Ο Ζήσης Ι. Καραβάς γράφει για το πώς οι χριστιανοί κατέληξαν στον ημερολογιακό προσδιορισμό της γενέθλιας ημέρας του θεού τους (25 Δεκεμβρίου) και γιατί σύμφωνα με τους υπολογισμούς τους ο Χριστός γεννήθηκε… προ Χριστού!
Ο ∆ιονύσιος ο Μικρός (περ. 470-544) ήταν Σκύθης µοναχός (ηγούμενος μοναστηριού της Ρώμης, κανονολόγος & χρονολόγος με αστρονομικές γνώσεις) που το 532 κατ’ εντολή του πάπα Ιωάννη Α΄ και του βυζαντινού αυτοκράτορα Ιουστινιανού Α΄ ανέλαβε να ανασυντάξει το Ιουλιανό Ηµερολόγιο και να καταρτίσει Πασχάλιο (υπολογισµός ηµεροµηνίας του Πάσχα) µε αφετηρία χρονολόγησης τη γέννηση του Χριστού.
Εξαλείφοντας τις παγανιστικές γιορτές
Κατά τους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες ο ακριβής εντοπισμός της σχετικής ημερομηνίας γέννησης δεν ενδιέφερε τους χριστιανούς, που γιόρταζαν το γεγονός και όχι τον ακριβή χρόνο. Το πρόβλημα ανέκυψε όταν το 135 ο πάπας Τελεσφόρος αποφάσισε να θεσπίσει τα Χριστούγεννα ως ξεχωριστή γιορτή. Αυτή αρχικά ήταν κινητή και γιορταζόταν είτε στις 6 Ιανουαρίου με τα Θεοφάνια είτε στις 22 Δεκεμβρίου, την ημέρα του χειμερινού ηλιοστασίου (το χειμερινό ηλιοστάσιο είναι στις 21 προς 22 Δεκεμβρίου όταν έχουμε τη μεγαλύτερη νύχτα και τη μικρότερη μέρα του έτους). Βέβαια, η καθιέρωση της γιορτής πάνω στο χειμερινό ηλιοστάσιο είχε το μεγάλο πλεονέκτημα για την επίσημη εκκλησία καθώς συνέπιπτε με μεγάλες παγανιστικές γιορτές, όπως τα Σατουρνάλια (προς τιμή του Σατούρνου/πρώτος μυθικός βασιλιάς του Λατίου, ενώ αργότερα ταυτίστηκε με τον Κρόνο της ελληνικής μυθολογίας), τα Μπρουμάλια/Βρουμάλια (παγανιστικός γιορτασμός της μικρότερης μέρας του έτους, με επιδράσεις και από τις γιορτές της Δήμητρας και του Διόνυσου), o Ανίκητος Ήλιος/Sol Invictus (μάλιστα από το 274 μΧ ο Αυρηλιανός τον είχε ανακηρύξει προστάτη της αυτοκρατορίας εορταζόμενο ανήμερα την 25η Δεκεμβρίου), τα Λαρεντάλια (προς τιμή της μυθολογικής λύκαινας που θήλασε Ρώμο & Ρωμύλο), τα Βοτά/Vota (προς τιμήν του Πανός), η Γιουλ/Yule (γιορτή στην προχριστιανική σκανδιναβική Ευρώπη με συναθροίσεις οικογένειας και φίλων ως υπενθύμιση της δημιουργίας του φωτός και του νέου ήλιου στο χειμερινό ηλιοστάσιο/22 Δεκεμβρίου), οι Καλένδες (1η μέρα του Ιανουαρίου με γιορτή προσφοράς δώρων για την ανάληψη καθηκόντων από τους αξιωματούχους της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας), κ.ά., που το χριστιανικό ιερατείο ήθελε να εξαλείψει.
Όσο για εκείνο το ευαγγελικό «ποιμένες αγραυλούντες» όταν γεννήθηκε το «θείο βρέφος» Ιησούς, μπορεί να παραπέμπει σε εποχή από άνοιξη έως αρχές φθινοπώρου (και όχι στο καταχείμωνο της 25ης Δεκεμβρίου), όταν οι βοσκοί της Παλαιστίνης παρέμειναν στην ύπαιθρο με τα κοπάδια τους, αλλά σιγά που το ιερατείο θα άφηνε μια μικρή λεπτομέρεια να του χαλάσει τη μεγάλη εικόνα και να του ακυρώσει την ευκαιρία να εξαλειφθούν οι ηλιολατρικές παγανιστικές γιορτές και δοξασίες.
