(Η δημοσίευση αυτή είναι τμήμα της σειράς δημοσιεύσεων περί της Ιστορικότητας του Ιησού. Διαβάστε το πρώτο μέρος για τα κριτήρια ιστορικότητας πατώντας εδώ και το δεύτερο περί Ιώσηπου πατώντας εδώ).
Θα δούμε εδώ, ένα θέμα που στο ελληνικό διαδίκτυο δεν θα βρείτε πολλά και είναι μάλλον άγνωστο σε αρκετούς. Στην προηγούμενη δημοσίευση είδαμε κάποιες σχετικές αναφορές στο έργο του Ιώσηπου, Ιουδαϊκή Αρχαιολογία. Εδώ θα δούμε κάποια αποσπάσματα απ’ ένα άλλο έργο του, τον Ιουδαϊκό Πόλεμο.
Του Φιλίστωρος, Ιστορικού
Σχετικά με τον Ιουδαϊκό Πόλεμο του Ιώσηπου, θα πρέπει να αναφερθεί ότι το παλαιότερο ελληνικό χειρόγραφο αντίγραφο που έχουμε είναι του 11ου αιώνα. Το κείμενο αρχικά γράφηκε στα Αραμαϊκά, όπως ο ίδιος ο Ιώσηπος αναφέρει, έργο που έχει χαθεί. Τα κείμενα που έχουμε είναι από μεταγραφή του ελληνικού κειμένου που έχουμε σήμερα και που μπορείτε να διαβάσετε εδώ. Κάτι σημαντικό στη συγγραφή των ιστοριών του Ιώσηπου, όπως ήδη έχω αναφέρει, είναι η κατάδειξη των προβλημάτων που δημιουργήθηκαν από τις μεσσιανικές ιδέες, με υπεύθυνους τους ζηλωτές και το έντονο προφητικό κήρυγμα της εποχής, που δυνάμωσε το κίνημα των ζηλωτών και που οδήγησε τελικά στην μόνιμη αναταραχή και καταστροφή των Εβραίων από τους Ρωμαίους.
Το κείμενο γράφτηκε το 75-79 κ.ε., δηλαδή μετά την καταστροφή της Ιερουσαλήμ και του Ναού που έγινε το 70 κ.ε. που είχε μεγάλη σημασία για τους Εβραίους. Έχουμε επιπλέον δύο μεταγενέστερες λατινικές μεταφράσεις που μάλλον έγιναν τον 5-6ο αιώνα, μία συριακή ενός μόνο βιβλίου (του 6ου) και μια εβραϊκή του 10ου αιώνα. Το 1893 όμως (από τον A. Harnack) έγινε γνωστή, στην Δύση, μια ακόμα μετάφραση στα Σλαβονικά, αλλά αρκετά χρόνια αργότερα έγινε κάποια ανάλυσή της (Schweitzer–Berendts). Το ενδιαφέρον με αυτήν είναι, ότι αν και προέρχεται από το ελληνικό πρότυπο, έχει αρκετές αξιοσημείωτες ελλείψεις και προσθήκες. Ο Alexander Berendts (1910), λέγει στα πρώτα του σχόλια ότι “σε σημεία που αναφέρονται στον Βαπτιστή ή ίσως και στον Ιησού, για μεν έναν χριστιανό είναι λίγα, για έναν όμως Ιουδαίον του 70 κ.ε. είναι πάρα πολλά”.
Ήδη ο Emil Schűrer (1920), ο πρώτος μετά τον Berends σχολιαστής, αναφέρει ότι υπάρχουν έντονες χριστιανικές απόψεις μέσα στο κείμενο. Ακολουθούν και άλλοι κυρίως Γερμανοί, και αρκετές αντικρουόμενες απόψεις. Αυτό που έδειξε τελικά η έρευνα είναι ότι οι προσθήκες δεν προέρχονται από το πρωτότυπο ή τον Ιώσηπο, αλλά από χριστιανικές μεταγενέστερες παρεμβολές (Αγουρίδης σ. 12). Στην ανάλυση των παραλείψεων φαίνεται όλες να εμφανίζονται στα τέσσερα πρώτα βιβλία ισομερώς. Κατά τον Αγουρίδη, οι παραλείψεις οφείλονται σε προσπάθεια σύντμησης του ελληνικού προτύπου για την σχετική περίοδο και είναι άνευ σημασίας. Αντίθετα οι προσθήκες τουλάχιστον οι μεγαλύτερες, ευρίσκονται εις την ιστορία από της εποχής του Ηρώδη του Μεγάλου μέχρι και των αρχών του πολέμου με την Ρώμη (66 κ.ε.).
Ας δούμε τώρα κάποιες χαρακτηριστικές προσθήκες:
Η πρώτη και η δεύτερη που έχουν ενδιαφέρον, φαίνεται να αναφέρονται στον Ιωάννη τον Βαπτιστή και έχει τον χριστιανικό τίτλο “Ιωάννης ο Πρόδρομος” και το δεύτερο ο Αγριάνθρωπος.
(Οι κόκκινοι αριθμοί στις αγκύλες και με παρενθέσεις στην αρχή της κάθε παρέμβασης, είναι η αρίθμηση των παρεμβολών όπως τις αναλύει ο Αγουρίδης).
Το πρώτο κείμενο παρεμβάλλεται μεταξύ 2.110 & 2.111, ενώ το δεύτερο επεκτείνει το 8.138 και θα αναλυθούν σε ειδική αναφορά που θα πρέπει να γίνει στον Πρόδρομο.
[(12)] Η επόμενη σημαντική για εμάς προσθήκη είναι εκεί που αναφέρεται σε έναν “θαυματοποιό” του Όρους των Ελαιών, στην κρίση σας ποιος μπορεί να είναι αυτός ή τι θέλει να πει ο αντιγραφέας γιατί έχει και συνέχειες.
Το κείμενο σε κόκκινο είναι η απόδοση στα Ελληνικά από τα Γερμανικά των Berendts & Grass, από την μετάφραση από τα Σλαβονικά του πανεπιστημίου του Dorpatκαι του ίδιου του Alexander Berendts. Μπορείτε να δείτε μια απόδοση του στην δημοτική στην ιστοσελίδα agiotokos-kappadokia.gr.
Το κείμενο λοιπόν που παρεμβάλλεται μεταξύ 2.174 & 2.175 είναι αυτό:
«1. Τότε δὲ ἐφάνη ἀνήρ τις, ἐὰν ἁρμόζῃ νὰ ὀνομάσῃ τις αὐτὸν ἄνδρα.
