Ο Παύλος και ο ιστορικός Ιησούς

paul

 

Επειδή και Ιουδαίοι σημείον αιτούσι και Έλληνες σοφίαν ζητούσιν, ημείς δε κηρύσομεν Χριστον εσταυρομένον , Ιουδαίοις μεν σκάνδαλον Ελλησι δε μωρίαν

Α’ προς Κορινθίους Επιστολή Παύλου. Κεφ Α΄ Στίχοι 22-23

 

Η απόδειξη ότι ο Ιησούς από την Ναζαρέτ είναι μυθική και όχι ιστορική προσωπικότητα βρίσκεται στα γραπτά του αποστόλου Παύλου. Ποιος ήταν τελικά ο Παύλος; Πως είχε αντιληφθεί τον «Ιησού Χριστό»; Τι εννοούσε με τα λόγια του στην προς Κορινθίους; Ο σκοπός μου στο παρόν πόνημα είναι να καταδείξω ότι το παραπάνω εδάφιο αντιπροσωπεύει την εικόνα του Παύλου για τον Ιησού Χριστό. Θα αποδείξω παρακάτω ότι ο Παύλος, ούτε κατά διάνοια, γνώρισε άνθρωπο με όνομα  Ιησούς Χριστός. Αυτό συμπεραίνεται από  μια προσεκτική ανάγνωση της  προς Γαλάτας επιστολής του. Πριν ασχοληθούμε όμως μ’ αυτό χρειαζόμαστε να έχουμε μια σύνοψη της ζωής  του Παύλου και των επιστολών του.

 

Του Gary Courtney (μετάφραση στα ελληνικά, Νίκος Χατζηευστρατίου)

 

Γνωρίζουμε ότι ο Παύλος αναγνωρίσθηκε ως απόστολος, όπως αυτό επιβεβαιώνεται από μετέπειτα συγγραφείς όπως ο Κλήμης. Ένας απόστολός είναι (υποθετικά) ένας αγγελιοφόρος σταλμένος από τον Θεό. Δεν πρέπει να συγχέεται με τον μαθητή- που σημαίνει σπουδαστής- και υπονοεί μια προσωπική σχέση με τον δάσκαλο. Ο Παύλος είναι ο συγγραφέας των πρωιμότερων κειμένων που επιβίωσαν στον Χριστιανισμό και είναι ο μόνος απόστολος από τον οποίο έχουμε κείμενα όλων των βαθμών γνησιότητας. Είναι γενικώς αποδεκτό ότι ο Παύλος είναι ο κύριος συγγραφέας των Προς Ρωμαίους, 1η και 2η προς Κορινθίους,1η προς Θεσσαλονικείς, Γαλάτες, Φιλιππησίους, Κολασσαείς, Φιλήμονα, και ότι δεν συνέγραψε τις άλλες επιστολές που αποδίδονται σ’ αυτόν-Εφεσίους, 2η Θεσσαλονικείς, 1η και 2η Τιμόθεο, Τίτο και Εβραίους- παρότι και αυτές οι επιστολές περιέχουν πολλές από τις ιδέες του με ποικίλες  τροποποιήσεις και προσθήκες.

Η σιγή του Παύλου και οι ισχυρισμοί των ιστορικιστών

Αυτό που κάνει σημαντικές της Παύλειες επιστολές  είναι ότι γράφτηκαν μεταξύ του 40 και 60 μ.α.χ.χ, αρκετό χρόνο πριν τις συναντήσεις του Παύλου με αποστόλους στα Ιεροσόλυμα (όπως θα δούμε παρακάτω) και πολύ πριν γραφούν τα κανονικά ευαγγέλια. Είναι εκπληκτικό ότι τα κείμενα αυτά φανερώνουν ότι ο Παύλος δεν είχε ούτε γνώριζε ούτε νοιάζονταν για την προ-σταύρωσης ζωή του Χριστού. Στην πραγματικότητα, δεν χρησιμοποιεί καν την λέξη «σταύρωση»- στην ιστορική ή κυριολεκτική έννοια της λέξης- αλλά χρησιμοποιεί μάλλον επιθετικούς τύπους όπως «εσταυρωμένος Χριστός» ή «ο Χριστός ο οποίος σταυρώθηκε» (κατά την διακήρυξή του «ημείς δε κηρύσομεν Χριστον εσταυρομένον»). Ποτέ δεν χρησιμοποιεί την λέξη «μαθητής» για παράδειγμα. Δεν αναφέρει τον τοκετό της παρθένου, τον Ιωσήφ ή την Μαρία. Φαίνεται να έχει άγνοια για το πότε ή ακόμη το που ο Ιησούς θα μπορούσε να είχε ζήσει ή να είχε πεθάνει. Δεν λέει τίποτε για την Ναζαρέτ ή την Βηθλεέμ. Δεν αναφέρει κανένα από τα υποτιθέμενα θαύματα του Ιησού ούτε  αναφέρεται σε μια έστω από τις, λεγόμενες, ομιλίες του. Δεν σχολιάζει τον Ιωάννη τον Βαπτιστή, τα φημισμένα κηρύγματα του Ιησού, τους Φαρισαίους που προκάλεσαν τόσα δεινά στον Ιησού, τον Νικόδημο, την δίκη στο Συνέδριο, τον Πιλάτο, την προδοσία του Ιούδα ούτε κανένα άλλο γεγονός σημαντικό ή ασήμαντο στην σταδιοδρομία του Ιησού. Γιατί όχι;

Οι ιστορικιστές(1) απαντούν στην ερώτηση επιχειρηματολογώντας ότι Παύλος δεν βρήκε την ευκαιρία να αναφέρει αυτές τις λεπτομέρειες για τον Ιησού. σημειώνοντας ότι « επειδή απλώς ένας συγγραφέας δεν αναφέρει κάτι, δεν σημαίνει ότι δεν είχε ιδέα επ’ αυτού».  Αρκετά λογικό. Ιδού λοιπόν είμαι εγώ, ο Γκάρυ Κάρτνευ, που γράφω ένα άρθρο πάνω στις ρίζες του Χριστιανισμού και δεν έχω αναφέρει στα γραπτά μου την Ντίσνευλαντ. Θα ήταν γελοίο για έναν αναγνώστη του 23ου αιώνα να υποθέσει, στηριζόμενος σ’ αυτό, ότι η Ντίσνευλαντ δεν υπήρξε ποτέ στην εποχή μου. Αλλά εάν έγραφα ένα βιβλίο πάνω στα μεγάλα σύγχρονα θεματικά πάρκα και παρέλειπα να πω οτιδήποτε πάνω στην Ντίσνευλαντ κάτι δεν θα πήγαινε καλά. Ο Παύλος δεν συζητούσε αόριστα για τον Θεό, κήρυττε ότι ο Ιησούς Χριστός είναι η παντοδύναμη και μοναδική θεότητα- χωρίς να μας λέει τίποτε γύρω από την ζωή του Χριστού.

Οι ιστορικιστές συχνά ανταποκρίνονται προς αυτό το πρόβλημα λέγοντας πράγματα όπως  «ο Παύλος δεν αναφέρθηκε στον ιστορικό Ιησού, αυτός είχε την δική του αποστολή». Αν και θα μπορούσαν να γίνουν πολλές αρνητικές κριτικές στην εξήγηση αυτή, αρκεί να αναφερθεί  ότι ο Παύλος θα ’πρεπε να ήταν εξοικειωμένος με πληροφορίες που αφορούσαν στον Ιησού Χριστό. Με τα  Ευαγγέλια ως οδηγό, θα ’πρεπε να είχε θέσει πολλές ερωτήσεις πάνω στα μυστικά λόγια του Ιησού και τα παράδοξα κατορθώματά του σε μερικούς από τις πολλές εκατοντάδες που είχαν πράγματι συναντήσει τον Χριστό.

Αυτή η σιγή του Παύλου γύρω από τη ζωή του ανθρώπου Ιησού γίνεται ακόμη πιο αξιοπρόσεκτη εάν λάβουμε υπ’ όψιν πόσο κοντά ήταν αυτός προς την εποχή που λέγεται ότι έζησε ο Ιησούς και οι άνθρωποι που φέρεται ότι γνώρισε. Στην προς Γαλάτας επιστολή του, ο Παύλος ισχυρίζεται ότι ο Θεός του απεκάλυψε «τον υιό του» σε ένα υπερφυσικό όραμα και ότι εν τέλει δεν είχε πληροφόρηση για αυτόν από κάποιο ανθρώπινο όν.

«Γνωρίζω δεν υμίν, αδελφοί, το ευαγγέλιον το ευαγγελισθέν υπ’ εμού ότι ουκ εστί κατά άνθρωπον· ουδέ γαρ εγώ παρά ανθρώπου παρέλαβον αυτό ούτε εδιδάχθην, αλλά δι’ αποκαλύψεως Ιησού Χριστού.» (Γαλ. 1:11,12).(2)

Πριν να προσπαθήσει να μάθει οτιδήποτε για την θεότητα ονομαζόμενη Ιησούς Χριστός από ανθρώπους που ήδη πίστευαν σ’ αυτόν, ο Παύλος πήγε στην Αραβία και επέστρεψε στη Δαμασκό. Αυτό υπονοεί ότι αυτός είχε το πρωταρχικό του όραμα από τον Θεό ενώ ήταν στην Δαμασκό (όχι στον δρόμο για την Δαμασκό). Όταν ο Δαμασκινός κυβερνήτης υπό τον Βασιλιά Αρέτα προσπάθησε να τον συλλάβει (δεν είναι σαφές για ποιόν λόγο), αυτός δραπέτευσε κατεβαίνοντας μέσα σ’ ένα καλάθι τα τείχη της πόλης (2 Κορ 11:32,33).(3) Τότε ήταν που αποφάσισε τυχαία να πάει στα Ιεροσόλυμα.

« Τότε μετά από τρία χρόνια πήγα (μετέβην) στα Ιεροσόλυμα για να δω τον Πέτρο, και διέμεινα εκεί μαζί του δεκαπέντε ημέρες. Αλλά δεν είδα κανέναν άλλο απόστολο, εκτός από τον Ιάκωβο  τον Αδελφόθεο. Τώρα τα πράγματα που γράφω για σένα, δες, μπρος τον Θεό, εγώ δεν ψεύδομαι»

(Γαλ 1:18-20).

Έπειτα τρία έτη ανήλθον είς Ιεροσόλυμα ιστορήσαι Πέτρον, και επέμεινα προς αυτόν ημέρας δεκαπέντε· έτερον δε των αποστόλων ουκ είδον ει μη Ιάκωβον τον αδελφόν του Κυρίου. Α δε γράφω υμίν, ιδού ενώπιον του Θεού ότι ου ψεύδομαι.

Ημερομηνίες

Πια ήταν η χρονιά που ο Παύλος συνάντησε τους ανθρώπους αυτούς στα Ιεροσόλυμα; Το ταξίδι του Παύλου στα Ιεροσόλυμα ήταν τρία χρόνια μετά το θεόσταλτο ουράνιό του όραμα . Ο βασιλιάς Αρέτας πέθανε στα 40 μ.α.χ.χ, έτσι ο Παύλος προσηλυτίστηκε πρίν το 37 μ.α.χ.χ, και συμπεραίνεται ότι θα πήγε να τους συναντήσει όχι μετά  το 40 μ.α.χ.χ. Ο Πόντιος Πιλάτος ήταν έπαρχος της Ιουδαίας από το 26 έως το 36 μ.α.χ.χ. Έαν ο «Ιησούς Χριστός» σταυρώθηκε τα χρόνια της επαρχίας του Πιλάτου, τότε ο προσηλυτισμός του Παύλου έγινε μόλις ένα χρόνο μετά την σταύρωση,ή το πολύ   γύρω στα δέκα χρόνια μετά εάν εμείς υποθέσουμε ότι ο Ιησούς σταυρώθηκε τα πρώτα χρόνια της επαρχίας του Πιλάτου. ¨Έτσι ο Παύλος θα ’πρεπε να είχε πρόσβαση σ΄ όσες  πληροφορίες ήθελε πάνω στον άνθρωπο Ιησού.

 

Πρωθύστερα

Αλλά αυτό που επισημαίνει ο Παύλος προς τους Γαλάτες είναι ότι αυτός κήρυττε τον Ιησού Χριστό πολύ πριν  συναντήσει οποιονδήποτε άλλο Απόστολο, το κήρυγμά του δηλαδή – αυτό που ονομάζει «ευαγγέλιό του»- ήταν αποτέλεσμα απ’ ευθείας ουράνιας έμπνευσης. Μπορούμε περαιτέρω να συμπεράνουμε ότι οι απόστολοι Πέτρος και Ιάκωβος ήσαν σχετικά  ασήμαντοι. Διαφορετικά οι οργισμένοι όρκοι του Παύλου δεν οδηγούν σε κάποιο νόημα.  (Είναι ασήμαντο το ότι ο όρκος του Παύλου είναι μια κραυγαλέα παραβίαση των υποτιθέμενων εντολών του Ιησού που απαγορεύουν τον όρκο, ειδικά την χρήση του ονόματος του Θεού σ’ αυτόν. Βλ Ματθ. 5:34-7).  Είναι σημαντικό να καταλάβουμε ότι ο Παύλος δεν ισχυρίζεται ότι αυτός κήρυξε το  δικό το θεϊκά αποκεκαλυμμένο Ευαγγέλιο μέχρι που συνάντησε τον Πέτρο και τον Ιάκωβο, αλλά αμέσως μετά- σύμφωνα με την συνέχεια του κειμένου. Για τα επόμενα ένδεκα χρόνια αυτός συνέχιζε να κηρύττει στην Συρία και την Κιλικία.

Έπειτα δια δεκατεσσάρων  ετών πάλιν ανέβην εις Ιεροσόλυμα μετά Βαρνάβα, συμπαραλαβών και Τίτον. Ανέβην δε κατά αποκάλυψιν· και ανεθέμην αυτοίς το Ευαγγέλιον ο κηρύσσω εν τοις έθνεσι, κατ’ ιδίαν τοις δοκούσι μήπως εις κενόν τρέχω ή έκδραμον.

(Μετά από δεκατέσσερα χρόνια ανέβηκα πάλι στα Ιεροσόλυμα μαζί με τον Βαρνάβα και πήρα μαζί μου και τον Τίτο. Ανέβηκα δε σύμφωνα με αποκάλυψη που μου έκανε ο Θεός. Και ανακοίνωσα σ΄αυτούς το Ευαγγέλιο, που κυρύττω μεταξύ των εθνικών ιδιαίτερα δε το εξέθεσα μεταξύ των επισήμων και περιφανών, για να αποδειχθεί μήπως μάταια κοπιάζω ή εκοπίασα)

 

Οι Δοκούντες

Τώρα, δεκατέσσερα χρόνια μετά, φαίνεται ότι ο Παύλος πρόκειται να αναζητήσει ταπεινά πληροφορίες πάνω στον πραγματικό Ιησού, αλλά τι εννοεί ο Παύλος με το «τοις δοκούσιν»  Οι ιστορικιστές το εκλαμβάνουν ως «άνθρωποι που πραγματικά γνώριζαν για τον άνθρωπο Ιησού». Αλλά αν ήταν έτσι τα πράγματα γιατί ο Παύλος δεν το ανέφερε απλώς έτσι; Γιατί δεν είπε απλώς « τότε επικοινώνησα ιδιωτικά με ανθρώπους οι οποίοι πραγματικά γνώρισαν τον Ιησού, επειδή θεώρησα ότι αυτοί πιθανώς να μπορούσαν να μου πουν κάτι γι’ αυτόν τον άνθρωπο.» Και που τον αφήνει τον Πέτρο; Εάν το να ‘σαι «δοκών» σημαίνει το να γνωρίζεις τον Ιησού προσωπικά, τότε ο Παύλος θα έπρεπε να είχε ήδη μιλήσει σε ένα τέτοιο άτομο-τον Πέτρο- από την πρώτη του επίσκεψη στα Ιεροσόλυμα! Ας πληροφορήσουμε τον αναγνώστη ότι οι ιστοριστές ισχυρίζονται ότι ο Ιάκωβος των  Ιεροσολύμων (τον μόνον που συνάντησε ο Παύλος εκείνα τα χρόνια) ήταν ο αδελφός του Ιησού. Προφανώς, εάν οι ιστορικιστές έχουν δίκαιο, εμείς οφείλουμε να πιστέψουμε ότι ο άτυχος Ιάκωβος  μορφοποιημένος στην ίδια μήτρα και έχοντας βυζάξει από το ίδιο στήθος (δες Λουκάς 11:27 ) με τον συν-δημιουργό του Σύμπαντος (Η αντίληψη του Παύλου περί του Ιησού- δες Κολασσαείς 1:15-20), και ταυτόχρονα όντας ένας απόστολος εκείνου του συν-δημιουργού, δεν αναγνωρίζεται ως « επίσημο άτομο». Εάν «ο δοκών» σημαίνει γνωρίζων τον Ιησού, ο Ιάκωβος θα ’πρεπε να είναι ο περισσότερο «δοκών» εφόσον ήταν αδελφός του Ιησού!

Η τήρηση του Μωσαϊκού Νόμου, Παύλος, και οι Ιεροσολυμίτες.

Σίγουρα η λέξη «δοκών» υποκρύπτει μια δημόσια άποψη για τον χαρακτήρα ή τις ικανότητες κάποιου, κι όχι την αναγνωρισιμότητά του. Ας κάνουμε μια υπόθεση εργασίας, ότι οι ιστορικιστές έχουν δίκαιο: ότι δηλαδή οι Ιεροσολυμίτες  γνώριζαν τον άνθρωπο Ιησού. Ο Παύλος μας λέει ότι ανάμεσα σ’ αυτούς τους «διάσημους ανθρώπους» «τους δοκούντες» υπήρχαν πλανημένοι αδελφοί (αυτήν την περιγραφή επιφυλάσσει ο Παύλος σ’ αυτούς και όχι αυτοί για τον εαυτό τους), πλανημένοι διότι εθεωρούντο προσκολλημένοι στα έθιμα του Μωσαϊκού Νόμου, και ότι φαίνεται ότι μάλλον  ουδέν προσανέθεντο(4) (Γαλ 2:4,6). Εδώ ο Παύλος δεν εννοεί ότι οι άνθρωποι αυτοί αρνήθηκαν να του δώσουν πληροφορίες για τον Ιησού, αλλά ότι ενώ του είπαν όσα γνώριζαν αυτός δεν έμαθε τίποτε παραπάνω απ’ όσα ήδη ήξερε. Οι άνθρωποι που είχαν γνωρίσει τον Ιησού προσωπικά δεν του είπαν περισσότερα απ’ όσα ήξερε; Ο Παύλος που απ’ ότι φαίνεται καταγόταν από την Δαμασκό, ποτέ δεν γνώρισε τον Ιησού, και προφανώς δεν είχε επισκεφθεί τα Ιεροσόλυμα μέχρι την άφιξή του λίγα χρόνια πριν την ουράνια αποκάλυψη. Είναι δυνατόν να μην έμαθε από τους φίλους και συνεργάτες του Ιησού τίποτε για αυτόν; Δεν θα ‘πρεπε αυτοί ακόμη να του έλεγαν κάτι πάνω στην προσωπική συμπεριφορά του Ιησού, τις συνήθειές του, τους τρόπους τις ομιλίας του, την αίσθηση του χιούμορ, το μήκος των μαλλιών του, το χρώμα των ματιών του, την συμπεριφορά του προς τις γυναίκες, την συμπεριφορά του προς τις τοπικές αρχές; Είναι προφανές ότι αυτοί δεν θα του είπαν  οτιδήποτε για την συμπεριφορά του Ιησού προς τον Μωσαϊκό Νόμο.

Διότι εάν αυτοί οι άνθρωποι διδάχθηκαν και εκπαιδεύτηκαν από τους φίλους και συνεργάτες του Ιησού, τότε η άποψή τους για τον Μωσαϊκό Νόμο θα ‘πρεπε να είναι ίδια με την άποψη του Ιησού; Γιατί οι άνθρωποι αυτοί δεν είπαν « Κοίτα Παύλε, αυτές είναι οι απόψεις του Χριστού και όχι δικές μας. Τι χαμπάρια έχεις εσύ, στο κάτω κάτω της γραφής δεν τον έχεις καν γνωρίσει.» Αλλά και ο Παύλος θα ’λεγε κάτι παρόμοιο, αν σκεφτόταν ότι αυτοί οι πλανημένοι αδελφοί αγνοούσαν μια διδασκαλία του οδυνηρά εκδημήσαντος διδασκάλου τους  Ιησού. Κάτι σαν «και να σκεφθείς, ότι αυτοί οι άνθρωποι που είχαν την τιμή και το προνόμιο να γνωρίσουν το Ιησού προσωπικά, και παρ’ όλα αυτά άρχισαν να παραβαίνουν τις εντολές του »–ή εν πάση περιπτώσει παρόμοιες κουβέντες μ’ αυτό το βασικό νόημα.

Εάν οι Γαλάτες σκέφτηκαν ότι αυτοί οι άνθρωποι στα Ιεροσόλυμα γνώριζαν τον Ιησού, αλλά  δεν μπόρεσαν να δώσουν καμιά πληροφορία γι αυτόν, τότε αυτοί θα ’πρεπε να θεώρησαν τον Ιησού  πραγματικά λιγόλογο άτομο! Αλλά ακόμη κι αν ο Ιησούς ήταν κωφάλαλος, οι άνθρωποι που πράγματι τον γνώρισαν θα ήσαν προφανώς ικανοί να πουν στο Παύλο προσωπικές του λεπτομέρειες άγνωστες σ’ αυτόν (και ειδικά ο αδελφός του!). Θα σηκωνόταν όρθιος,  για παράδειγμα, αν έμπαινε στο δωμάτιο μια γυναίκα; Αυτό το σημείο πιθανώς να φαίνεται προφανές σε κάποιους, θα θύμιζα όμως στον αναγνώστη την περιφρόνηση την οποία συχνά συναντά  η εκδοχή του μυθικού Χριστού. Εάν υπήρχε ένας άνθρωπος που ονομαζόταν Ιησούς, ιδρυτής του Χριστιανισμού, τότε οι άνθρωποι που τον γνώρισαν θα έπρεπε να ήσαν πλήρως κυριευμένοι από την προσωπικότητά και το χάρισμα του, ώστε να τον αναδείξουν ως Κύριο και δημιουργό του σύμπαντος αμέσως μετά τον θάνατό του. Κρατώντας τον σε τόσο υψηλή εκτίμηση, αυτοί πρέπει να περίμεναν κάθε του λέξη με κομμένη την ανάσα και να παρακολουθούσαν κάθε του πράξη και κίνηση με την ελπίδα ότι ίσως αυτοί, με τον δικό τους υποδεέστερο τρόπο, θα μπορούσαν να τον μιμηθούν.  Παρ’ όλα αυτά η μόνη διαθέσιμη επιστολή (προς Γαλάτας) που πραγματεύεται την συνάντηση του Παύλου με αποστόλους με ονόματα  Ιάκωβος, Πέτρος  και Ιωάννης στα Ιεροσόλυμα, μας λέγει ότι ο άνθρωπος Ιησούς  είχε πάνω τους μηδενικό αντίκτυπο. Υπάρχει μια γενική πεποίθηση ότι η υπόθεση του μυθικού Ιησού είναι τόσο ενδιαφέρουσα όσο και η θεωρία της επίπεδης γης ή του αεικίνητου. Αλλά υπάρχει μια απλή ερώτηση την οποία οι ιστοριστές δεν θα απαντήσουν επειδή δεν θα μπορέσουν  να απαντήσουν –γιατί δεν μπόρεσε να μάθη τίποτε ο Παύλος για τον Ιησού της Ναζαρέτ από τους Απόστολους στα Ιεροσόλυμα;

Ο Παύλος μιλάει για τον Ιάκωβο, Κέφα (ο οποίος συμπερασματικά είναι ο Πέτρος) και τον Ιωάννη θεωρώντας τους στύλους, επειδή αυτοί αποδέχθηκαν την θεϊκό του διορισμό σαν Απόστολο, στο μέτρο που αυτός θα έδινε χρήματα (για τους φτωχούς) και γιατί αυτοί φαινόντουσαν ευτυχισμένοι για την μη εμμονή του στην περιτομή για εθνικούς προσήλυτους. (Γαλ 2:8-10) [5]. Πολλοί ορθόδοξοι ιουδαίοι (και προφανώς Χριστιανοί!) θεωρούσαν ότι ήταν «ακάθαρτο» το να δειπνούν με «άπιστους» δηλαδή εθνικούς. Ο Πέτρος ήταν προφανώς ευτυχής όταν δειπνούσε με τον Παύλο και άπιστους ταυτόχρονα στην Αντιόχεια. Όλα αυτά μέχρι να φθάσει στην Αντιόχεια μια ομάδα ανθρώπων σταλμένων από τον Ιάκωβο,  για να ξεγλιστίσει αμέσως μετά ο Πέτρος από το δωμάτιο  (πράγμα που σημαίνει ότι αυτοί δεν ήταν οι στύλοι τελικά-Γαλ 2:12). [6]

Η Τήρηση του Μωσαϊκού Νόμου: Πέτρος και Παύλος

Ο Παύλος επέκρινε σκληρά και δημόσια τον Πέτρο  λέγοντας «εάν εσύ, όντας ένας Ιουδαίος, ζεις σύμφωνα με τους τρόπους των εθνικών, και όχι σύμφωνα με τα έθιμα των Ιουδαίων,  γιατί αναγκάζεις τους εθνικούς να ζουν όπως οι Ιουδαίου;» (Γαλ 2:14) [7]. Εδώ λοιπόν είναι το θέμα. Ο Παύλος λέει στους Γαλάτες ότι δήλωσε στον Πέτρο ότι οι Μωσαϊκοί Νόμοι δεν ήσαν απαραίτητοι επειδή  ήσαν απλώς δυσεφάρμοστοι. Πολλοί άνθρωποι πιθανώς θα συμφωνούσαν μαζί του. Μήπως όμως ο Χριστιανισμός δεν διδάσκει ότι η σταύρωση του Ιησού κατάργησε την ανάγκη να παρακολουθούμε τα Μωσαϊκά έθιμα; Γνώριζε ο Ιησούς κάτι επ’ αυτού; Γιατί δεν το ανέφερε ποτέ στον Πέτρο; Εάν η ζωή του Πέτρου άλλαξε από την προσωπική του συνεργασία με τον Ιησού, τι ήταν αυτό που τον εντυπωσίασε στον Ιησού;  Όχι πάντως η διδασκαλία της αντικατάστασης του Μωσαϊκού Νόμου, πράγμα που φαίνεται στο ότι ο Παύλος δεν χρειάζεται να τον πείσει γι’ αυτό. Φαίνεται απίθανο ο Ιησούς να ήταν πιστός στην παράδοση, διότι θα αρκούσε μια απλή παρατήρησή του πάνω στο θέμα για να μπει ο  Παύλος στην θέση του. Ούτε  ότι ο Πέτρος ήταν αποστάτης, όταν μάλιστα ο Παύλος δεν αφήνει πουθενά κανέναν υπαινιγμό ότι αυτός παραβαίνει κάποια εντολή του Ιησού. Θα ’λεγε  κανείς ότι ο Παύλος τον επικρίνει γιατί παραβιάζει τον κοινό νου.

[Συνεχίζοντας στα γραπτά του Παύλου, καθώς αυτός γίνεται όλο και θεολογικότερος, ο Παύλος περιγράφει τον Μωσαϊκό Νόμο σαν ένα είδος κατάρας – μια κατάρα διότι μια παράβασή του είναι κολάσιμη με θάνατο, ενώ η τήρησή του σχεδόν αδύνατη. Τότε διακηρύσσει:  « Ο Χριστός ημάς εξηγόρασε εκ της κατάρας του νόμου γενόμενος υπερ ημών κατάρα· γέγραπται γαρ· επικατάρατος πας ο κρεμάμενος επί ξύλου.» (Γαλ 3:13). [8] Πολύ δύσκολα θα μπορούσε αυτό το μήνυμα να παρουσιασθεί από του Αποστόλους των Ιεροσολύμων ως η μεγάλη πορεία. Παρ’ όλα αυτά, ο Παύλος , όταν βρήκε τα ζόρια, απεκάλυψε τον αληθινό λόγο του κηρύγματός του. Θεώρησε ότι ο Ιουδαϊκός Νόμος είναι αδύνατο να τηρηθεί.]

Ο Παύλος δεν διαψεύδει τον Πέτρο θυμίζοντάς του κάποια διδασκαλία του Ιησού, αλλά ούτε επικαλείται τον Ιησού ως παράδειγμα. Δεν θα πρεπε ο Ιησούς να αποτελεί το κατ’ εξοχήν παράδειγμα;  Τι συνέβαινε με τις ευαγγελικές ιστορίες με τον Ιησού συσχετιζόμενο με λαϊκούς (τους μισητούς συλλέκτες φόρων) και αμαρτωλούς, και την ανασκευή των κατηγοριών των Φαρισαίων γι αυτήν ακριβώς την επιλογή; (πχ Μαρκος 2:15-17); Τι συμβαίνει με την υποβάθμιση από μέρους του της ανάγκης για αυστηρή παρακολούθηση των Μωσαϊκών εθίμων όταν αυτός μαζεύει καλαμπόκια το Σάββατο (Μαρκος 2:23-27), θεραπεύει το Σάββατο (δες Μάρκος 3:1-6) κλπ; Για την ακρίβεια, ο Μάρκος σκιαγραφεί αυτήν την φιλελεύθερη ανάγνωση του Μωσαϊκού Νόμου ως αυτόν ακριβώς τον λόγο για τον οποίο οι Φαρισαίοι κατ΄ αρχήν επιδίωξαν να τον σκοτώσουν! Ήταν οι λόγοι για τους οποίους σταυρώθηκε ο Ιησούς τόσο ασήμαντοι για τον Πέτρο και τον Πάυλο; Ο Πέτρος ήταν, σύμφωνα με τις γραφές, παρών σ’ όλες τις παραπάνω περιστάσεις στις οποίες ο Ιησούς απέρριψε μια αυστηρή ερμηνεία του Μωσαϊκού Νόμου-και ο Παύλος οφείλει να του πει ότι θεωρεί ότι ο Μωσαϊκός Νόμος δεν είναι βολικός;    Αυτά είναι τα πράγματα για τα οποία θα έπρεπε να περιμένουμε να μιλήσει ο Πέτρος στον Παύλο και όχι το αντίθετο. [ Διακόπτοντας πάλι, αυτό είναι ένα επί πλέον  στοιχείο για το ότι ο Παύλος  (και ο Πέτρος!) δεν θα μπορούσαν να γνωρίζουν αυτές τις ιστορίες πάνω στις συναλλαγές του Ιησού  με Φαρισαίους. Εάν ο Ιησούς  είχε πει πρόσφατα ότι ο Μωσαϊκός Νόμος δεν πρέπει να παίρνεται τόσο κυριολεκτικά, γιατί ο Παύλος και η πρώιμη εκκλησία όφειλε να εφεύρει την τόσο επιτηδευμένη θεολογία της λύτρωσης γύρω από τον θάνατό του;] Ήταν πιθανό για τον Παύλο να βγει κερδισμένος από την αναμέτρηση του με τον  Πέτρο;

Θεωρώ ότι η απάντηση είναι πολύ απλή. Ο Πέτρος και οι άλλοι απόστολοι στα Ιεροσόλυμα δεν γνώριζαν καμιά από αυτές τις ιστορίες ακριβώς επειδή τα κηρύγματά τους και τα πιστεύω τους δεν βασίσθηκαν κατά κανένα τρόπο στην γνώση ενός ανθρώπου που λεγόταν Ιησούς. Οι Ιεροσολυμίτες όχι μόνον δεν γνώρισαν τον Ιησού προσωπικά, αλλά δεν φαίνεται και να έχουν πληροφορίες γι’ αυτόν ούτε καν από δεύτερο χέρι. Ο Πέτρος προφανώς δεν μπορούσε να υπερασπίσει τον εαυτό του απέναντι στον Παύλο με το να του θυμίζει την προσωπική του υπασπιστεία στον Ιησού. { Είναι ενδιαφέρον το να σημειώσουμε ότι η κύρια προτεσταντική θεολογία δεν διστάζει να απορρίψει  την υπόθεση της υπασπιστείας του Πέτρου σαν Καθολική φιλολογία). Ρωτήστε οποιονδήποτε Αγγλικανό. (Ματθαίος 16:16-18).  Ακόμη κι αν ο Ιησούς ήταν τόσο αδιάφορος ώστε να μην είχε γνώμη επί της περιτομής (η οποία ήταν φλέγον θέμα για κάθε ενδιαφερόμενο), γιατί δεν επέβαλαν κάποια άποψη κάνοντας χρήση της θέσεώς τους; Εάν ήταν γενικά πιστευτό ότι αυτοί οι άνθρωποι γνώρισαν τον Ιησού, γιατί αυτοί δεν προσποιήθηκαν απλώς  ότι ο Ιησούς είχε συντηρητική άποψη για την περιτομή; Θα ήταν πράγματι τόσο εύκολο να δώσουν ένα τέλος μέσα σε μια νύχτα, αναμιγνύοντας ανόμοια στοιχεία σ’ έναν όχλο, που σχεδόν κυριολεκτικά, θα σταύρωνε τον Παύλο και κυρίως τις διεκδικήσεις του πάνω στον Ιησού.

Μετά την «θεοκτονία»

Αν οι απόστολοι ήσαν συνεργάτες του Ιησού οι Ιστοριστές οφείλουν να απαντήσουν σε σειρά ερωτημάτων.  Για παράδειγμα, κανείς δεν φαίνεται να έχει παρατηρήσει ότι ο Παύλος δεν δυσκολεύτηκε να βρει τους αποστόλους των Ιεροσολύμων. Δεν υπάρχει ένδειξη ότι όφειλε να τρυπώσει στην πόλη και να ρωτήσει κρυφά όσον αφορά στα στέκια των φίλων και των υποστηρικτών του ανθρώπου που είχε πρόσφατα σταυρωθεί ( σύμφωνα με την υπόθεσή τους) ως κακούργος. Στα ευαγγέλια οι Ιουδαϊκές αρχές έκαναν το πάν προκειμένου να διαβεβαιώσουν ότι εξολόθρευσαν τον Ιησού- επιδιώκοντας να αποκτήσουν ψευδομάρτυρες, προσλαμβάνοντας έναν προδότη, συγκαλώντας μια  στημένη δίκη μόνο και μόνο γιατί ισχυρίσθηκε ότι είναι γιος του Θεού. Παρότι ένα ή δύο χρόνια αργότερα, η Χριστιανική Εκκλησία είναι τόσο καλά βολεμένη  στα Ιεροσόλυμα ώστε  ακόμη και οι μη πρώιμοι συγγραφείς να ενοχλούνται σχολιάζοντας το παράδοξο ότι δηλαδή η εκκλησία των Ιεροσολύμων ήταν το αρχηγείο, πράγμα  ξεκάθαρο στην επιστολή  του Παύλου. Κινούν γη και ουρανό να εκτελέσουν ένα άνθρωπο ο οποίος θα μπορούσε να αγνοηθεί και ως χαζούλης κι αμέσως μετά επιτρέπουν  την τοπική εκκλησία να κηρύσσει ότι οι τοπικές αρχές μόλις σκότωσαν τον γιο του Θεού! Καθώς είπα, εάν ο Ιησούς σταυρώθηκε στα τελευταία χρόνια της εποχής του Πιλάτου, ο προσηλυτισμός  του Παύλου έγινε μόνον έναν ή δύο χρόνια μετά την σταύρωση. Οι περισσότεροι από τους κρατούντες, ειδικά το Συνέδριο που βαρύνονταν με τον θάνατο του Ιησού, θα ήταν ακόμη στα πράγματα.  Εάν συγχωρήσουμε την έλλειψη περιέργειας εκ μέρους του Παύλου παραδεχόμενοι ότι αυτός σταυρώθηκε στις αρχές της θητείας του Πιλάτου, τότε έχουμε να αντιμετωπίσουμε το παράδοξο μιας εκκλησίας  που διδάσκει ότι ο κυβερνήτης, ο οποίος ζει στην άλλη πλευρά του δρόμου στο Πραιτόριο, πρόσφατα σκότωσε τον γιο του Θεού. Όχι μόνον αυτό, αλλά σχεδόν όλες οι Ιουδαϊκές αρχές ενεπλάκησαν στην θεοκτονία. Γιατί δεν θα τους φίμωνε και θα τους εξαφάνιζε ο Πιλάτος και το Συνέδριο; ( Το ότι ο Πιλάτος δεν θα  δίσταζε, είναι εύκολο να αποδειχθεί.)

Εν συνεχεία, γιατί δεν έδειξε ο Παύλος ενδιαφέρον να συναντήσει κόσμο που ήταν κοντά  στον Ιησού; Δεν θα ’θελε τουλάχιστον να συναντήσει την Μαρία, την γυναίκα που γέννησε τον άνθρωπο, που έλεγε στον καθένα ότι δημιούργησε το Σύμπαν; (δες τις περιγραφές του: Κολ 1:15-20; Φιλ 2:5-11). Δεν ενδιαφέρθηκε να συναντήσει τον τιμιότατο Νικόδημο, στον οποίον ο Ιησούς απεκάλυψε το μυστικό ότι εμείς πρέπει να αναγεννηθούμε; Ή στον άγιο Ιωσήφ εξ Αριμαθαίας, ο οποίος χάρισε γενναιόδωρα  τον τάφο στον οποίο συντελέσθηκε το μεγαλύτερο κατά τον Παύλο γεγονός  του σύμπαντος;- την ανάσταση εκ του τάφου του Χριστού- το αξονικό σημείο του Παύλειου κηρύγματος; Δεν θα ’θελε να επισκεφθεί τον ίδιο τον τάφο; Δεν θα επιθυμούσε μια ευλαβική επίσκεψη στο δώμα του Μυστικού Δείπνου, όπου ο θεός του θεσμοθέτησε την θεία Κοινωνία; Ο Πέτρος θα μπορούσε συμπερασματικά να του είχε δώσει το δικαίωμα να κάτσει στην ίδια ακριβώς καρέκλα που είχε καθίσει ο Ιησούς! Και μια που αναφερόμαστε σε καρέκλες, γιατί ο Παύλος δεν έδειξε κανένα ενδιαφέρον για τα χειροτεχνήματα του ξυλουργού Ιησού ενώ αυτός βρίσκονταν στην πόλη; Γνωρίζουμε ότι ο Παύλος κήρυττε τον Ιησού Χριστό ως συνδημιουργό του σύμπαντος, γιατί δεν θα ‘δειχνε ενδιαφέρον στο να δει κάτι που ο Ιησούς είχε δημιουργήσει στην γή – μια καρέκλα, ένα τραπέζι, μια λυχνία; Τέτοια αντικείμενα θα ‘πρεπε να ήταν υπερεκτιμημένα από τον Παύλο, και αυτός μπορούσε να έχει όση πρόσβαση επιθυμούσε σε τέτοια πράγματα -αν βέβαια ο Ιησούς υπήρξε.

Το δυσεξήγητο χρονικό κενό

Παρότι ο Παύλος δεν το αναφέρει στην επιστολή του (ή οπουδήποτε αλλού, για  την ακρίβεια),  είναι γενικά αποδεκτό ότι ο αυτός πήγε στα Ιεροσόλυμα για να ανακαλύψει περισσότερα πάνω στον Ιησού από ανθρώπους που αποδεδειγμένα τον γνώρισαν. Γιατί περίμενε ο Παύλος τόσο πολύ πριν πάει να δει τους Ιεροσολυμίτες αποστόλους αν όντως θεωρούσε ότι γνώριζαν προσωπικά  την θεότητα που ο ίδιος κήρυττε; Το πρώτο πράγμα που θα  ’πρεπε να κάνει ήταν  να μιλήσει σε περισσότερους κατά το δυνατόν ανθρώπους  για τον πρόσφατα θανόντα Ιησού όσο οι αναμνήσεις τους ήσαν νωπές. Είχαν οι Γαλάτες κάποια εξοικείωση  με τις  παραδόσεις που καταγράφονται στα ευαγγέλια  όπου ο Ιησούς μεταβιβάζει τις εξουσίες του στον Πέτρο; Αν ναι  πως τόλμησε ο Παύλος να τους γράψει ότι τον υποβάθμισε σε ένα τόσο έκδηλα κομβικό ζήτημα; Ο Παύλος, και μόνον, αναφέρεται στους ηγέτες των Ιεροσολύμων ως « εκείνοι που ήσαν απόστολοι πριν από μένα», και ποτέ δεν τους αναφέρει ως αυτούς που υπήρξαν ακόλουθοι του Ιησού. Η αναφορά του στην προς Γαλάτας για τον ίδιο και για την ανάθεση αποστολής εκ μέρους του θεού προς τον Πέτρο ακούγεται ως εάν αυτοί να ήσαν της ιδίας φύσεως και θέσεως (δες Γαλ 2:8), που σημαίνει ότι πρέπει να ήταν γενικότερα κατανοητό ότι ο Πέτρος επικοινώνησε (με τον Θεό) με τον ίδιο τρόπο που επικοινώνησε και αυτός- με απ’ ευθείας αποκάλυψη.

Η γνώση του Παύλου για τον Ιησού φαίνεται να είναι ελαφρά κάτι παραπάνω από μια εννοιολογική επέκταση του «δεινοπαθούντος Υπηρέτη» κείμενο στον Ησαΐα.  (Όλοι οι Χριστιανοί συγγραφείς του πρώτου αιώνα φαίνεται να έχουν παρόμοια άποψη). Πρόσθετα,  φαίνεται να θεωρούσεότι ο Ιησούς  σταυρώθηκε κάποτε στο απροσδιόριστο παρελθόν, ότι αυτός καταγόταν από τον Βασιλιά Δαβίδ (Ρωμ 1:3 {αυτή, φυσικά, είναι μεσσιανική προσδοκία}) και γεννήθηκε από γυναίκα (Γαλ 4:4) [9]. Αυτές οι απόψεις ακούγονται μάλλον θεολογικές παρά ιστορικές, καθώς η διδαχή του Παύλου επικεντρώνεται αποκλειστικά στο θρησκευτικό/ συμβολικό  νόημα του θανάτου και της ανάστασης του «Ιησού Χριστού», αλλά ποτέ στις λεπτομέρειες, -«Ου γαρ έκρινα του ειδέναι τι εν υμίν ει μη Ιησούν Χριστόν, και τούτον εσταυρωμένον.1Κορ 2:2) [10]. Ο Παύλος δεν είναι ιδιαίτερα διαφωτιστικός όταν έρχεται να  ορίσει πότε ακριβώς θα μπορούσε να είχε σταυρωθεί ο Ιησούς.«ότε δε ήλθε το πλήρωμα του χρόνου, εξαπέστειλεν ο Θεός τον υιόν αυτού, γενόμενον εκ γυναικός, γενόμενον υπό νόμον, ίνα τους υπό νόμον εξαγοράση, ίνα την υιοθεσίαν απολάβομεν.» (Γαλ 4:4,5 [11]). Στην περίπτωση που το βρίσκετε  κάπως ασαφές, το ξεκαθαρίζει κάπου αλλού- «έτι γαρ Χριστός όντων ημών ασθενών κατά καιρόν υπέρ ασεβών απέθανεν».(Ρωμ 5:6)

Αποκλίνοντα συμπεράσματα

Έτσι λοιπόν, ο Χριστός πέθανε όταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, τότε που εμείς ήμασταν ακόμη ασθενείς. Αυτό φαίνεται μάλλον σαν διατύπωση ενός πιστεύω παρά μια περιγραφή κάποιου πρόσφατου (σχεδόν σύγχρονού του) ιστορικού γεγονότος. Κάποιος θα μπορούσε να σκεφθεί ότι θα μπορούσε να έγραφε κάτι σαν «το προηγούμενο έτος» ή «πριν δυο χρόνια» ή ακόμη «πρόσφατα». Παρατηρήστε την απρόσωπη αναφορά ενός Ιησού γεννημένου από «γυναίκα». Η επιστολή αυτή γράφτηκε μετά την συνάντηση του Παύλου με τους απόστολους οι οποίοι ήσαν στα Ιεροσόλυμα  άνθρωποι για τους οποίους οι ιστορικιστές επιμένουν ότι γνώρισαν τον Ιησού προσωπικά. Γιατί, τότε, ο Παύλος δεν προσθέτει κάτι σαν «… γεννημένος από γυναίκα, η οποία, όπως όλοι γνωρίζετε, ονομαζόταν Μαρία», ή ίσως κάποια άλλη στοργική αναφορά; (Ως εάν όφειλε να υπενθυμίσει ότι κάποιος είναι «γεννημένος από γυναίκα»!)

Αυτό που μπορούμε σίγουρα να συμπεράνουμε από τα παραπάνω είναι ότι ο Παύλος  δεν συγκλονίστηκε  ακούγοντας για τις διδασκαλίες και τα θαύματα του Ιησού, και δεν γνωρίζουμε αν ποτέ πίστεψε ότι ο θεάνθρωπος κήρυξε ή έκανε θαύματα. Εδώ έχουμε ουσιαστικές  αποδείξεις ότι ο Χριστιανισμός δεν γεννήθηκε από κανένα «μήνυμα» ή κάποιες καταπληκτικές διδασκαλίες ενός ιστορικού Ιησού. Οι πρώιμοι  και σπουδαιότεροι προπαγανδιστές του Χριστιανισμού ήταν επιλήσμονες αυτής της κεντρικής ιδέας και  οι απόστολοι στα Ιεροσόλυμα φαίνεται να μην είναι περισσότερο διαφωτισμένοι.

Ανακεφαλαιώνοντας: Εάν ο Ιησούς ήταν εξ αρχής μια ουράνια θεότητα την οποία κανείς, συμπεριλαμβανομένων και των πρώτων αποστόλων, δεν γνώρισε προσωπικά, τότε η επιστολή του Παύλου προς τους Γαλάτες αποκτά νόημα. Ο Θεός απεκάλυψε σ’ αυτόν ότι μεθόδευσε, στα κρυφά,  την σταύρωση του «γιου του» – ο οποίος θα έλθει σύντομα μέσα σε υπερφυσική δόξα να εγκαθιδρύσει μια νέα παγκόσμια τάξη. Ο Παύλος θέλει να διαδώσει την θρησκεία μεταξύ ανθρώπων οι οποίοι δεν ακολουθούν επακριβώς όλα τα  Ιουδαϊκά έθιμα. Οι άνθρωποι στα Ιεροσόλυμα   ζουν σ’ ένα Ιουδαϊκό περιβάλλον και θα περίμεναν ο θεός όχι μόνον να τους ήθελε πιστούς αλλά  θα απαιτούσε προσκόλληση  σε περισσότερο παραδοσιακά Ιουδαϊκά έθιμα (πράγμα που αυτοί δεν το κατάφεραν ολοκληρωμένα)  ειδικά όσο ο Παύλος συνέχιζε να φέρνει τα χρήματα. (πχ  Γαλ 2:9,10, Ρωμ 15:25,26). Το βασικό πρόβλημα του Παύλου είναι ότι πολλοί από  τους Ιουδαϊκούς Νόμους είναι ανεφάρμοστοι και οι απόστολοι στα Ιεροσόλυμα φαίνονται απρόθυμοι να συμφωνήσουν. Αυτό δεν αφήνει και πολλά περιθώρια θεώρησης ενός  Ιησού ιστορικού προσώπου και θεμελιωτή της Χριστιανικής θρησκείας.

Το αμείλικτο ερώτημα

Από την άλλη πάλι, εάν οι απόστολοι στα Ιεροσόλυμα ήσαν οικείοι  προς τον άνθρωπο Ιησού τότε η προς Γαλάτας είναι μια προσβολή προς τον κοινό νου. Οφείλουμε να συμπεράνουμε ότι η ζωή των αποστόλων στα Ιεροσόλυμα άλλαξε από έναν άνδρα ο οποίος δεν είχε καμιά απολύτως επίδραση πάνω τους- αλλά και κανένα ίχνος προσωπικής άποψης! Οι ιστορικιστές δεν έχουν κανένα δικαίωμα να χλευάσουν την «υπόθεση του μυθικού Ιησού» μέχρι να μπορέσουν να απαντήσουν σε ένα εύλογο και λογικό ερώτημα: Γιατί ο Παύλος δεν έμαθε τίποτε  για τον Ιησού της Ναζαρέτ από τους απόστολους στα Ιεροσόλυμα;

 


ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

(1) Μερίδα θεολόγων (η πολυπληθέστερη) που ισχυρίζεται ότι ο Ιησούς υπήρξε ως ιστορικό πρόσωπο. Οι μη ιστορικιστές θεολόγοι ως το 17ο αιώνα βίωναν τον δια πυρός θάνατο. Μέχρι τον 20ο την επαγγελματική εξόντωση. Σήμερα πλέον αποτελούν μια αξιοσέβαστη μερίδα η οποία πάντως δεν υπερβαίνει αριθμητικά το 0,5% !

(2)Σας γνωστοποιώ δε, αδελφοί ότι το ευαγγέλιον, που εκηρύχθει είς εσάς από εμέ, δεν είναι επινόημα ανθρώπου. Διότι όχι μόνον οι λοιποί απόστολοι, αλλά και εγώ δεν παρέλαβον αυτό από άνθρωπον, ούτε το εδιδάχθην από άνθρωπον, αλλά παρέλαβον ατό κατ’ ευθείαν δι’ αποκαλύψεως του Θεού, ο οποίος αμέσως μου εφανέρωσε και μου απεκάλυψε τον Ιησού Χριστόν. (μτφ Τρεμπέλας)

[3] Εν Δαμασκώ ο εθνάρχης Αρέτα του Βασιλέως εφρούρει την Δαμασκηνών πόλιν πιάσαι με θέλων. Και δια θυρίδος εν σαργάνη εχαλάσθην δια του τείχους και εξέφυγον τας χείρας αυτού

[4] Δεν προσέθεσαν τίποτε σ΄ εμένα από όσα γνώριζα και κήρυττα ( μτφΤρεμπέλας)

[5] ο γαρ ενεργήσας Πέτρω εις αποστολήν της περιτομής ενήργησε και εμοί εις τα έθνη· και γνώντες την χάριν την δωθείσαν μοι, Ιακωβος και Κηφάς και Ιωάννης, οι δοκούντες στύλοι είναι, δεξιάς έδωκαν εμοί και Βαρνάβα κοινωνίας, ίνα ημείς εις τα έθνη, αυτοί δε είς την περιτομήν. Μόνον των πτωχών ίνα μνημονεύσομεν, ό σπούδασα αυτό τούτο ποιήσαι.

[6]] Προ του γαρ ελθείν τινας από Ιακώβου ματά των εθνών συνήσθιεν· ότε δε ήλθον, υπέστειλλε και αφώριζεν εαυτόν, φοβούμενος τους εκ περιτομής.

[7] Αλλ’ ότε είδον ότι ουκ ορθοποδούσαι προς την αλήθειαν του ευαγγελίου, είπον τω Πέτρω, έμπροσθεν πάντων· ει συ Ιουδαίος υπάρχων εθνικώς ζης και ουκ Ιουδαικώς, τι τα έθνη αναγκάζεις ιουδαίζειν;

[8] Από την κατάρα δε αυτή του νόμου μας εξαγόρασε ο Χριστός και ως λύτρα για την εξαγορά μας αυτή κατέβαλε το ότι έγινε για χάρη μας καταραμένος.  Και έγινε καταραμένος, διότι κρεμάστηκε στο σταυρό.  Είναι δε  γραμμένο: Καταραμένος να είναι όποιος κρέμεται και πεθαίνει στο σταυρό.

[9] Κάτι που μπορεί και να σημαίνει απλώς «ανθρώπινο όν»

[10] και δεν σας έδειξα υπεροχή λόγου, διότι δεν εθεώρησα επιτετραμμένον να γνωρίζω τίποτε άλλο μεταξύ σας, παρά μόνον τον Ιησού Χριστό και τοιούτον όχι ως βασιλέα ένδοξον , αλλά εσταυρωμένον. (μτφ Τρεμπέλας)   Δεν εώρησα ότι  πρέπει να αποτελεί γνώση σας οτιδήποτε άλλο εκτός από τον Ιησού Χριστό και μάλιστα σταυρωμένο. (μτφ μεταφραστή)

[11] Όταν όμως συνεπληρώθει ο χρόνος που είχεν ορίσει η πανσοφία του Θεού, εξαπέστεηλεν ο Θεός τον Υιόν του εις τον κόσμον, ο οποίος έγινεν άνθρωπος από γυναίκα, και συνεμορφώθει προς τον Μωσαικό Νόμο. Δια να εξαγοράσει εκείνους, που ήσαν υπό την κατάρα του Νόμου, δια να λάβωμεν υιοθεσλιαν, που ο θεός μα ς είχε υποσχεθεί. (μετάφραση του Τρεμπέλα που πρέπει τουλάχιστον να σχολιασθεί αν όχι να ξαναμεταφρασθεί.: Για τους στοιχειωδώς εξοικειωμένους στην Γνωστική φιλολογία η λέξη πλήρωμα παραπέμπει αλλού. Εν πάση περιπτώσει όχι συμπλήρωση)

 

Πηγή

Share This Post On

1 Comment

Submit a Comment

Your email address will not be published. Required fields are marked *

sixteen + 8 =