Μπέρδεμα με το «έτος μηδέν» και τους 4 Ηρώδες της «σφαγής των νηπίων»
Έτσι, τελικά τα Χριστούγεννα επιβλήθηκαν την 25η Δεκεμβρίου με απόφαση του πάπα Ιούλιου Α΄ γύρω στο 335 για τη Ρώμη, ενώ η γιορτή μεταφέρθηκε από τη Δύση στην Ανατολή αργότερα: στην Κωνσταντινούπολη το 378 επί πατριάρχη Ιωάννου Χρυσοστόμου (κατ’ άλλη εκδοχή το 379 από τον Γρηγόριο Ναζιανζηνό), την Αντιόχεια το 376 από τους Ευσταθιανούς, την Αλεξάνδρεια το 433 και στα Ιεροσόλυμα στα τέλη του 6ου αι.
Όταν λοιπόν ο Διονύσιος ο Μικρός ανέλαβε να φτιάξει Πασχάλιο, με αφετηρία χρονολόγησης τη γέννηση του Χριστού, θεώρησε ότι ο Ιησούς γεννήθηκε στις 25 Δεκεμβρίου του έτους 1, αντιστοιχίζοντας αυθαιρέτως το εν λόγω έτος 1 με το 754 από κτίσεως Ρώμης (οι Ρωμαίοι μετρούσαν από το έτος κτίσης της Ρώμης, το 753 πΧ). Τη χρονολογία (του) αυτή ο Διονύσιος την ονόμασε Primo Anno Domini = πρώτο έτος του Κυρίου (το γνωστό μας έκτοτε 1 μΧ). Κατά μία εκδοχή, ο Διονύσιος προχώρησε στο εν λόγω (νέο) χρονολογικό σύστημα για να αποσυνδέσει το πασχαλινό ημερολόγιο από το χρονολογικό σύστημα «Διοκλητιανά έτη» που ήταν συνυφασμένο με τον θεωρούμενο διώκτη των χριστιανών αυτοκράτορα Διοκλητιανό (τα πρώτα μεταχριστιανικά χρόνια οι Ρωμαίοι χρονολογούσαν από την εποχή του Διοκλητιανού 284 μΧ). Όπως και να ’χε, το σίγουρο είναι ότι ο Διονύσιος όρισε πως το έτος γέννησης του Χριστού είναι το 1 και όχι το 0, καθώς άλλωστε στο τότε ρωμαϊκό σύστημα αρίθμησης δεν υπήρχε το μηδέν.
Μπέρδεµα µεγάλο όµως για το εκκλησιαστικό ιερατείο όσον αφορά τον προσδιορισµό του έτους γέννησης του Χριστού, καθώς η κατασκευή προκύπτει ανακόλουθη µε τα ευαγγελικά θέσφατα. Ακόµη κι αν θεωρήσουµε ότι τα ευαγγελικά κείµενα έχουν µια κάποια ιστορική υπόσταση –που δεν έχουν–, οι κοµβικές χρονολογικές προσεγγίσεις δεν βγαίνουν. Συγκεκριµένα, κατά το ευαγγέλιο του Ματθαίου ο βασιλιάς της Ιουδαίας Ηρώδης βασιζόµενος στις προφητείες της Παλαιάς ∆ιαθήκης ότι «στη Βηθλεέµ θα γεννηθεί ο νέος βασιλιάς των Ιουδαίων» και φοβούµενος ότι θα του πάρει τον θρόνο, διέταξε τη σφαγή των νηπίων όταν το «θείο βρέφος» ήταν δύο χρόνων.
Για ποιον Ηρώδη όµως γίνεται λόγος στο κατά Ματθαίον ευαγγέλιο; Την περίοδο της ηρωδιακής δυναστείας (επρόκειτο για οικογένεια αραβικής προέλευσης στην οποία οι Ρωµαίοι επέτρεψαν να διοικήσει την Παλαιστίνη) συναντάµε τουλάχιστον τέσσερις Ηρώδες. Η ιστορία της ηρωδιακής εποχής αρχίζει µε τη βασιλεία του Ηρώδη Α΄, που προφανώς ήταν ο Ηρώδης ο Μέγας. Αυτός είχε τουλάχιστον τρεις διαδόχους µε το ίδιο όνοµα και ο καθένας κληρονόµησε ένα κοµµάτι της Παλαιστίνης.