2. Καὶ ἡ μὲν φύσις καὶ ἡ μορφὴ αὐτοῦ ἦτο ἀνθρώπινη, ἡ δὲ ὄψις αὐτοῦ ἦτο ὑπὲρ ἄνθρωπον·
3. ἀλλὰ τὰ ἔργα αὐτοῦ ἦσαν θεῖα. Τέρατα ἐποίει παράδοξα καὶ δυνατά.
4. Διὰ τοῦτο δὲν δύναμαι νὰ ὀνομάσω αὐτόν ἄνθρωπον·
5. ἐὰν δὲ πάλιν εἰς τὴν κοινὴν [αὐτοῦ] φύσιν ἀπίδω, δὲν θὰ ὀνομάσω αὐτόν ἄγγελον.
6. Πάντα δὲ ὅσα ἐποίει δι’ ἀοράτου τινὸς δυνάμεως, διὰ λόγου ἐτέλει καὶ προστάγματος
7. Καὶ οἱ μὲν ἔλεγον περί αὐτοῦ· «ὁ πρῶτος ἡμῶν νομοθέτης ἠγέρθη ἐκ τῶν νεκρῶν καὶ ἐπέδειξε πολλάς ἰάσεις καὶ τέρατα».
8. Οἱ δὲ ἐνόμιζον αὐτὸν ἀπεσταλμένον ἀπὸ Θεοῦ.
9. Ἀλλ’ ἀντετάσσετο ἐν πολλοῖς εἰς τὸν Νόμον καὶ δὲν ἐτήρει τὸ Σάββατον κατὰ τὸ παράδειγμα τῶν πατέρων.
10. Οὐδέν ὅμως ἐποίει ἐπονείδιστον οὔτε διὰ τῶν χειρῶν ἐποίει τι, ἀλλὰ διὰ μόνου τοῦ λόγου ἐπετέλει πάντα.
11. Καὶ πολλοὶ ἐκ τοῦ λαοῦ ἠκολούθουν αὐτόν καὶ ἤκουον τὴν διδασκαλίαν αὐτοῦ·
12. πολλῶν δ’ αἱ ψυχαὶ ἐδονοῦντο ἐπὶ τῆ σκέψει, ὅτι δι’ αὐτοῦ αἱ Ἰουδαϊκαὶ φυλαί θὰ ἐλευθερωθῶσι τῆς ῥωμαϊκῆς κυριαρχίας.
13. Ἦτο ὅμως συνήθειά του νὰ διατρίβῃ πρὸ τῆς πόλεως ἐπὶ τοῦ ὄρους τῶν Ἐλαιῶν·
14. ἐκεῖ δὲ παρεῖχε τὰς ἰάσεις πρὸς τὸν λαόν.
15. Καὶ συνοιθροίζοντο πρὸς αὐτὸν ἀπὸ μὲν τῶν βοηθῶν (ὑπηρετῶν) 150, ἀπὸ δὲ τοῦ λαοῦ πλῆθος.
16. Ὅτε δὲ εἶδον τὴν δύναμιν αὐτοῦ, ὅτι πάντα ὅσα θέλει δύναται διὰ μόνου τοῦ λόγου, καί γνωστὴν ἐποίησαν εἰς αὐτὸν τὴν βουλὴν αὐτῶν, ὅπως εἰσέλθῃ εἰς τὴν πόλιν και φονεύσῃ τοὺς Ρωμαίους στρατιώτας καὶ τὸν Πιλᾶτον και βασιλεύση ἐφ’ ἡμῶν,
17. οὗτος δὲν περιεφρόνησεν ἡμᾶς.
18. Καὶ ὅτε μετά ταῦτα ἐπληροφορήθησαν οἱ ἄρχοντες τῶν Ἰουδαίων περὶ τούτου, συνῆλθον μετὰ τοῦ ἀρχιερέως καὶ εἶπον· «ἡμεῖς εἴμεθα ἀδύνατοι καὶ ἀσθενεῖς, διὰ νὰ ἀντιστῶμεν εἰς τοὺς Ρωμαίους.
19. Ἐπειδὴ δὲ τό τόξον εἶναι (ἤδη) τεταμένον, θὰ ὑπάγωμεν καὶ θὰ κάμωμεν γνωστὰ εἰς τὸν Πιλᾶτον ὅσα ἠκούσαμεν, καὶ ἡμεῖς θὰ εἴμεθα ἐλεύθεροι πάσης θλίψεως, ἵνα μὴ τοῦτο παρ’ ἄλλων πληροφορηθῇ καὶ τῆς περιουσίας ἡμᾶς στερήσῃ καὶ ἡμᾶς ἀποκτείνῃ καὶ (τὰ) τέκνα διασκορπίση».
20. Καὶ ἀπῆλθον καὶ ἔκαμαν (τοῦτο) γνωστὸν εἰς τὸν Πιλᾶτον.
21. Καὶ οὗτος ἀπέστειλε καὶ ἐφόνευσε πολλούς ἐκ τοῦ πλήθους.
22. Τὸν δὲ θαυματοποιὸν ἐκεῖνον διέταξε νὰ φέρωσι ἐνώπιόν του καὶ ἐξετάσας τὰ κατ’ αὐτὸν ἀπεφάνθη, ὅτι «οὗτος εἶναι εὐεργέτης καὶ ὄχι κακοῦργος, οὔτε στασιαστής, οὔτε ἐπιδιώκων τὴν ἐξουσίαν» Καὶ ἀπέλυσεν αὐτόν·
23. διότι εἶχε θεραπεύσει τὴν ἀποθνῄσκουσαν σύζυγόν του.
24. Καὶ ἀφοῦ οὗτος ἀπῆλθεν εἰς τὸν συνήθη αὐτοῦ τόπον, ἐποίει τὰ συνήθη αὐτοῦ ἔργα.
25. Ὅτε δὲ πάλιν πλείονες ἐκ τοῦ ὄχλου συνήχθησαν περὶ αὐτόν, ὑπέρ πάντας ἐδόξαζεν ἑαυτόν διὰ τῶν ἔργων αὐτοῦ.
26. Καταληφθέντες ὑπὸ φθόνου οἱ Γραμματεῖς, ἔδωκαν εἰς τὸν Πιλᾶτον τριάκοντα τάλαντα, ἵνα αὐτόν θανατώσῃ.
27. Ἐκεῖνος δέ ἔλαβε (ταῦτα) καὶ ἔδωκεν αὐτοῖς τὴν ἐξουσίαν, ὅπως αὐτοὶ «ἐκτελέσωσι τὴν βουλὴν αὐτῶν.
