Οι Έλληνες Μυθικιστές και το Mythikismos.gr παρουσιάζουν για ακόμα μία φορά αποκλειστικό και πρωτότυπο υλικό, που φέρνει το ελληνικό αναγνωστικό κοινό πιο κοντά στις διεθνείς εξελίξεις αναφορικά με τα ζητήματα που απασχολούν την ενεργή -από το 2013- αυτή γωνιά του διαδικτύου.
Αυτή τη φορά δημοσιεύουμε τη συνέντευξη που πήραμε από τον ομ. καθηγητή Θεολογίας στο πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης και έναν από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του ρεύματος του Βιβλικού Μινιμαλισμού, μιας mainstream -ύστερα από δεκαετίες, θέσης που θεωρεί τις εξιστορήσεις της Π. Διαθήκης λογοτεχνικά και όχι ιστορικά κείμενα. Μιας θέσης για την οποία ο συνεντευξιαζόμενος υπέστη απίστευτες διώξεις από το ακαδημαϊκό κατεστημένο των ΗΠΑ και του Ισραήλ, γεγονός που φέρνει στο μυαλό μας αρκετές υποθέσεις με… άρωμα Μυθικισμού τα τελευταία χρόνια.
O 81χρονος, σήμερα, καθηγητής, μας μιλάει για τις σπουδές του, τη θεολογία σε Ελλάδα, Ευρώπη και ΗΠΑ, τις περιπέτειες του ρεύματος του Βιβλικού Μινιμαλισμού και το consensus για την ιστορικότητα των Βιβλικών περιγραφών, το περιεχόμενο του κεφαλαιώδους σημασίας έργου του, The Messiah Myth, καθώς επίσης και τις επιθέσεις που δέχτηκε από τον Bart Ehrman με αφορμή τις απόψεις που διατύπωσε σε έργα του για την ιστορικότητα του Ιησού.
Η συνέντευξη του Thompson παρουσιάζει για εμάς ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον, μιας και φέρνει στο προσκήνιο τη σχέση που συνδέει τον Βιβλικό Μινιμαλισμό και την πρόοδο που σημείωσε από τη δεκαετία του ’60 και εξής, με την σταδιακή είσοδο των Μυθικιστικών θέσεων στην ακαδημαϊκή κοινότητα τα τελευταία χρόνια. Επιπρόσθετα, γνωστοποιεί στο ελληνικό κοινό ακόμη έναν ακαδημαϊκό που δεν… εντοπίζει πουθενά κάποιον ιστορικό Ιησού, με βάση τα υπάρχοντα δεδομένα.
Η συνέντευξη με τον Thomas L. Thompson πραγματοποιήθηκε από τον Μηνά Παπαγεωργίου, ενώ η μετάφρασή της έγινε από τον Τάσο Καρανίκα. Σημεία της συνέντευξης που θεωρούμε καίρια και αξίζουν της προσοχής του αναγνώστη, έχουν τονιστεί από εμάς με πλάγια και έντονα γράμματα.
1) Περάσατε ένα πολύ μεγάλο μέρος της ζωής σας σπουδάζοντας στο Tubingen της Γερμανίας. Είναι το ίδιο πανεπιστήμιο όπου δίδαξε και ο Bruno Bauer.
Ο Bauer είχε πολύ μεγαλύτερη επιρροή στο Βερολίνο και τη Βόννη απ’ ότι στο
Τούμπιγκεν, όπου ο Ernst Käsemann ακολούθησε την κατεύθυνση της υπεράσπισης του
ιστορικού Ιησού στο πνεύμα του “Jesus Seminar” των ΗΠΑ. Στον τομέα
των μελετών της Παλαιάς Διαθήκης και της παλαιστινιακής αρχαιολογίας, όπου
εντοπίζονται τα ενδιαφέροντά μου, η παράδοση βασίζεται στη συγκριτική
λογοτεχνία και θρησκειολογία. O Κurt Galling, αρχισυντάκτης του τόμου της
γερμανικής εγκυκλοπαίδειας της θρησκείας (Religion in History and the Present
1935), υπήρξε καθηγητής μου. ‘Ηταν μαθητής του Hugo Gressmann και του Herman
Gunkel, ο οποίος μελετούσε την ιστορία και την αρχαιολογία χωριστά απ΄ τη
λογοτεχνία και τη θεολογία. Η μελέτη της Βίβλου ήταν γι’ αυτόν πάνω απ’ όλα μια
λογοτεχνική δουλειά και όχι ιστορία!