Το κατά Ματθαίον ευαγγέλιο δεν προσδιορίζει ποιος από τους τέσσερις Ηρώδες ήταν που διέταξε τη σφαγή στη Βηθλεέµ, ωστόσο κάποιοι µελετητές των ευαγγελίων ισχυρίστηκαν ότι αυτός ήταν ο Ηρώδης Γ΄ ο Αντύπας, ένας εκ των γιων του Ηρώδη του Μέγα, άποψη που αργότερα υιοθετήθηκε και από την επίσηµη εκκλησία. Την πάτησε όµως το ιερατείο, καθώς δεν έλαβε υπόψη ότι το τεµάχιο της Παλαιστίνης που ο Ηρώδης ο Μέγας έδωσε στον γιο του τον Ηρώδη Αντύπα να κυβερνήσει ήταν η Γαλιλαία και όχι η Ιουδαία, στην οποία βρίσκεται η Βηθλεέµ. Τετράρχης της Γαλιλαίας έγινε ο Ηρώδης Γ΄ Αντύπας και µάλιστα όταν ο Ιησούς ήδη είχε γεννηθεί στη Βηθλεέµ της Ιουδαίας.
Το κατά Ματθαίον αναφέρει έναν Ηρώδη δίχως άλλον προσδιορισµό, που διέταξε να θανατωθούν όλα τα άρρενα βρέφη µέχρι δύο χρόνων στην περιοχή όπου βρισκόταν η Βηθλεέµ. Άρα αυτός πρέπει να ήταν ο πατέρας, ο Ηρώδης ο Μέγας, όταν ακόµη ήταν βασιλιάς της Ιουδαίας (διετέλεσε κυβερνήτης της έως το 4 πΧ µε το Ιουλιανό Ηµερολόγιο). Ωστόσο έχει τεκµηριωθεί από τον Εβραίο ιστορικό Ιώσηπο ότι η χρονολογία θανάτου του Ηρώδη Α΄ ήταν το έτος 750/751 από κτίσεως Ρώµης. Εποµένως, ο Χριστός όντας δύο χρόνων κατά τη «σφαγή των νηπίων» πρέπει να γεννήθηκε το έτος 748/749 από κτίσεως Ρώµης. Συνεπώς υπάρχει διαφορά πέντε έξι χρόνων από το 754 από κτίσεως Ρώµης µε το οποίο ταυτίζει ο ∆ιονύσιος ο Μικρός το δικό του Primo Anno Domini. Συµπέρασµα; Σύµφωνα µε όλους τους σοβαρούς ιστορικούς, ο Ιησούς (αν και εφόσον υπήρξε ιστορικό πρόσωπο) γεννήθηκε προ Χριστού, συγκεκριµένα το 6 πΧ.
Μάλιστα, ακόμη και ο πάπας Βενέδικτος ο 16ος γράφοντας την «Παιδική ηλικία του Ιησού» (2012) θα παραδεχτεί: «Είναι προφανές ότι ο Διονύσιος ο Μικρός έκανε ένα λάθος μερικών ετών στους υπολογισμούς του. Η ιστορική ημερομηνία της γέννησης του Ιησού (το Anno Domini) θα πρέπει να τοποθετηθεί μερικά χρόνια νωρίτερα»! Κατόπιν όλων τούτων, ευλόγως θα αναρωτηθεί κανείς γιατί δεν (ανα)προσαρµόζεται το σηµερινό ηµερολόγιο, το οποίο όσον αφορά το εορτολογικό/επετειακό σκέλος είναι δοµηµένο πάνω στις µεγάλες, κοµβικές αλλά κατασκευασµένες χριστιανικές γιορτές. Φαντάζεστε όµως την αναστάτωση που θα προκαλούνταν όχι µόνο σε εκκλησιαστικό αλλά και σε εθνικό επίπεδο; Μόνο δύο παραδείγµατα στα καθ’ ηµάς αρκούν για να καταδείξουν το µπάχαλο. Αν η 25η Μαρτίου 1821 αλλάξει και πάει πίσω κατά έξι χρόνια, η εθνική επέτειος της Ελληνικής Επανάστασης θα γίνει «25η Μαρτίου 1815», ενώ η αντίστοιχη της 28ης Οκτωβρίου 1940 θα γίνει «του 1934». Μύλος!