28. Καὶ ἐκεῖνοι συνέλαβον αὐτόν καὶ ἐσταύρωσαν αὐτὸν ἐναντίον τῴ νόμῳ τῶν πατέρων αὐτῶν.
[175] Μετὰ δὲ ταῦτα ταραχὴν ἑτέραν ἐκίνει τὸν ἱερὸν θησαυρόν………..
Το κείμενο, όπως λέει και ο Αγουρίδης (σ. 51), δεν έχει συνάφεια εκεί που έχει τοποθετηθεί. Εκ πρώτης όψεως θα λέγαμε ότι έχει πάρα πολλά κοινά με τον Ιησού των Ευαγγελίων, παρ’ όλο που δεν τον κατονομάζει, αλλά και αρκετές διαφορές.
Τα “σημεία και τέρατα”, ότι δίδασκε με τον λόγο, για το Όρος των Ελαιών, τα 30 τάλαντα (ή αργύρια που λέει η μετάφραση στην δημοτική), την σταύρωση του, την μη τήρηση του Σαββάτου, όλα αυτά μυρίζουν Ιησού των Ευαγγελίων.
Από την άλλη έχει μεγάλες διαφορές. Στα Ευαγγέλια η βασική δράση του Ιησού ήταν στην Γαλιλαία και ελάχιστα στην Ιουδαία (τουλάχιστον στα συνοπτικά, στον Ιωάννη αλλάζει το πράγμα), οι μαθητές του ήταν 12+70, (0ι επιπλέον 70 αναφέροντε μόνο στον Λουκά) το πολύ 82, εδώ 150. Εδώ μιλάει για ένα είδος στάσης που δημιούργησε ρωμαϊκή επέμβαση και πολλά θύματα. Μιλάει για δύο συλλήψεις του Ιησού. Ο Πιλάτος αν και τον αθωώνει, γιατί του θεράπευσε την γυναίκα, τελικά χρηματίζεται από τους υποτελείς του με 30 τάλαντα που είναι τεράστιο ποσό και τον συλλαμβάνει, χωρίς αυτή τη φορά να γίνει σφαγή; Την σταύρωση την έκαναν οι Εβραίοι και οι Ρωμαίοι δεν συμμετείχαν. Η προδοσία του Ιούδα και τα δικά του 30 αργύρια επίσης διαφέρουν.
Ας δούμε τώρα τι από όλα αυτά αποκλείεται να είναι του Ιώσηπου:
Από το 1 έως το 6 υπάρχει μια συνεχής χρήση αντιθετικών εκφράσεων άγνωστες στο γράψιμο του Ιώσηπου, όπως παρατηρεί και ο Αγουρίδης και είναι ξεκάθαρα χριστιανικής προέλευσης ενώ ο στίχος 5 είναι προσπάθεια του αντιγραφέα να φανεί ως ο Ιώσηπος. Ο στίχος 17 “οὗτος δὲν περιεφρόνησεν ἡμᾶς” είναι επίσης άτοπος, γιατί μέσα στο πλήθος εντάσσει και τον ίδιο τον Ιώσηπο. Μάλιστα ο Αγουρίδης τονίζει την συνάφεια των παραπάνω με το “τὸν εὐεργέτην τῶν ἀνθρώπων, ὅστις ἐν τοῖς ἐν τοῖς ἔργοις αὐτοῦ δὲν ἦτο ἄνθρωπος.” που θα δούμε πάρα κάτω στην παρεμβολή [(21)]. Να σημειώσω ότι με εκτενή ανάλυση ο Αγουρίδης ανατρέπει τους ισχυρισμούς του Goguel, περί ιουδαϊκής παρεμβολής (σελ. 54 και για όλο το κείμενο σελ. 65).
Τον στίχο 6, αν και ο Seeberg τον θεωρεί ως ιουδαϊκής προέλευσης, ο Αγουρίδης το θεωρεί ως απολογητική για την συκοφαντία ότι ο Ιησούς ήταν μάγος (Κέλσος και Schabbath, Pal Schabbath, Bab Schabbath θα τα δούμε στην δημοσίευση περί πολλών μεσσιών της εποχής). Ο Αγουρίδης απορεί μάλιστα γιατί πολλοί μελετητές θεωρούν τους στίχους 6-11, ως το αρχικό και γνήσιο κείμενο (σελ. 58). Αντίθετα, θεωρεί ότι ο αριθμός 150 μαθητών στον στίχο 15, μπορεί να μην έχει αλλοιωθεί στο κείμενο.
Ο στίχος 19 και 26 που στην μία περίπτωση αναφέρει “οἱ ἄρχοντες τῶν Ἰουδαίων” και στην άλλη “Καταληφθέντες ὑπὸ φθόνου οἱ Γραμματεῖς”, επίσης χωλαίνει, αφού ο ίδιος ο Ιώσηπος ήταν Φαρισαίος και συγκαταλεγόταν στην ιδεολογία με τους άρχοντες. Αν αναφέρει για την προβληματική συμπεριφορά ενός άρχοντα είτε Φαρισαίος, είτε Γραμματέας να ήταν, τον αναφέρει με το όνομά του. Η ίδια η φρασεολογία είναι χριστιανική.
Ο στίχος 22 όπως και ο Αγουρίδης τονίζει, ξαναμπαίνει στο παιχνίδι των αντιθετικών επιθέτων: όχι κακοποιός αλλά ευεργέτης, όχι επαναστάτης ή που ορέγεται την βασιλεία και έτσι τον αφήνει ελεύθερο αντί να τον συλλάβει όπως θα ήταν το λογικό.
Ο χρηματισμός του Πιλάτου θεωρείται απίθανος, δεδομένου ότι στον Ιώσηπο ο Πιλάτος ήταν ιδιαίτερα σκληρός και άτεγκτος ως προς τους Εβραίους, σπάνια υπαναχωρούσε και μόνο σε ακραίες καταστάσεις, από την άλλη σε κάποια απόκρυφα αναφέρονται επίσης σε χρηματισμό του Πιλάτου για να θανατωθεί ο Ιησούς, υπάρχει όμως περίπτωση να έχουν αυτό το κείμενο σαν πηγή όπως και ο ίδιος ο Αγουρίδης τονίζει.