2) Στην Ελλάδα είναι μάλλον απίθανη η περίπτωση ενός ακαδημαϊκού θεολόγου να στέκεται με μία κριτική ματιά απέναντι στα Βιβλικά κείμενα. Φανταζόμαστε ότι στον υπόλοιπο κόσμο τα πράγματα είναι κάπως διαφορετικά…
Η ελληνική ορθοδοξία βλέπει τον ρόλο της θεολογίας ως ερμηνευτικό και ως “ελληνική χριστιανική θεολογία” -όπως περίπου ο ρωμαιοκαθολικισμός συχνά υπερασπίζεται την παραδοσιακή διδασκαλία, με τη διαφορά πως η “ελληνική χριστιανική θεολογία” προσπαθεί να εξιδανικεύσει την θεολογία των πρώιμων εκκλησιαστικών χρόνων, ενώ ο καθολικισμός επικεντρώνεται στη θεολογία του Ακινάτη και του ευρωπαϊκού μεσαίωνα.
Kαι οι δυο, όμως, αλλάζουν με ραγδαίους ρυθμούς και μπορείς να εντοπίσεις μερικούς κριτικούς μελετητές στην Ελλάδα και ακόμα περισσότερους μεταξύ των καθολικών. Πιστεύω πως οι πιο συντηρητικοί μελετητές εντοπίζονται στους φονταμενταλιστές των ΗΠΑ, όπου η Βίβλος διαβάζεται σαν μια περιγραφή πραγματικών γεγονότων, στα οποία ο θεός είναι η πρωταγωνιστική φιγούρα. Η κριτική μελέτη ξεκινά από την παρατήρηση πως το βιβλικό αφήγημα είναι πρώτα απ’ όλα λογοτεχνικό και θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως τέτοιο. Στην Ευρώπη η άποψη αυτή είναι πιο ισχυρή διότι υπάρχει μια ισχυρή δέσμευση με τον κριτικό ουμανισμό που κυριαρχεί στα πανεπιστήμια, κυρίως στη Γερμανία και τη Δανία. Αναφορικά με το ερώτημά σας, θα ήταν προτιμότερο να σκεφτόμαστε για συγκεκριμένους μελετητές και πανεπιστήμια, αντί για χώρες. Τα πανεπιστήμια της Ρώμης, του Γκέτινγκεν, του Σέφιλντ και της Κοπεγχάγης, επιμένουν πως οι Βιβλικές Μελέτες θα πρέπει να είναι κριτικές μελέτες και όχι παράδοση.
3) Εξηγήστε μας με λίγα λόγια τι είναι ο Βιβλικός Μινιμαλισμός, ποιοι ήταν οι ακαδημαϊκοί που αποτέλεσαν τον πυρήνα έκφρασής του και ποιος ο δικός σας ρόλος στη διάδοση του εν λόγω ρεύματος σκέψης.
Ο Βιβλικός Μινιμαλισμός ρίζωσε εκεί που απέτυχαν οι προσπάθειες της Βιβλικής Αρχαιολογίας να μας δώσει μια κριτική ματιά στην ιστορία του Ισραήλ. Είναι σημαντικό να τονίσουμε πως ο όρος “μινιμαλισμός” χρησιμοποιήθηκε απ΄ τους αντίπαλους της κριτικής Βιβλικής μελέτης. Δεν ήταν μια αυτο-περιγραφή. Η ανάπτυξη της κριτικής Βιβλικής μελέτης, που ήρθε να αποβάλει τη χρήση του Βιβλικού αφηγήματος ως μιας ιστορικής περιγραφής του παρελθόντος, ονομάστηκε “Μινιμαλισμός” γιατί αυτοί οι μελετητές δεν ασπάζονταν την υπόθεση, για παράδειγμα, των Βιβλικών αρχαιολόγων που θεωρούσαν πως η ιστορία μπορεί να γραφτεί συνδυάζοντας τις αποδείξεις απ΄ το Βιβλικό αφήγημα με την γνώση της αρχαίας ιστορίας.