Πληθώρα θεών με γενέθλια στις 25 Δεκεμβρίου και κοινούς αρχετυπικούς μύθους
Τώρα πώς η 25η Δεκεμβρίου είναι μέρα που γεννήθηκαν ένα κάρο θεοί/άντε και ημίθεοι, τι να πει κανείς… Ενδεικτικό το ακόλουθο 11θεο που αναφέρεται με γενέθλια στις 25 Δεκεμβρίου: Ώρος (Αίγυπτος – 3100 πΧ), Κρίσνα (Ινδία – 3228/1400/900 πΧ), Ζαρατούστρα (Περσία – 2000/1000 πΧ), Μίθρας (Περσία – 2000/600 πΧ), Διόνυσος (Ελλάδα/Θήβα – 1200 πΧ), Ηρακλής (Ελλάδα/Θήβα – 800 πΧ), Βούδας (Νεπάλ – 6ος αι./563 πΧ), Ταμμούζ ή Θαμμούζ (Βαβυλώνα – 400 πΧ), Ερμής (Ελλάδα – πριν από τον 3ο αι. πΧ), Άδωνις (Ελλάδα ή Φοινίκη – 200 πΧ), Ιησούς (Ισραήλ – 6 πΧ).
Διευκρίνιση: οι αναφερόμενες (Βικιπαίδεια κ.α.) ποικίλες χρονολογίες γέννησης προφανώς και δεν τεκμηριώνονται από ιστορικές πηγές – δεν θα μπορούσαν άλλωστε, αφού πρόκειται για θεότητες μυθολογικής κατασκευής και προέλευσης που οι σχετικές αναφορές αντανακλώνται/καταγράφονται πολλούς αιώνες αργότερα μέσα από λατρευτικές δοξασίες και τελετές για τις εν λόγω θεότητες (με εξαίρεση ίσως τον πρώτο/Υπέρτατο Βούδα (Σιντάρτα Γκαουτάμα) και τον Ιησού στους οποίους αποδίδεται και ιστορική υπόσταση).
Ηλίου φαεινότερον πάντως, ότι εδώ οργιάζει… ο κλέψας του κλέψαντος, αλλά υπάρχει κι ένας κοινός παρονομαστής: «Στις 25 Δεκεμβρίου άρχιζε να μεγαλώνει η μέρα, σαν να γεννιόταν ένας νέος ήλιος κι άρχιζε ένας καινούργιος χρόνος στη ζωή των φυτών. Η ημερομηνία αυτή θεωρούνταν μέρα της γέννησης του θεού ήλιου, τουλάχιστον από μισή ντουζίνα θρησκείες, αιγυπτιακή, περσική, φοινικική, ελληνική, τευτονική κ.λπ.» (Εμμανουήλ Γιαροσλάβσκι: «Πώς γεννιούνται, ζουν και πεθαίνουν, οι θεοί και οι θεές»/1923).
Άβυσσος, λοιπόν, η αντιγραφική μανία/μαεστρία των απανταχού και διαχρονικών κατασκευαστών θεών και θρησκειών, οι οποίες μάλιστα έχουν επίσης κοινούς αρχετυπικούς μύθους, όπως:
- Μια παρθένος που γέννησε έναν μεσσία-«θείο βρέφος» με άμωμο σύλληψη.
- Ένα άστρο στην Ανατολή που έλαμψε μόνο τη μέρα που γεννήθηκε (σε σπηλιά, στάβλο ή φάτνη) ο μεσσίας-γιος του θεού.
- Μια παρθένος που στη συνέχεια εμφανίζεται σε απεικονίσεις (ανάγλυφα, ζωγραφιές, αγάλματα, κλπ.) σαν βρεφοκρατούσα.
- Ένα «θείο βρέφος» που στις πρώτες μέρες της ζωής του διατρέχει θανάσιμους κινδύνους από έναν αδίστακτο εγκληματία τύραννο.
