Τις τελευταίες ημέρες διακινείται έντονα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μία είδηση που αφορά το επιστημονικό πόρισμα του πανεπιστημίου του Χάρβαρντ αναφορικά με την αυθεντικότητα ενός παπύρου που αναφέρεται στη γυναίκα του Ιησού. Παραθέτουμε αυτούσια την είδηση, όπως την αλιεύσαμε από την ιστοσελίδα της εφημερίδας “Τα Νέα” και στη συνέχεια ακολουθεί το σχόλιό μας προς αποκατάσταση αρκετών παρεξηγήσεων που έχουν ήδη δημιουργηθεί:
Το δημοσίευμα των “ΝΕΩΝ”
Ενας νέος κύκλος θεολογικών συζητήσεων σχετικά με την ανθρώπινη φύση του Ιησού Χριστού αναμένεται να ξεκινήσει μετά τη δημοσίευση την Πέμπτη από την επιθεώρηση Θεολογίας του Χάρβαρντ ότι ο πάπυρος που είχε ανακαλυφθεί και ανέφερε στα αρχαία κοπτικά τη φράση «ο Ιησούς τούς είπε, “η γυναίκα μου…”», φαίνεται να είναι πραγματικός και όχι πλαστός.
Ο πάπυρος χρονολογείται από τον 6ο μ.Χ. αιώνα, έχει μέγεθος περίπου όσο μια σημερινή πιστωτική κάρτα και είχε ανακαλυφθεί από την καθηγήτρια ιστορίας του Χάρβαρντ Κάρεν Κινγκ τον Σεπτέμβριο του 2012.
Τότε ωστόσο, τόσο το Βατικανό όσο και διακεκριμένοι ακαδημαϊκοί είχαν σπεύσει να τον χαρακτηρίσουν πλαστό και να διαβεβαιώσουν πως δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα.
Λίγες όμως μόλις ημέρες πριν από το Πάσχα – σε μια προφανώς στοχευμένη δημοσίευση – οι επιστήμονες του Χάρβαρντ υποστήριξαν πως αφού εξέτασαν ενδελεχώς το κομμάτι αυτού του αρχαίου πάπυρου, το οποίο οι ίδιοι ονόμασαν «Ευαγγέλιο της Συζύγου του Ιησού» επιβεβαίωσαν ότι το έγγραφο αυτό είναι αρχαίο και δεν αποτελεί προϊόν σύγχρονης πλαστογραφίας.
Το κείμενο του παπύρου έχει γραφτεί στα αρχαία κοπτικά, στη γλώσσα των Αιγύπτιων Χριστιανών της εποχής και αποτελείται από οκτώ ως επί το πλείστον ευανάγνωστες σκοτεινές γραμμές στο μπροστινό μέρος και έξι δυσανάγνωστες ξεθωριασμένες γραμμές στο πίσω μέρος.
Ο πάπυρος περιέχει έναν διάλογο στον οποίο ο Ιησούς μιλά στους μαθητές του. Σε κάποιο σημείο αναφέρεται στη «σύζυγό» του που περιλαμβάνει τη φράση «ο Ιησούς τούς είπε, “η γυναίκα μου…”», αλλά και άλλες, όπως: «θα μπορεί να είναι μαθήτριά μου», «η Μαρία το αξίζει αυτό» και «όσο για μένα, θα σταθώ πλάι της προκειμένου να…».
Οπως επισημαίνει πάντως η Κάρεν Κινγκ το γεγονός ότι επιβεβαιώθηκε η αυθεντικότητα του συγκεκριμένου πάπυρου αυτό δεν σημαίνει ότι ο Ιησούς είχε παντρευτεί.
«Απλά αυτό το έγγραφο δείχνει φως στις συζητήσεις που έκαναν οι πρώτοι Χριστιανοί για τον αν ο ιδανικός τρόπος της χριστιανικής ζωής ήταν αυτός ενός ανύπαντρου» συμπλήρωσε η καθηγήτρια.
Η Κάρεν Κινγ επισημαίνει πάντως ότι αυτό που αποδεικνύει ο πάπυρος είναι ότι «γυναίκες, μια σύζυγος, μια μητέρα, μια κοπέλα που αναφέρεται ως “Μαρία” θα μπορούσαν να είναι μαθήτριες του Ιησού».
Το σχόλιο του Mythikismos.gr
Η ανακάλυψη τέτοιου είδους κειμένων από τους πρωτοχριστιανικούς ακόμα αιώνες (ο συγκεκριμένος πάπυρος χρονολογείται μεταξύ του 6ου και του 9ου μ.α.χ.χ αιώνα) δεν θα πρεπε να προξενεί σε κανέναν έκπληξη. Είναι γνωστό ότι οι εκδοχές των μη “κανονικών” ευαγγελίων, που με την οργάνωση της πρώτης χριστιανικής εκκλησίας ονομάστηκαν απόκρυφα και κυνηγήθηκαν, είναι αναρίθμητες και περιλαμβάνουν μια μεγάλη γκάμα «εναλλακτικών» ιστοριών για το πρόσωπο του Ιησού.
Παρ’ όλα αυτά η ιστορικότητα όλων αυτών των κειμένων (κανονικών και απόκρυφων), καθώς επίσης και των πρωταγωνιστών τους, τίθεται, όπως είναι γνωστό, υπό ισχυρή αμφισβήτηση. Μιλώντας πάντα από την ιστορική σκοπιά, το εάν ο Ιησούς εμφανίζεται να έχει γυναίκα σε ένα Κοπτικό ευαγγέλιο του 6ου μεταχριστιανικού αιώνα, έχει ίση ακριβώς “ιστορική βαρύτητα” με ένα ευαγγέλιο του Λουκά από τον 4ο αιώνα που περιγράφει τη γνωστή ιστορία του Ιησού, όπως τη διδάσκονται τα ελληνόπουλα στα σχολεία της χώρας μας από την παιδική τους ηλικία.
Η ύπαρξη και διακίνηση αυτών των κειμένων κατά τους πρωτοχριστιανικούς αιώνες, καταδεικνύει πολύ απλά ότι σε ορισμένες περιοχές της αυτοκρατορίας, υπήρξαν πληθυσμοί που δεν αποκόπηκαν τόσο εύκολα από την προγενέστερη λατρεία του θηλυκού στοιχείου, που στο μεταξύ είχε απαγορευτεί με βάναυσο τρόπο μέσω των διαταγμάτων αυτοκρατόρων όπως ο Θεοδόσιος και ο Ιουστινιανός (για περισσότερα βλ. «Η αντιπαγανιστική νομοθεσία της ύστερης Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας μέσα από τους Κώδικες», Κατάρτι, 2000).
Με λίγα λόγια, για τους Έλληνες Μυθικιστές, τέτοιου είδους κείμενα δεν αποτελούν παρά εναλλακτικές εκδοχές μιας έτσι κι αλλιώς μυθικής αφήγησης.