Οι Μινιμαλιστές είδαν τη Βίβλο σαν μια αλληγορική λογοτεχνία και, κατά συνέπεια, απέρριψαν τη χρήση της Βιβλικής αρχαιολογίας για να γράψουν την ιστορία της Παλαιστίνης. Πράγματι, η κατανόηση της ιστορίας της Νότιας Μεσογείου σαν περιφερειακή ιστορία της Παλαιστίνης, αντί σαν εθνοκεντρική ιστορία του λαού του Ισραήλ, μας επέτρεψε να κατανοήσουμε την ιστορία της Βίβλου ως ένα φανταστικό και θεολογικό προϊόν: αυτό που εγώ αποκαλώ “Μυθικό Παρελθόν”. Αντιθέτως, η ιστορία της Παλαιστίνης βασίζεται σε αρχαιολογικές αποδείξεις και σύγχρονες επιγραφές.
Μεταξύ των πρώτων μελετητών που ακολούθησαν την “μινιμαλιστική” προσέγγιση συγκαταλέγονται οι Bernd Diebner, Giovanni Garbini και John Van Seters στα 1960, ακολουθούν οι Niels Peter Lemche, William Dever και εγώ στα 1970 και οι Israel Finkelstein, Robert Coote, Keith Whitelam, Philip Davies, Gösta Ahlström, ο Axel Knauf στα 1980 και 1990, οι Ingrid Hjelm, Emanuel Pfoh, Lukasz Niesiolowski Lester Grabbe, Issa Sarie, Joshua Sabih, Hamdan Taha και αρκετοί άλλοι στη νέα χιλιετία. Θα μπορούσα να αναφέρω πολλούς άλλους.
Θεωρώ πως σήμερα πάρα πολλοί κριτικοί μελετητές εφαρμόζουν τις αρχές του μινιμαλισμού στη συγγραφή της περιφερειακής ιστορίας της Παλαιστίνης. Υπάρχουν πολλές όψεις σε αυτή την διαρκή μεταμόρφωση των Βιβλικών μελετών και ο μινιμαλισμός δεν θα μπορούσε να γίνει επαρκώς κατανοητός με την παράθεση τριών ή τεσσάρων μελετητών που το όνομά τους συνδέθηκε μ’ αυτές τις αλλαγές. Καμία λίστα με εργασίες δεν μπορεί να δώσει μια πλήρη εικόνα γι’ αυτές τις αλλαγές και αυτές που παρατίθενται συχνά δεν μπορούν να αποτυπώσουν την πολυπλοκότητα του μινιμαλισμού. Μεταξύ των πιο επιδραστικών μονογραφιών και συλλογικών εργασιών βρίσκουμε τη δική μου το 1974 με τίτλο Historicity of the Patriarchal Narratives works, την εργασία του Van Seter το 1975 , Abraham in History and Tradition, την εργασία των John Hayes και J. Maxwell Miller’s Israelite and Judean History του1977, τον Lemche, Early Israel του 1985; τους R. Coote και Keith Whitelam με το The Emergence of Early Israel of 1987, τον Finkelstein στο The Archaeology of Israelite Settlement και το Garbini’s History and Ideology in Ancient Israel από το 1988, το έγο του Lemche The Canaanites and Their Land του 1991, την εργασία του Davies In Search of ancient Israel και το δικό μου βιβλίο Early History of the Israelite People του1992, τον Keith Whitelam στο The Invention of Ancient Israel του1996 και την Ingrid Hjelm με την εργασία Jerusalem’s Rise to Sovereignty του 2004.
4) Μπορείτε να μας περιγράψετε ποιο ήταν το consensus για την ιστορική αξιοπιστία της Βίβλου στα χρόνια που ξεκινήσατε να προωθείτε την θέση του Βιβλικού Μινιμαλισμού; Τι αντιδράσεις αντιμετωπίσατε από συναδέλφους σας και με ποιον τρόπο τα επιχειρήματά σας κατάφεραν εν τέλει να θεωρηθούν ύστερα από χρόνια στέρεα και ισότιμα με την πάλαι ποτέ επικρατούσα άποψη;
Ο Μινιμαλισμός ξεκίνησε σαν αντίδραση στον ιστορικισμό της Βιβλικής αρχαιολογίας, ο οποίος κατανοούσε την Βιβλική αφήγηση σαν ιστορία του Ισραήλ και την θεμελίωση μιας τέτοιας ιστορίας μέσω της ιστοριοποίησης αυτής. Πράγματι, κάποιοι Βιβλικοί αρχαιολόγοι όπως ο George Ernst Wright, αντιλαμβάνονταν τις “πράξεις του Θεού” ως τα βασικά δεδομένα της Βιβλικής αρχαιολογίας και σαν βασισμένο σε αποδείξεις θεμέλιο αυτής της ιστοριογραφίας! Για τον Wright και πολλούς απ’ τους μαθητές του, η θεολογία βασιζόταν σε γεγονότα του παρελθόντος και η Βιβλική αφήγηση θεωρούνταν, σε μεγάλο βαθμό, ιστορική. Συγκεκριμένα, οι ιστορίες των Πατριαρχών παρουσιάζονταν από μια μεγάλη πλειοψηφία μελετητών ως ένα ιστορικό αφήγημα που είχε ξεκάθαρα τις ρίζες του στην περίοδο της EB IV-MB I (circa 2000 π.α.χ.χ). ‘Oλη η ιστορία του Ισραήλ θεωρούνταν πραγματική από τους Πατριάρχες μέχρι τα βιβλία των Μακκαβαίων.
Σαν αντίδραση σ’ αυτό, ο Μινιμαλισμός διαχώρισε τη Βιβλική θεώρηση του
παρελθόντος απ΄ την βασισμένη σε αρχαιολογικές αποδείξεις ιστορία, στην οποία η
αρχαιολογία ερμηνευόταν ξεχωριστά απ΄ την οπτική της Βιβλικής λογοτεχνίας. H
πρώτη αντίδραση στις αρχικές Μινιμαλιστικές εργασίες των δεκαετιών του 1960-70,
που επικεντρώνονταν κυρίως στις ιστορίες απ΄ την Γένεση μέχρι τους Κριτές ήταν
ασυνήθιστα σκληρή. Οι δύο μεγαλύτερες εργασίες ήταν η δική μου “1974 Historicity of the Patriarchal Narratives
” και του John Van Seters “1975 : Abraham in History and Tradition”, που ενώ έγιναν αποδεκτές ως
εμπεριστατωμένες μελέτες, πυροδότησαν ένα πικρόχολο ντιμπέιτ που κράτησε για
σχεδόν δέκα χρόνια, μια περίοδος που όχι μόνο έμεινα ακαδημαϊκά άνεργος, αλλά
άνεργος στις ΗΠΑ από το 1976 έως το
1984. Δεν έβρισκα εκδότη για τις εργασίες μου και μαζί με τον Van Setters
δεχτήκαμε μια άγρια επίθεση από εξέχοντες μελετητές στις συναντήσεις του
American Society ή Oriental Research, του Catholic Biblical Association και του
Society of Biblical Literature.
Ωστόσο, το 1985 επιλέχτηκα ως ετήσιος επισκέπτης καθηγητής στο École Biblique στην Ιερουσαλήμ. Σ’ αυτό το χρονικό σημείο οι απόψεις του Van Setters και oι δικές μου είχαν γίνει ευρέως αποδεκτές. Ως επακόλουθο του Μινιμαλισμού του 1960-70, στις αρχές του 1980 διαμορφώθηκε ένα consensus σχετικά με τον φολκλορικό και φανταστικό χαρακτήρα των Βιβλικών αφηγημάτων από τις αρχές της Γένεσης μέχρι το τελείωμα του βιβλίου των Κριτών. Η ιστορία, θα μπορούσε να πει κάποιος, ξεκινάει με την Ενωμένη Μοναρχία.
Το 1991 και 1992, ωστόσο, η έκδοση νέων βιβλίων από τους Lemche, Davies και εμένα, κατέληξε στην απόρριψη της ιστορικότητας των αφηγημάτων για την Ενωμένη Μοναρχία και το βιβλίο των Βασιλειών. ‘Ενα νέο κύμα διαμαρτυριών ξεκίνησε από Αμερικάνους και Ισραηλινούς μελετητές, ακόμα πιο βιτριολικό από εκείνο της δεκαετίας του 1970. Κατηγορίες για ανικανότητα, αντι-σημιτισμό, έλλειψη ακαδημαϊκής εντιμότητας και σκόπιμη διαστρέβλωση, έγιναν ο κανόνας αυτής της κριτικής. Το αποκορύφωμα ήταν το βιβλίο του 2001 από τον William Dever με τίτλο What Did Biblical Writers Know?, το οποίο έκανε πάνω από 200 προσωπικές επιθέσεις σε μένα. Aπό την καθολική πλευρά, έχοντας ήδη διδάξει για τρία χρόνια στο Πανεπιστήμιο Marquette του Γουϊνσκόνσιν, ετοιμαζόμουν να γίνω μόνιμος καθηγητής όταν εκδόθηκε το βιβλίο μου Early History το 1992. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να χάσω την μονιμότητα στο πανεπιστήμιο. Μια πιο θετική έκβαση όμως της έκδοσης του βιβλίου μου ήταν να μου προσφερθεί η έδρα των μελετών της Παλαιάς Διαθήκης Edward Nielsen στο πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης. Και κάπως έτσι επέστρεψα στην φιλική Ευρώπη…
Ο αυξανόμενος διχασμός στις μελέτες της Παλαιάς Διαθήκης συνεχίστηκε στις δεκαετίες του 1990 και του 2000, αν και το πιο πολιτισμένο κλίμα στην Ευρώπη και αλλού, διαχωρισμένο από το ισραηλίτικο και αμερικάνικο ακαδημαϊκό κατεστημένο, κατάφερε να σηματοδοτήσει μια σημαντική αποδοχή των αρχών του Μινιμαλισμού, ο οποίος κατανοούσε την Βίβλο ως μια κυρίως λογοτεχνική δουλειά και την ιστορία της Παλαιστίνης ως απόδειξη εδραιωμένη στην παλαιογραφία και την αρχαιολογία.
5) Βιβλικές φιγούρες όπως ο Μωυσής ή ο Αβραάμ πρέπει να τις θεωρούμε ιστορικά πρόσωπα; Ποια η αξιοπιστία περιστατικών, μαχών και θαυμαστών γεγονότων που περιγράφονται στην Π. Διαθήκη;
H αφηγηματική έκταση των γενεαλογιών και των άλλων φολκλορικών ιστοριών της Βίβλου απ’ τον Σημ (=Ασία), τον Χαμ (=Αφρική) και τον Ιαπετό (=Ευρώπη) στη Γένεση 10 έως την ιστορία του Σολομώντα στο Α Βασιλειών, δεν είναι ιστοριογραφικές αφηγήσεις. Η δομή της εθνογραφικής ιστορίας του Αβραάμ δημιουργεί τον Πατριάρχη της Συρίας, της Παλαιστίνης και των νότιων περιοχών της Στέπας και της Ερήμου. Εδώ βρίσκεται ο κοινός πρόγονος που ενώνει με έναν φανταστικό τρόπο τους Άραβες, τους Σαββαίους και τους Μαδιανίτες, τους Αραμαίους και τους Φοίνικες (συμπεριλαμβανομένων των Ισραηλιτών και των Ιουδαίων). H κεντρική ιδέα αυτής της αλυσιδωτής αφήγησης απεικονίζει την επιστροφή απ΄ την εξορία κάτω από την προστασία του δίκαιου Θεού Γιαχβέ.
Τα “γεγονότα” των ιστοριών της Γένεσης μέχρι τους Κριτές είναι όλα φανταστικά, μιμητικά και συγκρινόμενα με τις ιστορίες του Ομήρου απ΄ την Ιλιάδα και την Οδύσσεια. Η κεντρική πλοκή της Βιβλικής αφήγησης, που ξεκινάει στη Γένεση, ενδεχομένως να είναι εμπνευσμένη απ’ την πλατωνική αντίληψη περί μιας ιδανικής και δίκαιης κοινωνίας. Οι ιστορίες του Α-Β Σαμουήλ ή Α -Β Βασιλειών, ωστόσο, χρησιμοποιούν βασιλικούς καταλόγους με ονόματα και χρονολογίες βασιλιάδων των διαφορετικών υποστηρικτικών βασιλειών του Ιούδα και του Ισραήλ, προκειμένου να δώσουν μια συνοπτική περιγραφή της διαδικασίας κατά την οποία ο Γιαχβέ κατανοεί τον ρόλο του ως προστάτης Θεός και πρέπει να μάθει να είναι Θεός του ελέους και της συμπόνοιας. Πρόκειται για μια φιλοσοφική ιστορία, παρόμοια με την ιστορία του Ιώβ, η οποία χρησιμοποιεί την μορφή του Ιώβ για να απεικονίσει την σταδιακή διαφώτιση του Ισραήλ. Ωστόσο, στον Σαμουήλ-Βασιλειών είναι ο Γιαχβέ που αποτελεί το αντικείμενο της διαφώτισης, μαθαίνοντας πως να γίνει ελεήμων και φιλάνθρωπος.
6) Με την έκδοση του βιβλίου σας “The Messiah Myth”, το 2005, υποστηρίξατε ότι οι βάσεις των παραδόσεων του Δαβίδ και του Ιησού προέρχονται από προγενέστερα κείμενα λαών της Μεσοποταμίας, αλλά και του ελληνορωμαϊκού κόσμου. Μπορείτε να μας αναπτύξετε εν τάχει τα κυριότερα επιχειρήματα της θέσης σας αυτής;
Το ενδιαφέρον μου για την συγγραφή της ιστορίας δεν περιορίστηκε στα διευρυνόμενα αρχαιολογικά μου ενδιαφέροντα, που ακολούθησαν τα επτά χρόνια που εργάστηκα πάνω στα σχέδια των εγκαταστάσεων της Εποχής του Χαλκού για τον Άτλα της Μέσης Ανατολής του Τούμπινγκεν (1969-76). Οι ενασχολήσεις μου συμπεριελάμβαναν και την ιστορία της διανόησης, η οποία με έκανε να ενδιαφερθώ για την λογοτεχνική αφήγηση της Βίβλου και τους τρόπους με τους οποίους εμπλέκεται αυτή η διανοητική προοπτική.
Όταν ξεκίνησα να γράφω το Messiah Myth το 2005, εξέτασα δύο συναρπαστικά αφηγηματικά μοτίβα που επαναλαμβάνονται συχνά στα αφηγήματα της Παλαιάς Διαθήκης και της Μέσης Ανατολής. Το ένα αφορούσε τις βασιλικές επιγραφές με ένα μικρό πρώτου προσώπου αφήγημα για το πώς ο βασιλιάς, σαν νέος άντρας, ξεκίνησε την σταδιοδρομία του με δυσκολίες και στάλθηκε στην εξορία, σε κάποιο άνυδρο μέρος (συνήθως στην Παλαιστίνη), από τον προστάτη του. Εκεί στην ερημιά, ο μελλοντικός βασιλιάς ευνοείται απ’ τη θεία χάρη και ανυψώνεται. Πολεμάει ενάντια σε κάποιον μεγάλο πολεμιστή και κάποιες φορές με έναν γίγαντα ή δράκο, που συχνά σκοτώνει με μια αναπάντεχα πετυχημένη βολή! Γίνεται πλούσιος με ένα μεγάλο στρατό, συμφιλιώνεται με τον προστάτη του και τελικά επιστρέφει για να αναλάβει τον θρόνο του. Υπάρχουν πάνω από είκοσι τέτοιες ιστορίες σε αρχαίες επιγραφές της Μέσης Ανατολής. Αυτό το αφηγηματικό μοτίβο χρησιμοποιείται και στην ιστορία της ανόδου του Δαυίδ στην εξουσία και στην μυθική θεματολογία της Παλαιάς Διαθήκης για τον Μεσσία της αποκαλυπτικής γραμματείας, ενώ χρησιμοποιείται και μεταφορικά, για παράδειγμα, στο βιβλίο του Ιώβ.
Το δεύτερο αφηγηματικό μοτίβο που με ενδιέφερε ήταν τα εκατοντάδες παραδείγματα που αποκαλώ «το Άσμα του Φτωχού». Εδώ επαινείται η φροντίδα της χήρας και του ορφανού, του άστεγου, του φτωχού, του έχοντα ανάγκη και πολλών άλλων. Αυτό το σχήμα είναι πιο αξιοσημείωτο στο βιβλίο του Ησαϊα αλλά και σε πολλές επιγραφές, στη γραμματεία του Κουμράν, σε κείμενα της Αιγύπτου και της Μεσοποταμίας. Στην ιστορία του Βασιλιά που Ανέρχεται στην Εξουσία, χρησιμοποιείται συχνά για να τονίσει την καλοσύνη του δίκαιου βασιλιά, ενώ στην μεσσιανική γραμματεία είναι ενδημικό. Όταν έγραφα τον Μύθο του Μεσσία, προσπάθησα να καταδείξω πως τα βιβλικά αφηγήματα, κυρίως του Σαμουήλ και Βασιλειών Α- Β, χρησιμοποιούν τόσο το αφηγηματικό σχήμα του ‘Ασματος του Φτωχού, όσο και την Ιστορία της Ανόδου του Βασιλιά στην Εξουσία, που αν και αλληγορικά, αποτελούν τους πρωταρχικούς, θεολογικά παρακινούμενους σκοπούς στους ρόλους του αφηγήματος. Αυτά τα σχήματα λόγου βρίσκονται με πιο εμφατικό τρόπο στις ιστορίες των θαυματοποιών και προφητών, όπως ο Ηλίας και ο Ελισσαίος, που παίζουν κυρίαρχο ρόλο στις ιστορικές υποτίθεται αφηγήσεις του Α-Β Βασιλειών, όπου το σίδερο επιπλέει στο νερό!
Το ερώτημα του βιβλίου μου δεν αφορούσε τόσο στην ιστορικότητα του Ιησού, όσο για το πώς αυτές οι ιστορίες λειτουργούν σαν λογοτεχνία και δεν είναι ιστοριογραφίες. Ο Ιησούς των ευαγγελίων δεν είναι ιστορικός, γιατί τα ευαγγέλια δεν μιλάνε για τον Ιησού. ‘Εχουν να κάνουν με το μαρτύριο και τον φτωχό και με την συμπόνοια του Γιαχβέ για τον εγκαταλειμμένο λαό του. Για μένα αυτό ακριβώς ήταν η εκπλήρωση των όσων υποστήριζα από το 1968. Είναι ένα επιχείρημα για την χρήση της συγκριτικής λογοτεχνίας ως μιας ουσιαστικής μεθόδου καθορισμού των χαρακτήρων των φολκλορικών και λογοτεχνικών αφηγήσεων της Βίβλου.
7) Για το βιβλίο σας αυτό δεχτήκατε κριτική αρκετά χρόνια αργότερα από τον καθηγητή Bart Ehrman, ο οποίος τα τελευταία χρόνια επιτίθεται ιδιαίτερα σφοδρά στους αμφισβητίες του ιστορικού Ιησού. Συμμετείχατε και στην έκδοση του βιβλίου “Is this not the carpenter’s son?” για αυτόν τον λόγο… Κατά τα άλλα ποια είναι η άποψή σας για την ιστορικότητα του Ιησού; Πόσο πιθανό είναι να πρόκειται για ένα άγνωστο σε εμάς σήμερα πρόσωπο που μυθοποιήθηκε δραματικά τους μετέπειτα αιώνες ή και ένα εντελώς ανύπαρκτο πρόσωπο οι ιστορίες για το οποίο βασίστηκαν αποκλειστικά σε προγενέστερα λογοτεχνικά κείμενα και παραδόσεις;
Ο ‘Ερμαν κατανόησε ελάχιστα το βιβλίο μου και αυτά που κατέκρινε με εμφατικό τρόπο δεν υπήρχαν σε αυτό. Εξέλαβε το έργο μου σαν μια μελέτη σχετικά με την ιστορικότητα του Ιησού, ακόμα και αν τόνισα πως μιλούσα για έλλειψη ιστορικότητας και τον μάλλον λογοτεχνικό χαρακτήρα των ευαγγελίων, πάντα σε σχέση με την εξάρτηση τους από την Παλαιά Διαθήκη και τα αφηγηματικά μοτίβα της Μέσης Ανατολής. Αυτά τα μοτίβα δεν είναι ιστορικά και κάποιος δεν θα βρει έναν ιστορικό Ιησού εκεί. Για να επιχειρηματολογήσεις για έναν ιστορικό Ιησού θα πρέπει να βρεις κάτι περισσότερο απ’ αυτά τα κείμενα. Δεν αρνούμαι πως ο Ιησούς υπήρξε. Απλά δηλώνω ότι δεν γνωρίζω! Αυτό έγραψα.
Το πιο εκνευριστικό, όμως, στην κριτική του ήταν ο ισχυρισμός πώς δεν είχα τα προσόντα να γράψω ένα τέτοιο βιβλίο. Ποιος είναι ο πιο καταρτισμένος αν όχι ένας μελετητής της Παλαιάς Διαθήκης με ενδιαφέρον για την συγκριτική γραμματεία; ‘Εγραφα για τα αφηγηματικά μοτίβα της Π.Δ στα ευαγγέλια και είμαι τέλεια καταρτισμένος για να το κάνω αυτό. Μπορεί, άραγε, εκείνος να διαβάσει τα ευαγγέλια σαν κάτι άλλο εκτός από σχολιασμό της εβραϊκής Βίβλου; Το βιβλίο μου Historicity του 1974 και το Early History του 1992 είναι σχετικά με την ιστορικότητα και το βιβλίο μου Origin Tradition του 1987 εξετάζει την αφηγηματική δομή των ιστοριών της Παλαιάς Διαθήκης, που συχνά αναπαράγονται στα ευαγγέλια. Τα σχήματα λόγου που έχω χαρακτηρίσει από καιρό ως το «Άσμα του Φτωχού» και η Μαρτυρία του Δίκαιου Βασιλιά, συνδέονται άμεσα με τις προηγούμενες μελέτες μου. Ποιος θα ήταν πιο σχετικός για να συζητήσει αυτά τα θέματα;
Δεν νομίζω πως είναι δυνατό, χωρίς τις απαραίτητες αποδείξεις, να κρίνουμε αν ο Ιησούς ήταν ιστορικός. Παρόλα αυτά, αν τα ευαγγέλια κριθούν ως μη ιστορικά κείμενα και ακατάλληλα για οποιαδήποτε ιστορική πληροφορία, τότε υπάρχει πρόβλημα. Ποιος είναι αυτός ο Ιησούς (Γιεσουα/ο σωτήρας) αν όχι ο Ιησούς των ευαγγελίων και αν ο Ιησούς δεν είναι ιστορικός, τότε που θα πρέπει να ψάξουμε για αποδείξεις; Στο συλλογικό βιβλίο “Is this not the carpenter’s son?” όλες οι εργασίες καταλήγουν πως το ζήτημα είναι άλυτο.
8) Παρατηρώντας τις εξελίξεις με τη σταδιακή είσοδο των θέσεων για έναν μυθικό Ιησού εντός της ακαδημαϊκής κοινότητας τα τελευταία χρόνια, θα συμφωνούσατε με την άποψη ότι στέρεες θέσεις του Μυθικισμού θα μπορούσαν τις επόμενες δεκαετίες να ακολουθήσουν τα βήματα του Βιβλικού Μινιμαλισμού καθιστάμενες ισότιμες με τις υπόλοιπες για ιστορικούς και θεολόγους του μέλλοντος;
Ο Μινιμαλισμός είναι ένα κίνημα των Bιβλικών μελετών που φέρνει τη μελέτη της Bιβλικής αφήγησης πιο κοντά σ’ αυτό που είναι φυσιολογικό για τους ιστορικούς. Από όσο γνωρίζω, οι περισσότεροι Μυθικιστές το αναγνωρίζουν αυτό, αν και πιστεύω πως βιάζονται να αποδείξουν το εάν ο Ιησούς υπήρξε ιστορικά ή όχι. Η κατάλληλη ερώτηση είναι μάλλον λογοτεχνική και όχι ιστορική. Μέχρι να έχουμε κείμενα που αποδεικνύουν την ιστορικότητα, δεν μπορούμε να πούμε και πολλά γι΄ αυτό το ζήτημα. Μπορούμε ωστόσο να ρωτήσουμε ποια είναι η σημασία αυτών των κειμένων ή τουλάχιστον να ρωτήσουμε τι εννοούν (σ.μ: τα κείμενα) αν δεν είναι ιστορικά (μια Μινιμαλιστική ερώτηση)!
Ο καθηγητής μου Kurt Galling από το Τούμπινγκεν, ρωτήθηκε κάποτε για το πως κάποιος μπορεί να καταλάβει αν τα κείμενα της ΠΔ είναι ιστορικά ή λογοτεχνικά. Απάντησε: «Αν το σίδερο επιπλέει στο νερό δεν είναι λογοτεχνία»! Η αναφορά βρίσκεται στις ιστορίες του Ηλία και του Ελισσαίου, που έχουν ανακυκλωθεί και στα ευαγγέλια. Κάποιος θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει την ιστορία που η αρκούδα σκοτώνει 42 παιδάκια και σίγουρα την πτήση του Ηλία στο διάστημα.
Σύντομο βιογραφικό: Ο Thomas L. Thompson γεννήθηκε το 1939 στο Μίσιγκαν των ΗΠΑ και είναι Βιβλικός Μελετητής και Θεολόγος. Υπήρξε καθηγητής Θεολογίας στο πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης από το 1993 έως το 2009 και σήμερα ζει στη Δανία κατέχοντας τον τίτλο του ομότιμου καθηγητή.
Ο Thompson είναι ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του Βιβλικού Μινιμαλισμού ή αλλιώς της Θεολογικής Σχολής της Κοπεγχάγης, μιας ομάδας Βιβλικών Μελετητών που υποστηρίζουν από τη δεκαετία του ’60 ότι η Βίβλος δεν μπορεί να θεωρείται αξιόπιστη πηγή αναφορικά με την ιστορία του αρχαίου Ισραήλ.