- Ένας μεσσίας που απεικονίζεται σαν ποιμένας μ’ ένα αρνί στον ώμο.
- Ένας μεσσίας που συχνά έχει 12 μαθητές και κάποιες φορές ένας από αυτούς τον προδίδει.
- Ένας μεσσίας που στο τέλος θανατώνεται (συχνά πάνω σε σταυρό) για το καλό του ποιμνίου του και μετά… ανασταίνεται. Αμήν!
Πότε και γιατί θεσπίστηκε στις 25 Μαρτίου ο «Ευαγγελισμός της Θεοτόκου»
Εκτός από τη θρησκευτικά οικουμενική 25η Δεκεμβρίου, τη δική της κατασκευασμένη (χριστιανική) σημειολογία έχει και η 25η του μηνός Μαρτίου, ως μέρα γιορτασμού του λεγόμενου «Ευαγγελισμού της Θεοτόκου». Το πότε άρχισε να γιορτάζεται ο περί ου ο λόγος «Ευαγγελισμός» δεν προσδιορίζεται επακριβώς. Η γιορτή πάντως εμφανίζεται στη Συρία, τη Μικρά Ασία και την Κωνσταντινούπολη πριν από το 431.
Αναγκαία σημείωση: το 431 έγινε στην Εφεσο η Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος στη διάρκεια της οποίας το βυζαντινό αυτοκρατορικό και εκκλησιαστικό ιερατείο καταδίκασε τον αιρετικό αρχιεπίσκοπο/πατριάρχη Κωνσταντινούπολης Νεστόριο που υποστήριζε ότι η Παναγία γέννησε τον ανθρώπινο Ιησού και όχι τον θεϊκό υιό του Θεού ή Λόγο ως ενιαίο πρόσωπο/Θεάνθρωπο, ονομάζοντάς την Χριστοτόκο και όχι Θεοτόκο. Η σύνοδος αποφάσισε ότι «ο Κύριος είχε δύο φύσεις, τη θεία και την ανθρώπινη, ενωμένες στο ένα πρόσωπό Του. Η Παναγία γέννησε τον Yιό του Θεού και έδωσε σάρκα στον Θεάνθρωπο Ιησού. Ο αγέννητος και αιώνιος Θεός γεννάται – σαρκώνεται – από την Παναγία και λαμβάνει την ανθρώπινη φύση. Από τη στιγμή της σύλληψής Του εκ Πνεύματος Αγίου (άμωμος σύλληψη διά του κρίνου από τον αρχάγγελο Γαβριήλ), ο Ιησούς είναι πλήρης Θεός και πλήρης άνθρωπος. Αυτόν γέννησε η Μαρία και γι’ αυτό ονομάζεται Θεοτόκος/και Θεομήτωρ βεβαίως».
Όσον αφορά ειδικά τον ορισμό/καθιέρωση της 25ης Μαρτίου ως μέρας του «Ευαγγελισμού της Θεοτόκου», στο Πασχάλιο Χρονικό (624) αναφέρεται ως συσταθείσα από τους (γενικώς…) θεόσοφους διδασκάλους. Υπάρχει και η εκδοχή ότι την 25η Μαρτίου ως την κατάλληλη μέρα για τον γιορτασμό του «Ευαγγελισμού» την πρότεινε/επέβαλε το 560 ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός Α΄. Όπως και να ’χε, υπάρχει ένα ημερολογιακό/αριθμητικό δεδομένο αποκαλυπτικό για τη σκοπιμότητα της εν λόγω επιλογής από τους ατσίδες του ιερατείου: η 25η Μαρτίου «κούμπωνε» να είναι ακριβώς εννέα μήνες νωρίτερα (όσο διαρκεί η φυσιολογική κύηση) από τη γέννηση του Χριστού (25η Δεκεμβρίου), που είχε ήδη καθοριστεί με παπική βούλα γύρω στο 335 από τον ποντίφικα Ιούλιο Α΄. Βοήθειά μας, ο Κύριος και η Παναγία μαζί!
Ο Ζήσης Ι. Καραβάς είναι δημοσιογράφος, πτυχιούχος του Τμήματος Ιστορικού & Αρχαιολογικού της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών