και από τους άλλους ιστορικούς (Πλούταρχο, Δίωνα[23]) που έγραψαν για εκείνη την περίοδο. Αυτοί όμως δεν αναφέρουν το επεισόδιο με το άγαλμα αλλά πως όταν κάποτε κατέβηκε από την Άλβα, κάποιοι «τόλμησαν να τον χαιρετήσουν ως βασιλιά. Επειδή όμως ο λαός ταράχτηκε, εκείνος στενοχωρήθηκε και είπε πως δεν ονομάζεται βασιλιάς αλλά Καίσαρ»[24] («οὐκ εἰμὶ Βασιλεύς, ἀλλὰ Και̂σαρ» [25]).
Όταν ο Πιλάτος θέλησε να απελευθερώσει τον Ιησού, οι «Ιουδαίοι έκραζον λέγοντες: εάν τούτον απολύσης, ουκ ει φίλος του Καίσαρος. Πας ο βασιλέα εαυτόν ποιών αντιλέγει τω Καίσαρι». Ο Πιλάτος, στη συνέχεια, οδήγησε έξω τον Ιησού «και εκάθισεν επί βήματος εις τόπον λεγόμενον Λιθόστρωτον». Και λέγει απευθυνόμενος στους Ιουδαίους: «Ίδε ο βασιλεύς σας». Κι εκείνοι εκραύγασαν, «Άρον άρον, σταύρωσον αυτόν». Ο Πιλάτος εκφράζει την απορία του: «τον βασιλέα υμών σταυρώσω;» Και οι αρχιερείς απεκρίθησαν: «ουκ έχομεν βασιλέα ει μη Καίσαρα». Και ο Πιλάτος «παρέδωκεν αυτόν αυτοίς ίνα σταυρωθή» [26].
Στο Απόκρυφο Ευαγγέλιο του Νικόδημου, για παράδειγμα, ο Ιησούς ερωτάται επανειλημμένα από τον Πιλάτο, «Είσαι βασιλιάς;» και ο Ιησούς απαντά στερεότυπα, «Συ είπας», αρνούμενος να πάρει σαφή θέση. Παρόμοια ιστορία για τον Καίσαρα αναφέρει και ο Δίων[27]. Στην εορτή των Λουπερκαλίων που γινόταν στην Αγορά [στις 16 Φεβρουαρίου 44], ο Μάρκος Αντώνιος επικεφαλής όλων των ιερέων της πόλης, προσφέρει ξανά και ξανά το βασιλικό διάδημα στον Καίσαρα, ο οποίος αρνείται να το δεχθεί, μετά τις αντιδράσεις του λαού. «Μόνον ο Ζευς είναι βασιλεύς των Ρωμαίων», απαντά με περισσή «μετριοφροσύνη» ο Καίσαρ…
Το επεισόδιο στην Άλβα προκάλεσε αλγεινή εντύπωση στους Ρωμαίους, αφού ο Καίσαρ αντί να τιμωρήσει εκείνους που τον αποκάλεσαν βασιλιά, τιμώρησε τους δημάρχους, διαγράφοντάς τους μάλιστα και από τις τάξεις των συγκλητικών, και αφήνοντας ελεύθερους όσους τον είχαν αποκαλέσει βασιλιά[28].
Ο πόθος του Καίσαρα για τη βασιλεία προκαλούσε ήδη φανερό και θανάσιμο μίσος εναντίον του.
Την ημέρα της δολοφονίας του Καίσαρα, ο Βρούτος, προσπαθώντας να τον πείσει να συμμετάσχει στις εργασίες της συγκλήτου, παρά τους κακούς οιωνούς και το άσχημο όνειρο που είχε δει το προηγούμενο βράδυ η Καλπουρνία, η σύζυγος του Καίσαρα, του έλεγε ότι η σύγκλητος είχε ήδη συνέλθει «και όλοι ήταν πρόθυμοι να ψηφίσουν για να αναγορευθεί βασιλιάς των επαρχιών εκτός της Ιταλίας και να φοράει διάδημα, όταν πηγαίνει σ’ άλλες χώρες και στη θάλασσα»[29].
Το επεισόδιο με την είσοδο του Καίσαρα στη Ρώμη μεταφέρεται αυτούσιο στην Καινή Διαθήκη. Λίγες μέρες πριν από το Πάσχα, ο Ιησούς εισέρχεται στα Ιεροσόλυμα καθήμενος επί «πώλου». Παρότι θεωρείται ότι ο Ιησούς καθόταν σε ένα γαϊδουράκι, αυτό δεν είναι καθόλου σίγουρο, αφού η λέξη «πώλος» αναφέρεται τόσο σε νεαρό άλογο, όσο και σε νεαρό μουλάρι ή γαϊδούρι. Και καθώς ο Ιησούς έμπαινε στην πόλη, «οι προάγοντες και οι ακολουθούντες έκραζον λέγοντες, ωσαννά [«Ω, Κύριε, σώσε με»], ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου. Ευλογημένη η ερχομένη βασιλεία εν ονόματι Κυρίου του πατρός ημών Δαυίδ»[30]. Κάπου εδώ τελειώνει το επεισόδιο με την είσοδο του Ιησού στην Ιερουσαλήμ, όπως περιγράφεται στο Κατά Μάρκον.
Η αναφορά των λέξεων «Κυρίου» και «Δαυίδ» δεν πρέπει να εκπλήσσει. Είναι γνωστό, άλλωστε, ότι ο Καίσαρ είχε και θεϊκή και βασιλική καταγωγή – ακόμα και ο ίδιος δεν δίσταζε να τονίζει αυτές τους τις ιδιότητες σε κάθε ευκαιρία. Ο Καίσαρ θεωρούσε ότι καταγόταν από τη θεά Αφροδίτη, αλλά και από τη βασιλική γενιά του Αινεία, του μυθικού (;) γενάρχη (του πατρός της πατρίδας) των Ρωμαίων.
Απλές συμπτώσεις θα μπορούσε κάποιος να πει. Δύο επιφανείς άνδρες εισέρχονται σε κάποιες πόλεις, καθήμενοι επί ενός «ιπποειδούς» και ο λαός, ή μερίδα αυτού, τους επευφημεί ως βασιλείς χωρίς αυτοί να είναι –ακόμα– κάτι τέτοιο (η ερχομένη βασιλεία).
Στο επεισόδιο με τον Καίσαρα, σημαντικό ρόλο παίζουν και οι Δήμαρχοι της Ρώμης, που δυσανασχετούν με εκείνους που αποκαλούν βασιλιά τον Καίσαρα. Παρόμοιο περιστατικό δεν αναφέρεται στο Κατά Μάρκον. Στο Κατά Λουκάν, όμως, το επεισόδιο περιγράφεται λίγο διαφορετικά από ό,τι στο Κατά Μάρκον και έχει και συνέχεια.