Το ότι έγινε η πρώτη σύλληψη και ο σφαγιασμός του όχλου και μετά επανήλθε ο θαυματοποιός στο ίδιο σημείο και να έχει πάλι νέους οπαδούς και όχλο, και όλα αυτά σαν να μην συμβαίνει τίποτα, είναι επίσης ένα τραγελαφικό για να θεωρηθεί αληθές. Ο Αγουρίδης εδώ λέει ότι ο χριστιανός παρεμβολέας αισθανόμενος την έλλειψη των βασικών στοιχείων της πρώτης δίκης δηλαδή τις παράστασης των Ιουδαίων, τον Άννα και τον Καϊάφα, εφεύρε την δεύτερη σύλληψη κατόπιν δωροδοκίας του Πιλάτου χωρίς δίκη μάλιστα, χρησιμοποιώντας γενικευμένες εκφράσεις. Ενώ δε στην πρώτη περίπτωση ανησυχούσαν οι Γραμματείς μήπως ο Πιλάτος θεωρήσει όλο αυτό στάση, εδώ παρά που το πλήθος ήταν περισσότερο, οι Διδάσκαλοι του Νόμου ανησυχούν μόνο από φθόνο και για αυτό δωροδοκούν τον Πιλάτο. Ο Αγουρίδης τονίζει ότι οι στίχοι 21 και 28 αναφέρουν στην ουσία, δύο παράλληλες περί του τέλους του θαυματοποιού διηγήσεις (σελ. 64). Δηλαδή, τελικά τονίζεται ο αχταρμάς της χριστιανικής φιλολογίας στο ποιοι ήταν υπεύθυνοι για την σταύρωση του Ιησού, αν ήταν οι Ρωμαίοι ή οι Ιουδαίοι.
Αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι ότι το κείμενο είναι ακριβώς πριν από το συμβάν με το υδραγωγείο που ξεκινά με την φράση “Μετά δὲ ταῦτα ταραχὴν ἑτέραν…”. Στην Αρχαιολογία αντίθετα η γνωστή “Φλάβια Μαρτυρία” για τον Ιησού των Ευαγγελίων είναι αμέσως μετά το συμβάν στο υδραγωγείο, και αρχίζει δε με την ίδια φράση. “ἐὰν ἁρμόζῃ νὰ ὀνομάσῃ τις αὐτὸν ἄνδρα.” αντί του “εἴγε ἄνδρα αὐτὸν λέγειν χρή·” που σημαίνει ότι μάλλον ο αντιγραφέας την γνώριζε και την μιμήθηκε.
Είναι προφανές, ότι όπως και με το αντίστοιχο εδάφιο της Αρχαιολογίας, εδώ υπάρχουν πιθανότητες κάτι να υπήρχε σε σχέση με ταραχή και σίγουρα δεν φαίνεται να είναι όπως και εκεί αυτό που βλέπουμε σαν τελικό κείμενο, γιατί το χέρι του διαστρεβλωτή έχει επέμβει καταλυτικά. Αυτό που υπήρχε σίγουρα ήταν πολύ κακό για τον Χριστιανισμό, γιατί πέρα από το σλαβονικό κείμενο έχει αφαιρεθεί οτιδήποτε υπήρχε εκεί, στο αντίστοιχο ελληνικό κείμενο που έχουμε. Επίσης, όπως είδαμε, ο διαστρεβλωτής αντιγραφέας φαίνεται να έχει γνώση του κειμένου της “Φλάβιας Μαρτυρίας”. Να θυμηθούμε πάλι, ότι ο Ωριγένης που ήταν πιο κοντά από εμάς στο πρωτότυπο κείμενο, θεωρούσε ότι ο Ιώσηπος δεν πίστευε στον Ιησού ως Μεσσία, κάτι προφανές ως Φαρισαίος που ήταν και που όλο του το κείμενο βοά κατά των περιφερόμενων μεσσιών και αγυρτών που ξεσήκωναν τον κόσμο. Άρα αν υπήρχε κάτι εκεί που θύμιζε τον Ιησού για να αναγκάσει έναν τουλάχιστον αντιγραφέα να το σβήσει και έναν άλλο να το “διορθώσει”, πάλι για έναν λαοπλάνο αγύρτη μιλούσε, ή για κάτι σχετικό που δημιούργησε ταραχή, Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και στην Αρχαιολογία, όπως ήδη αναφέραμε στην προηγούμενη δημοσίευση.
[(13)] Η επόμενη αναφορά αντικαθιστά το 2.219-222 και το συνεχίζει, αναφέρεται δε στους οπαδούς του “θαυματοποιού”. Ας δούμε τι λέει το ελληνικό κείμενο:
“[219] ἀλλ’ ἔφθη πρὶν ὑψῶσαι τὸ ἔργον τελευτήσας ἐν Καισαρείᾳ, βεβασιλευκὼς μὲν ἔτη τρία, πρότερον δὲ τῶν τετραρχιῶν τρισὶν ἑτέροις ἔτεσιν ἀφηγησάμενος.
[220] καταλείπει δὲ τρεῖς μὲν θυγατέρας ἐκ Κύπρου γεγενημένας, Βερνίκην καὶ Μαριάμμην καὶ Δρουσίλλαν, υἱὸν δὲ ἐκ τῆς αὐτῆς Ἀγρίππαν. οὗ παντάπασιν ὄντος νηπίου πάλιν τὰς βασιλείας Κλαύδιος ἐπαρχίαν ποιήσας ἐπίτροπον πέμπει Κούσπιον Φᾶδον, ἔπειτα Τιβέριον Ἀλέξανδρον, οἳ μηδὲν παρακινοῦντες τῶν ἐπιχωρίων ἐθῶν ἐν εἰρήνῃ τὸ ἔθνος διεφύλαξαν.
[221] μετὰ ταῦτα καὶ ὁ βασιλεύων τῆς Χαλκίδος Ἡρώδης τελευτᾷ, καταλιπὼν ἐκ μὲν τῆς ἀδελφιδῆς Βερνίκης δύο παῖδας Βερνικιανόν τε καὶ Ὑρκανόν, ἐκ δὲ τῆς προτέρας Μαριάμμης Ἀριστόβουλον. τεθνήκει δ’ αὐτῷ καὶ ἕτερος ἀδελφὸς Ἀριστόβουλος ἰδιώτης καταλιπὼν Ἰωτάπην θυγατέρα.
[222] οὗτοι μὲν οὖν ἦσαν, ὡς προεῖπον, Ἀριστοβούλου τοῦ Ἡρώδου παῖδες, Ἀριστόβουλος δὲ καὶ Ἀλέξανδρος ἐκ Μαριάμμης Ἡρώδῃ γεγόνεισαν υἱεῖς, οὓς ὁ πατὴρ ἀνεῖλεν: ἡ δὲ Ἀλεξάνδρου γενεὰ τῆς μεγάλης Ἀρμενίας ἐβασίλευσεν.
[223] Μετὰ δὲ τὴν Ἡρώδου τελευτήν.”
To σλαβονικό κείμενο το αντικαθιστά ως εξής:
“1. Πάλιν ὁ Κλαύδιος ἀπέστειλε τοὺς ἐπιτρόπους αὐτοῦ πρὸς τὰ βασίλεια ἐκεῖνα, τὸν Κούσπιον Φάδον καὶ τὸν Τιβέριον Ἀλέξανδρον, ἀμφότεροι δὲ τὸν λαὸν διετήρησαν ἐν εἰρήνῃ, μὴ συγχωροῦντες οὐδενίαν παρέκκλισιν ἀπὸ τῶν καθαρῶν νόμων.
2. Ὅταν δὲ τις ἀπὸ τοῦ λόγου τοῦ Νόμου ἐξέκλινεν καὶ ἐνεκαλεῖτο ἐνώπιον τῶν Γραμματέων,
3. οὗτοι ἐτιμώρουν καὶ ἐδίωκον αὐτόν, ἤ ἀπέστελλον (αὐτὸν) πρὸς τὸν Καίσαρα.
4. Ἐπειδὴ δὲ κατὰ τὸν χρόνον τῶν δύο τούτων ἐπιτρόπων πολλοὶ βοηθοὶ (ὑπηρέται) τοῦ περὶ οὗ εἶπομεν θαυματοποιοῦ ἀνεφάνησαν καὶ ἐκήρυττον πρὸς τὸν λαὸν περὶ τοῦ Διδασκάλου αὐτῶν, ὅτι ζῇ, ἄν καὶ οὖτος εἶχεν ἀποθάνει, καὶ ὅτι «αὐτὸς θὰ ἀπελευθερώσῃ ὑμᾶς ἐκ τῆς δουλείας», πολλοὶ ἐκ τοῦ πληθους ἤκουον τὸ κήρυγμα αὐτῶν καὶ ἔδιδον προσοχὴν εἰς τὰς ἐντολὰς αὐτῶν – ὄχι διὰ τὴν φήμην αὐτῶν, διότι ἦσαν ἐκ τῶν πτωχῶν, τινὲς μὲν ὑποδηματοποιοί, ἄλλοι δὲ σκανδαλοποιοί (καὶ) ἄλλοι (κοινοί) ἐργάται.
5. Θαυμαστὰ ὅμως σημεῖα ἐτέλουν, ἀληθῶς πᾶν ὅ,τι ἐβούλοντο.
6. Ἀλλ’ ὅτε οἱ εὐγενεῖς οὗτοι ἐπίτροποι εἶδον τὴν ἀποπλάνησιν τοῦ λαοῦ, ἔλαβον ἀπόφαιν μετὰ τῶν Γραμματέων, ὅπως συλλάβωσιν (αὐτούς) [καὶ φονεύσωσιν αὐτούς], διότι τὸ μικρὸν, ὅταν τελειωθῇ εἰς τὸ μεγάλον.
7. Ἀλλ’ ἐφοβοῦντο καὶ ἔτρεμον πρὸ τῶν σημείων, λέγοντες· «οὐχὶ διὰ φαρμάκων τελοῦνται τοιαῦτα θαύματα· ἐὰν ὅμως δὲν προέρχωνται ἐκ τῆς βουλῆς τοῦ Θεοῦ, ταχέως θὰ ἀποκαλυφθῶσι». Καὶ ἔδωκαν εἰς αὐτούς τὴν ἐξουσίαν νὰ πράττωσι κατὰ τὸ θέλημα αὐτῶν.
10. Ἀλλὰ μετὰ ταῦτα προκληθέντες ὑπ’ αὐτῶν ἀπέστειλαν ἐξ αὐτῶν ἄλλους μὲν πρὸς Καίσαρα, ἄλλους δὲ εἰς Ἀντιόχειαν πρὸς κρίσιν, ἄλλους δὲ είς μακρυνὰς νήσους.
11. Ὁ δὲ Κλαύδιος μετέθεσε τοὺς δύο έπιτρόπους ἀποστείλας τὸν Κουμάνον.”
Όπως τονίζει ο Αγουρίδης, οι στίχοι 1-3 έχουν σοβαρές ιστορικές ανακρίβειες και τονίζουν την συνεργασία των δύο Ρωμαίων επιτρόπων με τους νομοδιδάσκαλους όσο και τους αιρετικούς. Με την επίκληση των “καθαρῶν νόμων”, μιλάει για τον ορθόδοξο Ιουδαϊσμό, ενώ με την παρέκκλιση, για τους οπαδούς του θαυματοποιού που αναφέρει παρακάτω. Ενώ στους στίχους 4-5 ταυτίζει την διδασκαλία των μαθητών του θαυματοποιού με την απελευθέρωση του Ισραήλ από τους Ρωμαίους. Από την άλλη έχει την φράση του στίχου 5 ότι μπορούσαν να κάνουν ότι θέλουν, αλλά δεν φαίνεται και να μην ήθελαν την απελευθέρωση από τους Ρωμαίους, που προφανώς αδυνατούσαν.
Ο στίχος 6, όλοι θεωρούν ότι είναι ιουδαϊκής προέλευσης, αλλά μετά η λογική σειρά χάνεται και η σύλληψη των μαθητών δεν έχει καμία αιτιολογία. Ενώ αρχικά θαυμάζουν τα έργα τους, μετά άλλους απελαύνουν ή εξορίζουν σε μακρινές νήσους, κάτι που δεν έχει ξαναεμφανιστεί στον Ιώσηπο. Τους ταραξίες αν δεν τους σταύρωναν ή σκότωναν, τους εκτόπιζαν στην Ρώμη ή στον Καίσαρα για να δικαστούν.
Ο Αγουρίδης τονίζει ότι με την διασπορά αυτή προσπαθεί ο χριστιανός αντιγραφέας να δικαιολογήσει πως ο χριστιανισμός απευθύνθηκε “στα έθνη”. Αν και δεν θεωρεί την απέλαση χριστιανικό δάκτυλο, θεωρεί όλη την παραπάνω παρεμβολή ως χριστιανική, την ίδια που έδρασε και στο προηγούμενο περί του θαυματοποιού, που ίσως καλύπτει κατά τον Αγουρίδη πάντα την πρώτη Εκκλησία των Ιεροσολύμων ως ένα καθαρός ιουδαϊκό εθνικοπολιτικό κόμμα αντιρωμαϊκό και αντιφαρισαϊκό που προκάλεσε ανησυχίες.
[(20)] Ὰλλη μία προσθήκη υπάρχει στο 5.194 όπου όλη η φράση έχει αλλάξει ως:
“Ἑν αὐτῷ δὲ ἵσταντο στῆλαι ἴσαι καὶ ἐπ’ αύτῶν τίτλος ἑλληνικοῖς καὶ ῥωμαϊκοῖς και ἑβραϊκοῖς γράμμασι, προσημαίνουσαι (τὸν) νόμον (τῆς) ἁγνεῖας [ἤτοι] οὐδεὶς ἀλλόφυλλος ἐπετρέπετο νὰ εἰσέλθῃ· διότι τοῦτο ἐκαλεῖτο (τὸ) ἱερόν, ἀναβατὸν διὰ δεκατεσσάρων βαθμίδων καὶ ᾠκοδομημένον εἰς τετράγωνον ἐν τῆ ἄνω περιοχῇ. Καὶ ἐπὶ τῶν τίτλων τούτων ἀνηρτήθη τέταρτος τίτλος τοῖς αὐτοῖς γράμμασιν ἀναγγέλων, ὅτι ὁ Ἰησοῦς (ὁ) βασιλεὺς δὲν ἐβασίλευσεν, άλλ’ έσταυρώθη ὑπὸ τῶν Ἰουδαίων, διότι ἐπροφήτευσε (την) καθαίρεσιν τῆς πόλεως καὶ (τὴν) ἐρήμωσιν τοῦ ναοῦ”.
Όπως τονίζει ο Αγουρίδης ο τέταρτος τίτλος είναι παρεμβολή για τους εξής λόγους:
Θα έπρεπε για να έχει συνάφεια να είναι σε άλλη θέση (στο “οὐδεὶς ἀλλόφυλλος ἐπετρέπετο νὰ εἰσέλθῃ·”).
Εδώ αναφέρεται το όνομα Ιησούς, ενώ μέχρι στιγμής αναφερόταν στον “θαυματοποιό”. Αν ήταν πραγματικό δεν θα αναφερόταν σκέτη η λέξη Ιησούς αλλά και κάτι άλλο όπως Ιησούς τέκτων εκ Ναζαρέτ, ή Ιησούς υιός Ιωσήφ ή κάτι παρόμοιο.
Στο σλαβονικό κείμενο προσθέτει και τα Εβραϊκά σαν γλώσσα των επιγραφών. Να σημειωθεί ότι μια από τις στήλες αυτές ανακαλύφθηκε το 1871 (M.Crermont-Ganneau) που βρίσκεται πλέον στην Κωνσταντινούπολη, και αναφέρει : “μηδένα ἀλλογενῆ εἰσπορεύεσθαι ἐντός τοῦ περὶ τὸ ἱερὸν τρυφάκτου καὶ περιβόλου. Ὅς δ’ ἄν ληφθῇ ἑαυτῷ αἴτιος ἔσται διὰ τὸ ἐξακολουθεῖν θάνατον”.
Αλλά και για άλλους λόγους που εκθέτει στις σελ. 77-78 και λέει ότι η “επιγραφή” αυτή παρήχθη από την επιγραφή του Ιησού στον σταυρό των Ευαγγελίων και την (ας πούμε) προφητεία του Ιησού περί της καταστροφής της πόλεως και του Ναού.
[(21)] Στο 5.214
“1. Τὸ καταπέτασμα τοῦτο ἦτο ἀκέραιον πρὸ τῆς γενεᾶς ταύτης, ὅτε ὁ λαὸς ἦτο εὐσεβής· τώρα ὅμως ἦτο ἀξιοθρήνητος ἡ θέα αὐτοῦ·
2. διότι ἐξαίφνης ἐσχίσθη ἀπό ἄνωθεν ἕως κάτω, ὅτε διὰ δώρων παρέδωκαν εἰς θάνατον τὸν εὐεργέτην τῶν ἀνθρώπων, ὅστις ἐν τοῖς ἔργοις αὐτοῦ δὲν ἦτο ἄνθρωπος.
3. Πολλὰ δὲ ἄλλα φοβερά σημεῖα θὰ ἠδύνατό τις νὰ διηγηθῇ, ἅτινα τότε συνέβαινον.
4. Διότι τινὲς ἔλεγον, ὅτι οὗτος, ἀφοῦ ἐθανατώθη καὶ ἐτέθι ἐν τῷ μνημείῳ, δὲν εὑρέθη.
5. Ἄλλοι μὲν διακηρύττουν, ὅτι οὗτος, ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, ἄλλοι δὲ ὅτι ἐκλάπη ὑπὸ τῶν φίλων.
6. Ἐγὼ δὲ δὲν γνωρίζω τίνες ὀρθότερον ὁμιλοῦσι.
7. Διότι ὁ νεκρὸς δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀναστηθῇ ἐξ ἑαυτοῦ εἰ μὴ διὰ τῆς προσευχῆς ἄλλου τινὸς δικαίου, ἐκτὸς ἑὰν οὗτος εἶναι ἄγγελος ἤ ἄλλη τις τῶν οὐρανίων δυνάμεων ἠ αύτός ὁ Θεὸς φανῇ ὡς ἄνθρωπος καὶ ποιήσῃ κατὰ τὸ θέλημα αὐτοῦ καὶ μετὰ τῶν ἀνθρώπων περιπατήσῃ καὶ ἀποθάνῃ καὶ ταφῇ καὶ ἀναστήσῃ ἑαυτὸν κατὰ τὸ θέλημα αὐτοῦ.
8. Ἄλλοι δὲ ἔλεγον, ὅτι δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ κλέψωσιν αὐτόν, διότι ἔθεσαν φρουρὰν πέριξ τοῦ τάφου αὐτοῦ τριάκοντα Ρωμαίους καὶ χιλίους Ἰουδαίους.
9. Τοιαῦτα περὶ τοῦ καταπετάσματος τούτου διηγοῦνται. Άλλ’ ὑπάρχουσι καὶ (ἄλλαι ἐκδοχαὶ) ὡς πρὸς τὴν αἰτίαν τοῦ σχίσματος τούτου [τοῦ καταπετάσματος].”.
Και εδώ η παρεμβολή του χριστιανού αντιγραφέα είναι ξεκάθαρη παρά την προσπάθεια του στον στίχο 9 να υποδυθεί πάλι τον Ιώσηπο. Χρησιμοποιεί τον ευαγγελικό όρο “καταπέτασμα” αντί του “πέπλος” που χρησιμοποιεί ο Ιώσηπος, επαναλαμβάνει την δωροδοκία όπως στο [(12)], ενώ η φράση “ὅστις ἐν τοῖς ἔργοις αὐτοῦ δὲν ἦτο ἄνθρωπος” είναι γνωστή και από τις άλλες παρεμβολές.