Ενώ το Κατά Μάρκον αναφέρει ότι τον Ιησού τον επευφημούσαν «οι προάγοντες και οι ακολουθούντες» αυτόν, δηλαδή, εκείνοι που προπορεύονταν του Ιησού κι εκείνοι που τον ακολουθούσαν, δεν διευκρινίζεται ποιοι ακριβώς ήταν όλοι αυτοί. Εν γένει θεωρείται ότι ήταν το πλήθος του λαού της Ιερουσαλήμ που υποδεχόταν τον Ιησού.
Στο Κατά Λουκάν, όμως, αυτό το «πλήθος» είναι συγκεκριμένο: «ήρξατο άπαν το πλήθος των μαθητών χαίροντες αινείν τον Θεόν φωνή μεγάλη περί πασών ων είδον δυνάμεων λέγοντες. Ευλογημένος ο ερχόμενος βασιλεύς εν ονόματι Κυρίου. Ειρήνη εν ουρανώ και δόξα εν υψίστοις»[31].
Το αφηρημένο πλήθος του Κατά Μάρκον είναι πια συγκεκριμένο: πρόκειται για άπαν το πλήθος των μαθητών. Όπως και στην περίπτωση του Καίσαρα, όταν μερικοί μόνον οπαδοί του τον επευφημούν ως βασιλιά, έτσι και στην περίπτωση του Ιησού δεν είναι ο λαός εκείνος που τον αποκαλεί μελλοντικό βασιλέα, αλλά μόνον το «πλήθος» των μαθητών του.
Το γεγονός αυτό προκαλεί την αντίδραση «κάποιων», αφού αμέσως μετά διαβάζουμε στοΚατά Λουκάν: «Και τινες των Φαρισαίων από του όχλου είπον προς αυτόν. Διδάσκαλε, επιτίμησον τοις μαθηταίς σου. Και αποκριθείς είπεν αυτοίς. Λέγω υμίν ότι εάν ούτοι σιωπήσωσιν, οι λίθοι κεκράξονται»[32]. Γιατί οι Φαρισαίοι ζήτησαν από τον Ιησού να επιτιμήσει τους μαθητές του; Επειδή αινούσαν τον Θεό και τα θαύματά του; Ή επειδή μιλούσαν για «ειρήνη στον ουρανό, και δόξα εν υψίστοις»; Προφανώς, οι Φαρισαίοι, ως άλλοι Δήμαρχοι, ζήτησαν από τον Ιησού να καταδικάσει εκείνους που τον αποκαλούσαν («ερχόμενο») βασιλέα. Και όπως ο Καίσαρ αφήνει ελεύθερους εκείνους που είχαν φυλακιστεί επειδή τον αποκάλεσαν βασιλιά, έτσι κι ο Ιησούς αρνείται να επιπλήξει τους μαθητές του. Στη Ρώμη, εξάλλου, ακόμα και οι πέτρες (οι λίθοι) γνώριζαν ότι ο Καίσαρ μόνον κατ’ όνομα δεν ήταν βασιλιάς. Ή όπως λέει και η παροιμία, «ο κόσμος το ’χει τούμπανο (κεκράξονται) κι αυτοί (οι Δήμαρχοι) κρυφό καμάρι»…
Ο λόγος για τον οποίο ο Ιησούς ζήτησε από τους μαθητές του να βρουν κάποιον «πώλο» για να μπει πάνω σ’ αυτόν στην πόλη δεν διευκρινίζεται από τα δύο ευαγγέλια. Οι λόγοι, ωστόσοι, εξηγούνται στο –μεταγενέστερο των δύο προηγούμενων– ευαγγέλιο, το Κατά Ματθαίον. Αυτό αναφέρει ρητά «όνον δεδεμένη και πώλον μετ’ αυτής… υιόν υποζυγίου», χωρίς να διευκρινίζει πάνω σε ποιο υποζύγιο κάθισε ο Ιησούς. Το Κατά Ματθαίον, παρότι προηγείται των άλλων δύο στην Καινή Διαθήκη, είναι μεταγενέστερο αυτών, και μάλιστα είναι το «εβραϊκότερο» των άλλων δύο Ευαγγελίων[33]. Στην ιστορία του Ιησού αρχίζει ήδη να προστίθεται ένα δεύτερο «εβραϊκό» υπόστρωμα.
Αναφέρει, λοιπόν, το Κατά Ματθαίον ότι ο Ιησούς ζήτησε «την όνον και τον πώλον» ίνα «πληρωθεί το ρηθέν δια του προφήτου λέγοντος. Είπατε τη θυγατρί Σιών, ιδού ο βασιλεύς σου έρχεταί σοι πραΰς και επιβεβηκώς επί όνον και πώλον υιόν υποζυγίου»[34]. Ο προφήτης είναι ο Ζαχαρίας: «Χαίρε σφόδρα, θύγατερ Σιών. Κήρυσσε, θύγατερ Ιερουσαλήμ. Ιδού ο βασιλεύς σου έρχεταί σοι, δίκαιος και σώζων αυτός, πραΰς και επιβεβηκώς επί υποζύγιον και πώλον νέον» και ο βασιλεύς θα εξολοθρεύσει τους πάντες και τα πάντα και θα φέρει ειρήνη στα έθνη, και θα κυριαρχήσει σε ολόκληρο τον κόσμο και, επιπλέον, «εξεγερώ τα τέκνα σου, Σιών, επί τα τέκνα των Ελλήνων…»[35]
Οι Μάρκος και Λουκάς μεταφέρουν αυτούσιο το επεισόδιο με τον Καίσαρα, και τον ίππο, και τις «βασιλικές επευφημίες» και τις αντιδράσεις των Δημάρχων, αγνοώντας τα περί προφητείας. Ο Ματθαίος προσθέτει το απαραίτητο «εβραϊκό άρωμα», όπως κάνει και ο Ιωάννης, που αναφέρει ότι ο «ο όχλος ο πολύς ο ελθών» έκραζε «ωσαννά, ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου, ο βασιλεύς του Ισραήλ» και συνεχίζει παραθέτοντας την προφητεία του Ζαχαρία. Βασιλεύς του Ισραήλ, πια… Και οι Φαρισαίοι δεν διατυπώνουν καμία ένσταση, απλά είπαν μεταξύ τους: «Βλέπετε ότι δεν ωφελεί σε τίποτα; Να, ο κόσμος τον ακολούθησε»[36].
Τέλος, κάτι για το άλογο του Καίσαρα που ίσως έχει τη σημασία του. Ο Καίσαρ είχε στην κατοχή του ένα λαμπρό άλογο, που είχε γεννηθεί στα κτήματά του, και οι οιωνοσκόποι είχαν «προφητεύσει πως ο κύριός του θα κυριαρχούσε σε ολόκληρο τον κόσμο…»[37]
Να τονίσουμε εδώ ότι, πολύ συχνά, όταν στα ρωμαϊκά δρώμενα αναφέρεται κάποιος οιωνός ή σημάδι, στα εβραιοχριστιανικά δρώμενα μετατρέπονται σε «ρηθέντα υπό των προφητών». Και τα παραδείγματα δεν λείπουν…
Οι Μυστικοί Δείπνοι
Τα περί του Μυστικού Δείπνου του Ιησού με τους μαθητές του, λίγες ώρες πριν από τη σύλληψή του, την παραμονή του θανάτου του, γνωστά.
Αυτό που παρουσιάζει ενδιαφέρον είναι ότι και ο Καίσαρ, την παραμονή της δολοφονίας του, παραβρέθηκε σε γεύμα στο σπίτι του ιππάρχου Μάρκου Λεπίδου. Κατά τη διάρκεια του γεύματος, μάλιστα, ο Δέκιμος Βρούτος Αλβίνος, που μετείχε ήδη της συνωμοσίας κατά του Καίσαρα και γνώριζε το τι θα επακολουθούσε την επαύριον, έθεσε το ερώτημα: «τίς ἄριστος ἀνθρώπῳ θάνατος». Ακούστηκαν διάφορες γνώμες και στο τέλος ο Καίσαρ «έκανε σαφές ότι προτιμά έναν ξαφνικό και απροσδόκητο θάνατο»[38]. «Αυτός εκ πάντων επήνει τον αιφνίδιον [θάνατον]». Λες και προμάντευε, συνεχίζει ο Αππιανός, και καθόταν και φλυαρούσε για τα όσα θα συνέβαιναν την επόμενη ημέρα («καὶ ὁ μὲν ὡ̂δε προυμαντεύετο ἑαυτῳ̂ καὶ ἐλεσχήνευε περὶ τω̂ν ἐς τὴν αὔριον ἐσομένων» [39]).
Ο Ιησούς κατά τη διάρκεια του Μυστικού Δείπνου, το βράδυ που προηγήθηκε της σταύρωσής του και καθώς συντρώγει με τους μαθητές του, τους λέγει ότι κάποιος από αυτούς θα τον προδώσει και θα τον οδηγήσει στον θάνατο. Προλέγει μάλιστα το θάνατό του: «Ο μεν υιός του ανθρώπου υπάγει καθώς γέγραπται περί αυτού»[40]
Ο Πέτρος τον ρωτά ποιος είναι εκείνος που θα τον προδώσει. Και ο Ιησούς απαντά ότι θα είναι εκείνος στον οποίο θα δώσει το ποτισμένο στο κρασί ψωμί. «Και εμβάψας το ψωμίον δίδωσιν Ιούδα Σίμωνος Ισκαριώτη. Και μετά το ψωμίον τότε εισήλθεν εις εκείνον ο σατανάς. Λέγει ουν αυτώ ο Ιησούς: ό ποιείς ποίησον τάχιον.»[41] Ό,τι είναι να κάνεις κάν’ το γρήγορα.
Βλέπουμε, λοιπόν, ότι οι δύο άνδρες γευματίζουν την παραμονή του θανάτου τους, παρουσία κάποιου προδότη. Προλέγουν και οι δύο το θάνατό τους, ενώ και οι δύο προτιμούν αυτός να είναι γρήγορος, ό,τι είναι να γίνει να γίνει γρήγορα.
Ο Δέκιμος Ιούνιος Βρούτος ο επιλεγόμενος Αλβίνος που, όπως αναφέραμε, συμμετείχε στο γεύμα την παραμονή της δολοφονίας του Καίσαρα, δεν θα πρέπει να συγχέεται με τον –γνωστότερο, («και συ τέκνον!»)– Μάρκο Ιούνιο Βρούτο που συμμετείχε επίσης στη συνωμοσία.
Βλέπουμε, λοιπόν, πως στη συνωμοσία εναντίον του Καίσαρα συμμετείχαν δύο Βρούτοι. Το αξιοπερίεργο (;) είναι ότι και στο Μυστικό Δείπνο, σύμφωνα με το Κατά Ιωάννην συμμετείχαν δύο Ιούδες: «Λέγει αυτώ Ιούδας, ουχ ο Ισκαριώτης…»[42]
Στην πρώτη περίπτωση, του Καίσαρα, έχουμε δύο Βρούτους, ο ένας εκ των οποίων –ο Δέκιμος Βρούτος– συμμετέχει στο γεύμα και συζητά με τον Καίσαρα, ενώ ο άλλος –ο Μάρκος Βρούτος– συμμετέχει άμεσα στη δολοφονία. [Ο Δέκιμος Βρούτος δεν συμμετείχε άμεσα στη δολοφονία, αφού καθυστερούσε, συζητώντας για άσχετα θέματα, τον Μάρκο Αντώνιο, φίλο του Καίσαρα, έξω από το χώρο συνεδρίασης της Συγκλήτου.]
Στη δεύτερη περίπτωση, του Ιησού, έχουμε δύο Ιούδες, που συμμετέχουν και οι δύο στο Δείπνο, αν και ο Ισκαριώτης αποχώρησε σχετικά νωρίς. Ο άλλος Ιούδας συζητά στο Δείπνο με τον Ιησού, ενώ ο Ισκαριώτης είναι εκείνος που τον προδίδει λίγες ώρες αργότερα.
Οι προδοσίες
Η προδοσία του Ιούδα αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα μυστήρια της Καινής Διαθήκης. Υποτίθεται ότι οι «απεσταλμένοι των αρχιερέων και γραμματέων και των πρεσβυτέρων» χρειάζονταν κάποιον για να τους υποδείξει τον Ιησού. Αμέσως, όμως, μετά τη σύλληψή του ο Ιησούς τους λέγει: «ως επί ληστήν εξήλθετε μετά μαχαιρών και ξύλων συλλαβείν με. Καθ’ ημέραν προς υμάς ήμην εν τω ιερώ διδάσκων, και ουκ εκρατήσατέ με. Αλλ’ ίνα πληρωθώσιν αι γραφαί»[43]. Αφού ο Ιησούς δίδασκε καθημερινά στο Ναό, η προδοσία του Ιούδα ήταν περιττή. Οι θεολόγοι, για να δικαιολογήσουν την προδοσία, παραπέμπουν στο «ίνα πληρωθώσιν αι γραφαί» και αναφέρουν τη μεσσιανική προφητεία του Ησαΐα (53), όπου όμως δεν αναφέρεται τίποτα περί προδοσίας!
Σύμφωνα με το Κατά Λουκάν, ο Ιούδας πρόδωσε τον Ιησού επειδή μπήκε μέσα του ο Σατανάς[44]. Αλλά και οι Βρούτοι πρόδωσαν τον Καίσαρα τη βοηθεία του Σατανά. Ξαναδιαβάζοντας την ευαγγελική μυθοπλασία, πολλά πράγματα ξεκαθαρίζουν αν λάβουμε υπόψη μας ότι οι διαμάχες του Καίσαρα με τη Senatus (Σύγκλητο) έχουν πια μετατραπεί σε διαμάχες του Ιησού με τον Satanas. Και ο Satanas/Senatus ήταν ένας καθόλα άξιος «αντίπαλος», αφού αυτό ακριβώς σημαίνει η λέξη στα εβραϊκά. Όχι πως κάποιοι δεν διέθεταν χιούμορ…
Το προσωνύμιο του Ιούδα «Ισκαριώτης» παρουσιάζει κι αυτό το ενδιαφέρον του. Οι περισσότεροι ειδικοί συμφωνούν ότι προέρχεται από το λατινικό sicarius (δολοφόνος, μαχαιροβγάλτης), που με τη σειρά του προέρχεται από τη λέξη sica (ξιφίδιο, στιλέτο). Έχουν χυθεί τεράστιες ποσότητες μελάνης, όσον αφορά τους Σικάριους –εξτρεμιστές Ιουδαίους που αγωνίζονταν κατά των Ρωμαίων και των συνεργατών τους– και τη σχέση του Ιούδα μαζί τους. Ο δολοφόνος-μαχαιροβγάλτης Ιούδας δεν είναι παρά ο δολοφόνος-μαχαιροβγάλτης Ιούνιος (Βρούτος).
Ο Ιούδας μετανόησε στη συνέχεια για την πράξη του και, αφού παρέδωσε τα τριάντα αργύρια στους πρεσβυτέρους, αυτοκτόνησε[45]. (Τα περί τριάντα αργυρίων δεν αποτελούν παρά «δάνειο» από τον Ζαχαρία [46], όπου και πάλι δεν αναφέρεται κάτι περί προδοσίας.)
Ο Ματθαίος δεν αναφέρει τον τρόπο με τον οποίο αυτοκτόνησε ο Ιούδας, αλλά αυτό αναφέρεται λεπτομερώς στις Πράξεις των Αποστόλων, όπου ο Πέτρος λέει: «Αυτός [ο Ιούδας], λοιπόν, απέκτησε ένα χωράφι από τον μισθό της αδικίας, και αφού έπεσε μπρούμυτα, σχίστηκε στο μέσον, και ξεχύθηκαν όλα τα εντόσθιά του»[47].
Περίεργος τρόπος αυτοκτονίας, που ξεκαθαρίζει μόνον αν λάβουμε υπόψη μας τον τρόπο με τον οποίο αυτοκτόνησε ο Μάρκος Ιούνιος Βρούτος. Γιατί κι αυτός είχε το ίδιο τέλος. Όταν ηττήθηκε από τους Αντώνιο και Οκταβιανό στη δεύτερη μάχη των Φιλίππων, «πήγε σ’ ένα γκρεμό και με γυμνό το ξίφος του χτύπησε το στήθος του και, όπως λένε, τον βοήθησε και κάποιος φίλος του στο χτύπημα, και πέθανε». [«Έπεσε μπρούμυτα, σχίστηκε στο μέσον, και ξεχύθηκαν όλα τα εντόσθιά του»] Ο Βρούτος, πριν από το θάνατό του, έβλεπε στον ύπνο του οράματα που του έδειχναν ότι η σφαγή του Καίσαρα δεν άρεσε στους θεούς. Σε κάποια από αυτές τις περιπτώσεις ρώτησε το «με τρομερή μορφή άνδρα» φάντασμα, ποιος είναι. Και εκείνο του απάντησε: «Ο δικός σου κακός δαίμονας, Βρούτε. Θα με δεις στους Φιλίππους». Και ο Βρούτος του απάντησε θαραλλέα: «θα σε δω» [48].
Η λόγχη του Λογγίνου
Ο Γάιος Κάσσιος Λογγίνος ήταν ένας από τους ηγέτες της συνωμοσίας κατά του Καίσαρα. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, «πρώτος τον χτύπησε ο Κάσσιος με ξίφος στον λαιμό, όχι θανατηφόρο ή βαθύ χτύπημα…»[49], ενώ σύμφωνα με τον Αππιανό, «Κάσσιος ες το πρόσωπον έπληξε»[50].
Σύμφωνα με το –απόκρυφο– Ευαγγέλιο του Νικόδημου, που είναι γνωστό και ως Πράξεις του Πιλάτου, όταν ο Ιησούς βρισκόταν στο σταυρό, «ένας στρατιώτης ονόματι Λογγίνος, παίρνοντας μια λόγχη τρύπησε το πλευρό του και αμέσως βγήκε αίμα και νερό»[51].
Ο Γ. Κάσσιος Λογγίνος, στην εμφύλια διαμάχη που ξέσπασε μετά τη δολοφονία του Καίσαρα, ηττήθηκε στους Φιλίππους και «αυτοκτόνησε με εκείνο το ίδιο ξίφος, με το οποίο χτύπησε τον Καίσαρα»[52].
Ο προδότης Ιούδας, σύμφωνα με τη χριστιανική παράδοση, αυτοκτόνησε –και αυτός–από τύψεις επειδή είχε προδώσει τον Ιησού…
Για τη λόγχη του Λογγίνου έχει δημιουργηθεί και ολόκληρη παραφιλολογία, αφού σύμφωνα με την «παράδοση» όποιος κατέχει τη λόγχη που τραυμάτισε τον Ιησού στα πλευρά κυριαρχεί στον κόσμο. Καρλομάγνοι, Ναπολέοντες και Χίτλερ ήταν μερικοί από εκείνους που, υποτίθεται, ότι διαγκωνίστηκαν για να την αποκτήσουν.
Περί σωτηρίας
Οι παραπορευόμενοι «εβλασφήμουν» τον Ιησού λέγοντας: «Σώσον σεαυτόν και κατάβα από του σταυρού»[53], ενώ και «οι αρχιερείς εμπαίζοντες προς αλλήλους μετά των γραμματέων έλεγον. Άλλους έσωσεν, εαυτόν ου δύναται σώσαι»[54].
Κατά την κηδεία του Καίσαρα, ακούστηκαν κάποιοι στίχοι από το έργο του ΠακούβιουΚρίσις Όπλων, που στο πλήθος φάνηκε λες και μιλούσε ο ίδιος ο Καίσαρ: «Εγώ λοιπόν τους έσωσα κείνους που με ξεκάναν»[55] [«εμέ δε και τούσδε περισώσαι τους κτενούντας με»[56]].
Επιείκεια και Αγάπη
Αν υπάρχει μία και μοναδική λέξη που συνοψίζει τη διδασκαλία του Ιησού τότε, αναμφίβολα, αυτή είναι η λέξη «αγάπη». Διαβάζουμε, για παράδειγμα, στο Κατά Ματθαίον, τα όσα ανέφερε για την αγάπη ο Ιησούς στην Επί του Όρους Ομιλία του: «Αγαπάτε τους εχθρούς υμών… καλώς ποιείτε [ευεργετείτε] τοις μισούσιν υμάς και προσεύχεσθε υπέρ των επηρεαζόντων [εκείνων που σας βλάπτουν] και διωκόντων υμάς… Εάν γαρ αγαπήσετε τους αγαπώντας υμάς, τίνα μισθόν έχετε;»[57]
Αν υπάρχει ένα ιστορικό πρόσωπο που να εφάρμοσε στην πράξη αυτές τις αρχές, αυτό δεν είναι άλλο από τον Ιούλιο Καίσαρα! Η λέξη που χαρακτηρίζει κάθε πτυχή του δημόσιου βίου του Καίσαρα είναι η λέξη «επιείκεια». Ο Καίσαρ συγχωρεί όλους τους αντιπάλους και τους εχθρούς του, είναι μάλιστα τόσο επιεικής μαζί τους που, την περίοδο του εμφυλίου πολέμου μετά τη διάβαση του Ρουβίκωνα, προκαλεί την έκπληξη όλων των Ρωμαίων, φίλων και αντιπάλων. Συγχωρεί τους εχθρούς του ξανά και ξανά, τους παίρνει κοντά του, τους επιβραβεύει με αξιώματα και τιμές. Και είναι χαρακτηριστικό ότι όλοι όσοι συνωμότησαν εναντίον του ήταν παλαιότερα εχθροί του, που τους είχε συγχωρήσει και τους είχε «ευεργετήσει με πολλούς τρόπους»[58].
Ακόμα και όταν είναι υποχρεωμένος να τιμωρήσει τους εχθρούς του είναι «από τη φύση του πολύ επιεικής»[59].
Ο Καίσαρ ταυτίστηκε τόσο πολύ με την Επιείκεια (Clementia), ώστε η Σύγκλητος ψήφισε τη θεοποίηση της αρετής του Καίσαρα και τη δημιουργία ενός κοινού ναού, στον οποίο τα αγάλματα του Καίσαρα και της Επιείκειας εμφανίζονται πιασμένα από το χέρι[60]. Και το ιερό της Επιείκειας δεν το ψήφισαν άδικα, αλλά σαν ευχαριστήριο λόγω της πραότητάς του («χαριστήριον επί τη πραότητι»), «γιατί συγχώρεσε πολλούς από εκείνους που πολέμησαν εναντίον του και σε μερικούς έδωσε τιμές και εξουσίες, όπως στον Βρούτο και στον Κάσσιο, αφού έγιναν κι οι δυο στρατηγοί»[61].
Και όλα αυτά –και πολλά άλλα– όσο ακόμα ήταν εν ζωή. Τον αποκαλούσαν επίσης Jupiter Iulius (Δία Ιούλιο), ενώ η Σύγκλητος είχε εκλέξει τον Μάρκο Αντώνιο ιερέα του Καίσαρα και της Επιείκειας, ένα είδος flamen dialis (ιερέα του Δία)[62]. Ο ιερέας της θρησκείας του Καίσαρα και της Επιείκειας, Μάρκος Αντώνιος, αποτελεί το πρόσωπο πάνω στο οποίο βασίστηκε ο ευαγγελικός χαρακτήρας του Πέτρου, του πρώτου τη τάξει μαθητή του Ιησού. Ο Αντώνιος, φοβούμενος για τη ζωή του, αμέσως μετά τη δολοφονία του Καίσαρα κρύφτηκε για μια ημέρα, προδίδοντας έτσι το φίλο, «θεό» και ευεργέτη του. Ο Πέτρος χρειάστηκε να αρνηθεί τρεις φορές το δάσκαλό του…
Και ας μην ξεχνάμε ότι ο Καίσαρ ήταν, τα τελευταία 20 χρόνια της ζωής του, pontifex maximus (αρχιερέας) της ρωμαϊκής θρησκείας –είχε εκλεγεί το 63 π.Χ.–, και επικεφαλής των 16 ιερέων που διακονούσαν τους θεούς –και όχι μόνον– της Ρώμης. Την εποχή του Καίσαρα, τόσο ο αρχιερέας όσο και οι ιερείς ήταν όλοι αιρετοί. Τον Καίσαρα, στη θέση του αρχι-ποντίφηκα τον διαδέχτηκε ο Λέπιδος και, μετά το θάνατο του τελευταίου, pontifex maximus αναδείχτηκε ο αυτοκράτορας Αύγουστος, ο οποίος κατάργησε για πάντα την εκλογή των ιερέων. Έκτοτε, όλοι οι αυτοκράτορες της Ρώμης και της Νέας Ρώμης –μέχρι και τον Γρατιανό– ήταν ταυτόχρονα και αρχιερείς, έχοντας το δικαίωμα να ορίζουν οι ίδιοι τους ιερείς. Τον τίτλο του αρχιερέα δεν τον είχε αποποιηθεί ούτε ο «Μέγας» Κωνσταντίνος. Ο «Μέγας» Θεοδόσιος ήταν ο πρώτος αυτοκράτορας που αποποιήθηκε τον τίτλο pontifex maximus, τον οποίο ιδιοποιήθηκε αμέσως –και φέρει έκτοτε– ο πάπας της Ρώμης…
Το απόσπασμα από την Επί του Όρους Ομιλία, που παραθέσαμε στην αρχή αυτής της ενότητας, ακολουθείται από το επόμενο: «Να είστε, λοιπόν, τέλειοι, όπως ο Πατέρας σας, που είναι στους ουρανούς, είναι τέλειος»[63]. Πράγματι. Ο Πατέρας της Πατρίδας, ήταν τέλειος, και βρισκόταν ήδη στους ουρανούς…
Ο «Θεός Ιούλιος» και ο «Υιός του Θεού» >
Φαίνεται πως σχεδόν κάθε επεισόδιο της ζωής του Ιησού έχει το αντίστοιχό του στη ζωή του Καίσαρα. Σχεδόν; Ναι. Δεν έχουμε ασχοληθεί ακόμα με ένα από τα σημαντικότερα επεισόδια στη ζωή του Ιησού, που αποτελεί ταυτόχρονα και ένα από τα βασικά θεμέλια της χριστιανικής πίστης: τη σταύρωση.
Το επεισόδιο της σταύρωσης αποτελεί από μόνο του το θέμα μιας άλλης και –εξαιρετικά– ενδιαφέρουσας έρευνας. Σ’ αυτό το άρθρο, ωστόσο, θα ασχοληθούμε μόνον με τους τρόπους με τους οποίους η χριστιανική Εκκλησία τιμά τον Ιησού στις Ακολουθίες της Μεγάλης Εβδομάδας και, κυρίως, στην Ακολουθία των Παθών, τη Μεγάλη Πέμπτη, και στην Ακολουθία του Επιταφίου την Μεγάλη Παρασκευή, ανιχνεύοντας κάποιους ενδιαφέροντες παραλληλισμούς…
Ας κάνουμε όμως πρώτα μια μικρή παρένθεση.
Ο Καίσαρ μετά τη δολοφονία του κατατάχθηκε στους θεούς, «όχι μόνο με τις επίσημες διακηρύξεις αλλά και στη συνείδηση του λαού»[64]. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο[65], η κατάταξη του Καίσαρα στους θεούς έγινε με απόφαση της Συγκλήτου, την επομένη της δολοφονίας του. Έκτοτε η επίσημη ονομασία του ήταν Divus Iulius (Αποθεωμένος – ή Θεός– Ιούλιος). Η επίσημη κατάταξή του στους θεούς έγινε δύο χρόνια μετά το θάνατό του, το 42 π.Χ. Αλλά και όσο ήταν ήδη εν ζωή, η Σύγκλητος του είχε επιδαψιλεύσει παρόμοιες τιμές: αγάλματά του είχε τοποθετηθεί σε όλους τους ναούς της ρωμαϊκής επικράτειας. Η Σύγκλητος αποφάσισε, επίσης, οι Ειδοί του Μαρτίου να ονομαστούν Ημέρα της Πατροκτονίας, και να μην συνέρχεται ποτέ η Σύγκλητος σε συνεδρίαση αυτή την ημέρα[66].
Αρχικά ο όρος «divus» δεν ήταν παρά μία μορφή της λέξης «deus» και σήμαινε απλά «θεός». Μετά την επίσημη, ωστόσο, κατάταξη του Καίσαρα στους θεούς, η λέξη «divus» έφτασε να σημαίνει κάποιον θεό που προηγουμένως υπήρξε άνθρωπος.
Μετά την επίσημη εκθέωση του Καίσαρα το 42 π.Χ., ο μικρανηψιός και υιοθετημένος γιος και διάδοχός του αυτοκράτορας Αύγουστος (Οκταβιανός) άρχισε να αποκαλείται επίσημα «divi filius», δηλαδή «Θεού Υιός» ή «Υιός Θεού». Ο επίσημος μάλιστα τίτλος του στα επίσημα ελληνικά έγγραφα της εποχής ήταν «Αυτοκράτωρ Καίσαρ Αύγουστος Υιός Θεού».
Χωρίς να υπεισέλθουμε σε πολλές λεπτομέρειες σχετικά με τη λατρεία του αυτοκράτορα, να αναφέρουμε απλώς ότι ο Αύγουστος (στα ελληνικά σημαίνει «Σεβαστός») οργάνωσε –σταδιακά– τη λατρεία του σε όλες τις ανατολικές επαρχίες της Αυτοκρατορίας. Σε όλες σχεδόν τις πόλεις χτίστηκαν ναοί, «Καισάρεια», προς τιμήν του Καίσαρα, και «Σεβαστεία», προς τιμήν του Αυγούστου [«Σεβαστού»].
Η επίσημη κρατική-πολιτική λατρεία του αυτοκράτορα δεν αποτέλεσε ένα περιθωριακό φαινόμενο. Αρκεί μόνον να αναφέρουμε ότι ναοί αφιερωμένοι στη λατρεία του αυτοκράτορα υπάρχουν σε όλες σχεδόν τις πόλεις του ελλαδικού χώρου και της Μικράς Ασίας – που αποτέλεσε και το κέντρο της νέας λατρείας όπως, αργότερα, αποτέλεσε και το κέντρο του χριστιανισμού. Χαρακτηριστικά, στον ελλαδικό χώρο, υπήρχαν ναοί στους Φιλίππους, στη Θεσσαλονίκη, στη Βέροια, στην Αθήνα, στην Κόρινθο… Η επιλογή δεν είναι τυχαία. Πρόκειται για τις πόλεις στις οποίες «δίδαξε» ο «Παύλος»…
Κόρινθος. Τα ερείπια του ναού της αυτοκρατορικής λατρείας. Παρόμοιοι ναοί υπήρχαν στους Φιλίππους, στη Θεσσαλονίκη, στη Βέροια, στην Αθήνα: σε όλες τις ελλαδικές πόλεις στις οποίες «δίδαξε» ο Απόστολος των Εθνών…
… Και έτσι, τον δεύτερο αιώνα, με το που εμφανίζεται η νέα θρησκεία, η λατρεία του αυτοκράτορα θα αρχίσει να φθίνει. Και η επίσημη-κρατική θρησκεία της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, «η λατρεία του αυτοκράτορα», θα σβήσει για πάντα όταν τον τέταρτο αιώνα, επί «Μεγάλου» Κωνσταντίνου, ο χριστιανισμός θα γίνει η νέα επίσημη-κρατική θρησκεία της αυτοκρατορίας.
Και δεν είναι καθόλου περίεργο που, τους τελευταίους δεκαεπτά αιώνες, ελάχιστοι ασχολήθηκαν με τα κοινά στοιχεία των δύο θρησκειών…
Το κείμενο επιγραφής, προς τιμήν του Αυγούστου Καίσαρα, που βρέθηκε στην Πριήνη της Μικράς Ασίας (περίπου 9 π.Χ.). Αναφορές στην «πρόνοια» που έστειλε τον Σεβαστό [Αύγουστο] και «έπεμψε τον σωτήρα μας» πλήρη αρετής για να ευεργετήσει τους ανθρώπους, «τον παύσοντα τον πόλεμο» και αναφορές σε ελπίδες και σε «ευανγέλια»…
Οι Ακολουθίες των Παθών και του Επιταφίου
Για το ιστορικό πρόσωπο του Γάιου Ιούλιου Καίσαρα, του «Πατέρα της Πατρίδας», έχουν σωθεί αρκετά ιστορικά στοιχεία, ώστε να μπορούμε σήμερα να ανασυνθέσουμε ικανοποιητικά τον –ιστορικό– βίο του. Για τον Θεό Ιούλιο, ωστόσο, τον Divus Iulius, τον Αποθεωμένο Ιούλιο, δεν έχει σωθεί σχεδόν τίποτα. Και, κυρίως, δεν σώθηκαν τα λατρευτικά βιβλία, τα βιβλία που αφορούσαν τις τελετουργίες και τους τρόπους με τους οποίους τιμούσαν τον Θεό Ιούλιο στους ναούς της αυτοκρατορίας. (Το ίδιο συμβαίνει και με τον Divi Filius, τον Υιό του Θεού.)
Από την άλλη πλευρά, για το πρόσωπο του Ιησού Χριστού δεν υπάρχει το παραμικρό ιστορικό στοιχείο που να επιβεβαιώνει –ιστορικά– την ύπαρξή του. (Ακόμα και οι θεολόγοι αντιμετωπίζουν αμήχανα διάφορες σκόρπιες φράσεις, που υπάρχουν σε ιστορικά βιβλία, και «επιβεβαιώνουν» την ύπαρξη του Ιησού.) Όμως… Μπορεί για τον Ιησού να μην υπάρχουν ιστορικά στοιχεία, ωστόσο έχουν διασωθεί όλα τα λατρευτικά βιβλία – κανονικά και απόκρυφα Ευαγγέλια, Επιστολές, τελετουργίες…
Πολλά από τα τελετουργικά τυπικά της λατρείας του αυτοκράτορα πέρασαν αυτούσια στη νέα θρησκεία.
Είναι πολύ πιθανόν η μνήμη του Θεού Ιούλιου να τιμούνταν σε όλους τους ναούς της αυτοκρατορίας στις Ειδούς του Μαρτίου, την ημέρα της δολοφονίας του. Δεν γνωρίζουμε σχεδόν τίποτα γι’ αυτές τις λατρευτικές διαδικασίες. Δεν έχουν σωθεί σχετικέςπληροφορίες. Έχουν διασωθεί, ωστόσο, κάποιες.
Κάποιες πληροφορίες που διασώζουν οι Σουητώνιος και Αππιανός είναι εξαιρετικά διαφωτιστικές, όσον αφορά τις πραγματικές ρίζες τελετουργιών που ενσωματώθηκαν στη χριστιανική λατρεία…
Ας αφήσουμε τους ιστορικούς να μας περιγράψουν πολλά από εκείνα που συμβαίνουν στους χριστιανικούς ναούς στις Ακολουθίες των Παθών, του Επιταφίου και της Αποκαθήλωσης, από το ομοίωμα του Εσταυρωμένου με τις πληγές από τα καρφιά και τη λόγχη του «Λογγίνου» και από το κουβούκλιο του στολισμένου Επιταφίου, τηνΑποκαθήλωση, την Περιφορά του Επιταφίου ώς το «Κάψιμο του (ομοιώματος του) Ιούδα» ή το «Κάψιμο του Οβριού», που λαμβάνει χώρα σε πάμπολλες περιοχές της Ελλάδας από το βράδυ της Μεγάλης Πέμπτης ως την Κυριακή του Πάσχα, και που καμία σχέση δεν έχει με τον Ιούδα ή με οποιονδήποτε Οβριό. Η Εκκλησία, βλέπετε, είναι αντίθετη με την καύση των νεκρών (χριστιανών), ακόμα και όταν πρόκειται γιαομοιώματα νεκρών «χριστιανών».
Ας δώσουμε όμως την πένα στους ιστορικούς:
«Όταν αναγγέλθηκε η κηδεία [του Καίσαρα], άναψαν πυρά στο Πεδίο του Άρεως (…) και μπροστά στο βήμα της Αγοράς οικοδομήθηκε ένας χρυσός ναός, ομοίωμα του ναού της Γενέτειρας Αφροδίτης [χρυσό ομοίωμα ναού…]. Μέσα στο ναό [το χρυσό ομοίωμα] είχε τοποθετηθεί μια κλίνη από ελεφαντόδοντο, με χρυσό και βυσσινί κάλυμμα, και στο επάνω μέρος μια μικρή στήλη, από την οποία ήταν κρεμασμένο το ένδυμα που φορούσε όταν δολοφονήθηκε […] Ακολούθως [μετά την εκφώνηση του Επιταφίου από τον Μάρκο Αντώνιο], ορισμένοι αξιωματούχοι και κάποιοι άλλοι (…) από το χώρο του βήματος διέσχισαν την Αγορά μεταφέροντας τη νεκρική κλίνη. [Και ενώ υπήρχε κάποια διαφωνία σχετικά με το πού έπρεπε να αποτεφρωθεί η σορός του Καίσαρα] εντελώς ξαφνικά δύο άνθρωποι (…) έβαλαν φωτιά στη σορό με αναμμένους δαυλούς, και αμέσως ολόκληρο το πλήθος που ήταν γύρω πέταξε πάνω στην πυρά ξερά κλαδιά…»[67]
Οι Ρωμαίοι πολίτες, μετά το κάψιμο της σορού, «αρπάζοντας αναμμένους δαυλούς [«αράμενοι δε δαλούς διαπύρους»] έτρεξαν στα σπίτια των δολοφόνων για να τα κάψουν, κι άλλοι έτρεχαν παντού στην πόλη ζητώντας να βρουν τους άνδρες και να τους κομματιάσουν…»[68]
«ἀνέσχε τις ὑπὲρ τὸ λέχος ἀνδρείκελον αὐτου̂ Καίσαρος ἐκ κηρου̂ πεποιημένον: τὸ μὲν γὰρ σω̂μα, ὡς ὕπτιον ἐπὶ λέχους, οὐχ ἑωρα̂το. τὸ δὲ ἀνδρείκελον ἐκ μηχανη̂ς ἐπεστρέφετο πάντῃ, καὶ σφαγαὶ τρει̂ς καὶ εἴκοσιν ὤφθησαν ἀνά τε τὸ σω̂μα πα̂ν καὶ ἀνὰ τὸ πρόσωπον θηριωδω̂ς ἐς αὐτὸν γενόμεναι.»[69]
Κάποιος, λοιπόν, ύψωσε πάνω από το φέρετρο ένα κέρινο ομοίωμα του Καίσαρα, αφού η σορός του δεν ήταν ορατή μέσα στο φέρετρο. Και με κάποια μηχανική κατασκευή το ομοίωμα στρεφόταν προς όλες τις κατευθύνσεις, κι έτσι έγιναν ορατές οι εικοσιτρείςπληγές που του είχαν προκαλέσει σε ολόκληρο το σώμα και στο πρόσωπο…
«Το πρωί λοιπόν γίνεται η Ακολουθία της Αποκαθήλωσης. Ο παπάς κατεβάζει μέσα σε γενική σιωπή τον Εσταυρωμένο Χριστό και αποθέτει το σώμα του στο καταστόλιστο κουβούκλιο του Επιταφίου. Μόλις σουρουπώσει καλούν τους πιστούς για την ακολουθία του Επιταφίου. Αμέσως μετά αρχίζει η περιφορά του Επιταφίου. Μπροστά κι ο Σταυρός, –άδειος πια– το κουβούκλιο με τον Επιτάφιο, οι παπάδες και παραπίσω το πλήθος με αναμμένες λαμπάδες. Στο χωριό όπως και σε άλλα μέρη την ώρα που γίνεται η περιφορά του Επιταφίου καίμε τον Ιούδα…»
Και συ τέκνον Ιούδα;
Σημειώσεις[1] Μάρκ. 12.13-17.
[2] Σχετικά με τη «ρωμαϊκή καταγωγή» του χριστιανισμού, βλ. και το άρθρο μου «Η Γενεαλογία της Εξουσίας και ο Χριστιανισμός», Τρίτο Μάτι, τ. 95, Ιούνιος 2001.
[3] Άλμπερτ Σβάιτσερ, Ιστορία της Έρευνας του Βίου του Ιησού, εκδ. Άρτος Ζωής, Αθήνα 1982, β΄ έκδοση 1999, πρώτη έκδοση στα γερμανικά 1906.
[4] Χαρακτηριστικά δείγματα αυτού του είδους σοσιαλδημοκρατικής-μπολσεβίκικης σκέψης είναι τα βιβλία του Γιάννη Κορδάτου, Ιησούς Χριστός και Χριστιανισμός (εκδ. Μπουκουμάνη) και του «αποστάτη» Καρλ Κάουτσκυ, Η Καταγωγή του Χριστιανισμού (μετ. Γιάννη Ν. Βιστάκη, εκδ. Γερ. Αναγνωστίδη, χ.χ.)
[5] Francesco Carotta, War Jesus Caesar?, 1999.
[6] Gary Courtney, Et tu Judas? Then Fall Jesus, 1992.
[7] Σύμφωνα με τον Αππιανό (Περί Εμφυλίων, 2.35) ο Καίσαρ είπε «ο κύβος ανερρίφθω», ενώ κατά τον Πλούταρχο (Καίσαρ, 32.8) «ανερρίφθω κύβος».
[8] Μάρκ. 1.16-19.
[9] Σουητώνιος, Ο Αποθεωμένος Ιούλιος, XXXIV, εισαγωγή-μετάφραση-σχόλια Νίκος Πετρόχειλος, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1997. Πλούταρχος, Καίσαρ, 34.6-9, εκδ. Κάκτος, Αθήνα 1993.
[10] Σουητώνιος, ό.π., LXXIX.
[11] Μάρκ. 15.33, Ματθ. 27.45.
[12] Πλούταρχος, ό.π., 69.5.
[13] Μάρκ. 15.38, Ματθ. 27.51.
[14] Πλούταρχος, ό.π., 69.4-5.
[15] Σουητώνιος, ό.π., LXXXVIII.
[16] Σουητώνιος, Ο Αποθεωμένος Αύγουστος, ό.π., C.4.
[17] Σουητώνιος, ό.π., σημ. 178, σελ. 374.
[18] Λουκ.. 7.18-19.
[19] Ματθ. 4.12, Μάρκ. 1.14.
[20] Δίων Κάσσιος, Ρωμαϊκή Ιστορία, XLIV 4.3-4.
[21] Αππιανός, ό.π., 2.108.
[22] Σουητώνιος, ό.π., LXXIX.
font size=”2″>[23] Δίων, ό.π., XLIV 10.1.
[24] Πλούταρχος, ό.π., 60.1-3.
[25] Αππιανός, ό.π., 2.108.
[26] Ιωάν. 19.12-15.
[27] Δίων, ό.π., XLIV, 11.
[28] Δίων, ό.π., XLIV 10.3-4.
[29] Πλούταρχος, ό.π., 64.3-4.
[30] Μάρκ. 11.7-10.
[31] Λουκ. 19.37-38.
[32] Λουκ. 19.39-40.
[33] Συνολικά στο Κατά Ματθαίον χρησιμοποιείται έντεκα φορές ο τύπος: «ίνα πληρωθή το ρηθέν υπό του προφήτου…»
[34] Ματθ. 21.4-5 και Ιωάν. 12.14-16.
[35] Ζαχαρίας, 9.
[36] Ιωάν. 12.12-19.
[37] Σουητώνιος, ό.π., LXI.
[38] Σουητώνιος, ό.π., LXXXVII.
[39] Αππιανός, ό.π., 2.115. Επίσης, Πλούταρχος, ό.π., 63.
[40] Μάρκ. 14.
[41] Ιωάν. 13. 26-27.
[42] Ιωάν. 14.22.
[43] Μάρκ. 14.48-49.
[44] Λουκ. 22.3.
[45] Ματθ. 27.5.
[46] Ζαχαρίας, 11.12-13.
[47] Πράξεις 1.18.
[48] Πλούταρχος, ό.π., 69.
[49] Πλούταρχος, ό.π., 66, 7.
[50] Αππιανός, ό.π., 2.117.
[51] Απόκρυφα Κείμενα Καινής Διαθήκης, τ. 1, σελ. 140, εκδ. Πύρινος Κόσμος, μετ. Δ. Κουτσούκης, χ.χ.
[52] Πλούταρχος, ό.π., 69.3-4.
[53] Μάρκ. 15.30.
[54] Μάρκ. 15.31 και Ματθ. 27.42.
[55] Σουητώνιος, Ο Αποθεωμένος Ιούλιος, ό.π., LXXXIV.
[56] Αππιανός, ό.π., 2.146.
[57] Ματθ. 5.44-46.
[58] Δίων, ό.π., XLIV, 14.4.
[59] Σουητώνιος, ό.π., LXXIV.
[60] Και ο αυτοκράτορας Τιβέριος, αργότερα, θα τιμηθεί με βωμό αφιερωμένο στην Επιείκειά του, αλλά και η Επιείκεια του Καλιγούλα ετιμάτο με θυσίες κάθε χρόνο.
[61] Πλούταρχος, ό.π., 57.3-5.
[62] Δίων, ό.π., XLIV, 4.4.
[63] Ματθ. 5.48.
[64] Σουητώνιος, ό.π., LXXXVIII.
[65] Πλούταρχος, ό.π., 67.8.
[66] Σουητώνιος, ό.π., LXXXVIII.
[67] Σουητώνιος, ό.π., LXXXIV.
[68] Πλούταρχος, ό.π., 68.2.
[69] Αππιανός, ό.π., 2.147.