Οι στίχοι 4-5, όπως και ο Αγουρίδης λέει (σελ. 79), προϋποθέτουν την ιστορία των Ευαγγελίων, ενώ στους 6-8 ο παρεμβολέας παραθέτει τις διαφορετικές απόψεις για το θέμα αυτό. Ο στίχος 6 είναι αδύνατον να ειπωθεί από τον Ιώσηπο, ως γνωστό Φαρισαίο, αλλά και όπως έλεγε ο Ωριγένης, “ο Ιώσηπος δεν επίστευσεν τον Ιησούν ως τον Μεσσίαν”. Ο στίχος 7 δείχνει τον δοκητικό και πατροπασχιτικό του τόνο “ἠ αύτός ὁ Θεὸς φανῇ…θέλημα αὐτοῦ”. Η προτίμηση του συγγραφέα–παρεβολέα περί αναστάσεως και η χριστιανική του ταυτότητα, τονίζεται στον στίχο 8, με την αναφορά περί του τεράστιου μεγέθους της φρουράς, που αποκλείει οτιδήποτε άλλο από την Ανάσταση.
[(22)] Τέλος, άλλη μια παρεμβολή (μεταφρασθείσα από την μετάφραση του Eisler, Cod. Kyr. Bjelos 64/1303) άξια μνείας, είναι στο 6.313 που αλλάχτηκε ως εξής:
“Καὶ εἴ τις εὖ ἐννοεῖ, τότε εὑρήσει Θεὸν προσημαίνοντα ἀνθρώπῳ καὶ παντὶ τρόπῳ προμηνύοντα γένει ἡμετέρῳ ὅ,τι πρὸς σωτηρίαν, (και) ἡμεῖς δὲ ἀνοία καὶ κακουργίᾳ αὐθαιρέτῳ ἀπολλυόμεθα. Θεὸς γὰρ σημεῖα ὀργῆς ἐμήνυσεν, ὥστε γνῶναι ἀνθρώπους θείαν ὀργήν καὶ παύσασθαι ἀπὸ σφετέρας κακίας καὶ διὰ τοῦτο κάμψαι Θεόν.
Οὔσης (δ’) ἐν Ἰουδαίοις προφητείας ὅτι τετραγώνῳ σχήματι ἐρημωθήσεται (ἡ) πόλις και (τὸ) ἱερὸν [τότε αὐτοὶ ἤρξαντο σταυροὺς ποιεῖν εἰς σταύρωσιν ὅ ἐστίν, ὡς ἔφαμεν τετρασχήματόν τι] καὶ μετὰ τὴν καθαίρεσιν (τῆς) Ἀντωνίας τὸ ἱερόν τετράγωνον ἐποίησαν. Εἰς (τὸν) πόλεμον ἐκίνησε κηρύγματα ἀμφίβολα ἐν ἁγίοις βίβλοις εὑρημένα λέγοντα ὡς κατ’ ἐκείνους καιρούς τις ἐξ ἰουδαϊκῆς γῆς ἔσται ἄρχων δι’ ὅλης (τῆς) οἱκουμένης. Περὶ τούτου διάφοροί εἰσιν ἑρμηνεῖαι· οἱ μὲν ἐνομισαν (τὸν) Ἡρώδην, οἱ δὲ τὸν σταυρωθέντα θαυματοποιόν, οἱ δε Βεσπασιανόν. Ἀλλὰ γὰρ οὐ δυνατὸν ἀνθρώπους (τὴν) κρίσιν διαφυγεῖν οὐδὲ καὶ προορωμένους. Ἰουδαῖοι μὲν τοι (τὰ) σημεῖα προνοοῦντες, ὡς δὲ ἤθελον τρέψαντες πρὸς ἡδονήν, τὰ ἄλλα δὲ ἐβλασφήμουν μέχρι (τὸ) ἀπολέσθαι καὶ ἑαυτούς καὶ τὴν πατρίδα. Ἠλέγχθησαν καὶ ᾐσχύνθησαν καὶ ἐφάνησαν ἄφρονες”
Ο Eisler θεωρεί αυτά που έβαλε σε αγκύλες χριστιανική παρεμβολή, αλλά τελικά και όλο το κείμενο όπως λέει ο Αγουρίδης είναι χριστιανική παρεμβολή παρόμοια με τις παρεμβολές [(12)], [(13)], [(20)] και [(21)]. (σ.84) αποδίδοντάς του παρεμβολέα, δύο ιδιότητες, την ικανότητα για προσποίηση και την τέλεια αδιαφορία για την συνάφεια: “Ἀναγνώσας οὗτος τὸ κείμενον τοῦ Πολέμου ᾐσθάνθη ἀπέχθειαν καὶ ἱερὰν ἀγανάκτησιν, ὅταν ἔφθασεν ἐκεῖ ὅπου ὁ Ἰώσηπος ἑρμηνεύει τὴν προφητείαν περὶ του ἄρχοντος τῆς οἰκουμένης ὡς ἀναφερομένην εἰς τὸν Βεσπασιανόν….Ἦλθον ἀμέσως εἰς τὸν νοῦν του δύο κατ’ ἐξοχὴν μέρη τοῦ ἔργου, ἤτοι τα τεμ [(2)] (αναφέρεται σε συζήτηση των Ιουδαίων αν ο Ηρώδης ήταν μεσσίας ή όχι) και [(12)], ὅπου λόγος γίνεται καὶ περὶ ἄλλων δύο ὑποψηφίων διὰ τὴν κοσμοκρατορίαν. Ἡ ἱστορική συνάφεια, ἐντὸς τῆς ὁποίας ἐτοποθέτησε τὰ τρία ὀνόματα, ἦτο εἰς αὐτὸν ἐντελῶς ἀδιάφορος· ὅ,τι τὸν ἐνδιέφερε ἦτο ἡ ἀποκατάστασις τῆς ἱστορικῆς ἀληθείας ἐν τῇ οὐσίᾳ της. Τοῦτο καὶ ἔπραξε”.
Ο Αγουρίδης υποστηρίζει ότι στο σλαβονικό κείμενο έχει επέμβει κατά τι ένας Ιουδαίος αντιγραφέας ιδιόρρυθμος Φαρισαίος, αλλά οι βασικές αλλαγές που είδαμε είναι αποτέλεσμα χριστιανικού παρεμβολέα κατά πάσα πιθανότητα πατροπασχίτη που θέλησε να αλλάξει σημαντικά το τελικό συμπέρασμα του κειμένου. Επίσης σε υποσημείωση στην σελ. 80 αναφέρει θετικά την άποψη του K. Heussi (Kirchengesehichte) και άλλων ιστορικών, ότι τόσο στο σλβυονικό κείμενο του Ιουδαϊκού Πολέμου όπως και στην Αρχαιολογία, εκεί που υπάρχει η Φλάβια Ομολογία, υπήρχε αρχικά άλλο κείμενο, εχθρικό για τον Χριστιανισμό, που εμφάνιζε τον Ιησού ως γόητα, και τους μαθητές του ως ταραχοποιούς και μεταξύ των ετών 150-300 κ.ε. χριστιανοί επεξεργάστηκαν τα κείμενα για να γίνουν συμβατά με την χριστιανική οπτική. Και όπως προσθέτει επιπλέον πρέπει να θεωρήσουμε ότι ή ο Ιώσηπος μίλησε επαρκώς περί του Ιησού (θεωρώντας ότι ήταν ήσσονος σημασίας συμβάντα), ή ότι έγραψε μεν ικανά περί του Ιησού, αλλά η μαρτυρία του εξαλείφθηκε γιατί δεν ανταποκρινόταν στις χριστιανικές απόψεις (σελ. 88).
Στο τρίτο κεφάλαιο της διδακτορικής του διατριβής ο Αγουρίδης, αντικρούει ξεκάθαρα την θεωρία ότι οι σλαβονικές παρεμβολές είναι οι πρωτότυπες του ίδιου του Ιώσηπου, όπως και τα περί Ιησού στην Αρχαιολογία (σ. 88-9):
“Στην Αρχαιολογία, οι μαρτυρίες διακρίνονται για την περιεκτικότητα και συντομία της φράσεως, και την έλλειψη ειλικρίνειας εις τον παρόντα τόνο του κειμένου. Ο συγγραφέας ήταν λόγιος (σε παραπομπή αναφέρει την μεγάλη πιθανότητα να είναι ο Ευσέβιος) και όπως λέγει και ο Harnack κάθε τίμιο πνεύμα διαπιστώνει ότι τα κείμενα αυτά δεν εκφράζουν το βάθος της σκέψεως του συγγραφέα. Αντίθετα οι σλαβονικές προσθήκες χαρακτηρίζονται από το είδος της απλότητας της ευαγγελικής ιστορίας στα κανονικά και τα απόκρυβα Ευαγγέλια. Η χριστιανική επεξεργασία τους φέρνει και αυτή εντελώς λαϊκό χρώμα. Περιττόν να σημειωθεί ότι ο εθνικοπολιτικός μεσσιανισμός των σλαυονικών τεμαχίων απουσιάζει εκ των μαρτυριών της Αρχαιολογίας”.
Ο Ιώσηπος ανήκε στην ιουδαϊκή αριστοκρατία της εποχής, δια την οποία η εθνική αποκλειστικότης σήμαινε επαρχιώτικη οπισθοδρομικότητα. Τα έργα του όταν μιλούν περί της μεσσιανικής κινήσεως, νοθεύουν συγχρόνως το νόημά της και την εμφανίζουν κάτω από το ελληνορωμαϊκό πρίσμα, είτε σαν τον μανδύα συγκάλυψης πολιτικών σκοπών λίγων ηγετών, είτε ως εξωφρενική δεισιδαιμονία φαντασιόπληκτων εκκολαπτόμενων μεσσιών. Δεν ήταν λοιπόν δυνατόν να είναι ο συντάκτης των προσθηκών αυτών, που από αρχής ως τέλους διαπνέονται από την εθνικοπολιτική ελπίδα του Ισραήλ (σελ. 90-92).
Με την παρουσίαση των “αναφορών” στο έργο του Ιώσηπου, αρχίζει να φαίνεται ξεκάθαρα πόσο αδύναμος και ανύπαρκτος ιστορικά είναι ο Ιησούς των Ευαγγελίων στα κείμενα του 1ου αι, που σε συνδυασμό με τις ανακαλύψεις των κειμένων της σέκτας του Κουμράν που έχουν την ίδια διδασκαλία, τις αντιφάσεις ή τα λάθη των Ευαγγελίων, αλλά και την διαφορετική γνώμη από τα Ευαγγέλια που εκφράζουν οι πρώτοι χριστιανοί, να καταλάβατε γιατί όλο και περισσότερο, θεωρείται η “ιστορία” του προϊόν μυθικής διεργασίας.
Το ενδιαφέρον όμως συμπέρασμα όλης αυτής της ιστορίας, είναι η συνεχής απόδειξη, για όποιον ασχολείται με τις απαρχές αυτής της θρησκείας, της ευκολίας και του μεγέθους της παραχάραξης που οι χριστιανοί αντιγραφείς, έκαναν πάρα πολύ εύκολα σε ότι δεν τους ικανοποιούσε, άλλωστε το ίδιο κατηγορούσε ότι έκανε ο ένας τον άλλο μεταξύ τους με τις διάφορες αιρέσεις, για να μοιάζει τελικά το κάθε παλαιότερο κείμενο με το αφήγημά τους, δηλαδή ότι ο σκοπός τους αγιάζει τα μέσα, ή έβαζαν το όνομα ενός γνωστού προφήτη ή μαθητή σας συγγραφέα για να περάσουν τις ιδέες τους.
Είναι εξωφρενική η κατανόηση του πλήθους των συμβάντων που έγιναν να διορθώσουν ή να διαστρεβλώσουν την Αλήθεια όπως αυτή νομίζουν, ή να καταστρέψουν και να εξαφανίσουν κάθε αντίθετη άποψη που φθάνει στα όρια συνωμοσίας, γιατί την ήξεραν την Αλήθεια υποτίθεται καλύτερα· δηλαδή τελικά να διαδίδουν ψέματα για να πείσουν για την δική τους “αλήθεια” και τώρα να έρχονται και να μας λένε ότι είναι η θρησκεία της Αγάπης και της Αλήθειας.
Βιβλιογραφία:
Αγουρίδη Σάββα Χρ., Το πρόβλημα των προσθηκών της σλαυονικής μεταφράσεως του ιουδαϊκού πολέμου του Ιώσηπου και η εν αυταίς περί του Βαπτιστού και του Ιησού Χριστού μαρτυρία, διδακτορική διατριβή Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα 1954.
Ιώσηπος, Ιουδαϊκός Πόλεμος.